Led Zeppelin : 10 φορές που ο John Bonham ήταν ο καλύτερος drummer του κόσμου

Photo via ledzeppelin.com

Η κληρονομιά του σπουδαίου drummer μέσα από 10 θρυλικές στιγμές του συγκροτήματος

Η λίστα των μεγάλων του οργάνου ατελείωτη. Carmine Appice, Keith Moon, Tommy Aldridge (με Black Oak Arkansas κατά κύριο λόγο), Ginger Baker, Mitch Mitchell (Jimi Hendrix Experience), Phil Collins, φυσικά ο Neil Peart και Ian Paice, τόσοι και τόσοι που τίμησαν τα τύμπανα και έγραψαν το όνομα τους με χρυσά γράμματα στη σχετική Βίβλο. Ένας Ringo Starr εξαιρετικά υποτιμημένος, με τη δημοφιλία των Beatles να επισκιάζει ως ένα βαθμό το πόσο οξυδερκής drummer ήταν, αλλά και το πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του στη διαμόρφωση του ήχου των Σκαθαριών. Και μιλώντας για rock, πάνω απ' όλα ο John Bonham, ο άνθρωπος που αποτέλεσε την ατμομηχανή του φαινομένου που λεγόταν Led Zeppelin, με τη σπουδαία κληρονομιά και το άδοξο τέλος. 

Πριν φύγει από τη ζωή λόγω αναρρόφησης του εμετού του και αφού μεγαλούργησε με το συγκρότημα του, ο John Bonham άφησε επίσης ένα πλήθος πρωτοποριακών τεχνικών που επηρέασαν και επηρεάζουν την πλειοψηφία των σύγχρονων drummers. Θα ξεχωρίσουν φυσικά οι τριπλέτες του, το γεγονός ότι “άλλαζε” tempo στο παίξιμο του χωρίς να επηρεάζει στο ελάχιστο τη δομή των τραγουδιών, αλλά και φυσικά το “δαιμονισμένο” δεξί του πόδι με το οποίο παρουσίασε θέματα τα οποία πολλές φορές, ένας Carmine Appice (μεγάλη επιρροή του Bonham) χρειαζόταν δύο bass drums ώστε να τα αποδώσει. Εδώ παρουσιάζονται δέκα (10) τραγούδια, χωρίς καμία χρονολογική ή αξιολογική σειρά, τραγούδια στα οποία ο John Bonham έδειξε την κλάση και διορατικότητα του, “έκλεψε” πολλές φορές την παράσταση, δίδαξε πρωτότυπο δυναμικό drumming που εφαρμόστηκε στη συνέχεια από τους μεγαλύτερους του είδους, από τα μέσα των 70s κι έπειτα. Η σχετική drumming ορολογία εξηγείται στο βαθμό του εφικτού.

1) Immigrant Song (Led Zeppelin III, 1970)

Το εισαγωγικό τραγούδι του τρίτου δίσκου των Led Zeppelin καταδεικνύει το πόσο αντισυμβατικός μουσικός ήταν ο Bonham .Αντί να επιλέξει έναν βασικό αλλά σταθερό ρυθμό, ώστε να συνοδεύσει τα καλπάζοντα riffs του Jimmy Page, ο Bonzo (όπως ήταν το παρατσούκλι του) ακολουθεί κατά πόδας τον κιθαρίστα του, εφαρμόζοντας ουσιαστικά μια παραλλαγή του single paradiddle (η γνώση του βασικότατο εφόδιο στο οπλοστάσιο ενός drummer), ανάμεσα στο snare drum και στο δεξί του πόδι. Η δε έκδοση του τραγουδιού στο How the West was Won live album του 2003 είναι απλά κολοσσιαία, αφήνοντας το στίγμα μίας απόλυτης live ερμηνείας (ηχογραφήθηκε το 1972).

2) Good Times, Bad Times (Led Zeppelin I, 1969)

Οι Led Zeppelin συστήνονται σε ένα κοινό το οποίο έμελλε να κατακτήσουν ολοκληρωτικά. Δεν είναι μόνο το ότι η εισαγωγή με το hi-hat και την κουδούνα είναι πλέον τόσο αναγνωρίσιμη από το ροκ κόσμο, όσο ένα κοινό riff του συγκροτήματος. Είναι και το ότι ο John Bonham αφήνει τον ακροατή να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που άκουσε, όταν θα τοποθετήσει δύο νότες στην κάσα του, στην πιο γρήγορη “ποδιά” που είχε ακουστεί ως τότε. Σε ένα ξεκάθαρο 4/4 τραγούδι, ο Bonham φανερώνει μια ελάχιστη πτυχή του ταλέντου του, προσδίδοντας μια αίσθηση τριπλέτας (τρεις νότες εκεί που υποτίθεται πως υπάρχει μία, δύο ή τέσσερις) από το πουθενά, δείχνοντας με τον πλέον κατανοητό τρόπο πως ο drummer μπορεί να δίνει το κάτι παραπάνω σε ένα τραγούδι.

3) Achilles’ Last Stand (Presence, 1976) 

Έβδομο album για τους Zeppelin, με αμφιλεγόμενες κριτικές από κοινό και κριτικούς. Γεγονός που δεν εμποδίζει καθόλου τον John Bonham να αφήσει άλλη μια παρακαταθήκη προς τις επόμενες γενιές. Στο εισαγωγικό δεκάλεπτο έπος του δίσκου, ο Bonham θέτει ουσιαστικά τις βάσεις για το metal drumming των μέσω των 80s κι έπειτα. Σε συνδυασμό με το καλπάζον riff του John Paul Jones στο μπάσο, ο Bonham συστήνει τα galloping drums στο ευρύ κοινό, με τα παιχνιδίσματα του δεξιού ποδιού του να είναι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα. Από κοντά κάποια εξαιρετικά fills και κοψίματα, που όλα μαζί καθιστούν για άλλη μια φορά την ερμηνεία του Bonham κλασική.

4) Trampled Under Foot (Physical Graffiti, 1975)

Οι φανατικοί των Led Zeppelin έχουν ως “παράνομο” αγαπημένο δίσκο του group το Physical Graffiti και όχι κάποιο από τα 4 πρώτα. Στο εν λόγω αριστούργημα δε, ξεχωρίζει μεταξύ άλλων ύμνων το Trampled Under Foot, για το οποίο οι Zeps δήλωσαν πως ήταν επηρεασμένο από την τεράστια επιτυχία του Superstition του Stevie Wonder. Μέσα λοιπόν σ’αυτό το ονειρικό παραλήρημα μεταξύ rock και funk ήχων, ο John Bonham "δηλώνει" ξεκάθαρα πως θα είχε ιδιαίτερη άνεση όντας μέλος της πιο απαιτητικής R&B μπάντας. Σταθερός σαν βράχος, αφήνει χώρο στο υπόλοιπο group για να απλωθεί το funky feeling του τραγουδιού. Τα δε γυρίσματα του εξαιρετικά και στιβαρά για μια ακόμα φορά, στο χαρακτηριστικό καταιγιστικό triplet ηχόχρωμα στο οποίο είχε ήδη συνηθίσει τους fans.

5) The Ocean (Houses of the Holy, 1973)

Το Houses of the Holy ήταν το album με την πιο δύσκολη αποστολή στον κόσμο, να διαδεχτεί με επιτυχία τη θρυλικότερη τετράδα δίσκων στην ιστορία της μουσικής. Τα καταφέρνει περίφημα, περιέχοντας μάλιστα και το αγαπημένο Led Zeppelin τραγούδι του γράφοντος, το No Quarter. Στο δε Ocean που κλείνει το δίσκο, το μουσικό θέμα οδηγείται από βομβαρδισμό στα ταλαίπωρα δέρματα του Bonham, σε συνδυασμό με άλλη μία εξαιρετική ερμηνεία του Robert Plant. Ο Bonham θα επιδοθεί σε πρωτοποριακές ακόμα και για τους Zeppelin αλλαγές ρυθμών, αλλάζοντας από 4/4 σε 7/8 και προς το τέλος του τραγουδιού σε καθαρόαιμο 6/8. Φυσικά το έκανε με την άνεση ενός βετεράνου, άνεση που τον συνόδευε από την αρχή της υπερ-επιτυχημένης καριέρας του.

 

6) Fool in the Rain (In Through the Out Door, 1979)

Οι Zeppelin δείχνουν να έχουν βάλει κάποιο νερό στο κρασί τους, αφήνοντας τους χειμαρρώδεις χαρακτήρες τους να εμφανίζονται μόνο στις συναυλίες. Το In Through the Out Door δείχνει πιο μεστό, ώριμο, “δουλεμένο” με την έννοια της προσοχής στη λεπτομέρεια. Ο John Bonham παρόλα αυτά βρίσκει πάλι την ευκαιρία να δείξει την κλάση του. Μας παρουσιάζει το διάσημο Half Time Shuffle, το γνωστό blues shuffle δοσμένο στο μισό χρόνο, σε ένα μνημειώδες tempo το οποίο θα επηρεάσει πολύ κόσμο έπειτα. Κυρίως δε, τον αδικοχαμένο Jeff Porcaro ο οποίος θα το αποδώσει ελαφρώς αλλαγμένο στο θρυλικό Rosanna των Toto, κάποια χρόνια αργότερα. Το δε πέρασμα του Bonham στη μέση δείχνει ξεκάθαρα το γιατί θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων όλων.

7) Whole Lotta Love (Led Zeppelin II, 1969)

Κι όμως πέρα από την ιστορικότητα ενός από τα μεγαλύτερα hits της μπάντας, στο Whole Lotta Love διαφαίνεται καθαρά το πόσο σημαντικός επρόκειτο να ήταν ο John Bonham, για τη διαμόρφωση του ήχου των Zeppelin αλλά και του classic rock γενικότερα. Περισσότερο ίσως κι από τον Ian Paice, ο Bonham στο εν λόγω τραγούδι συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τις διδαχές των δυναμικών drummers των 60s (προεξέχοντος του Mitch Mitchell), προσαρμόζοντας τον ήχο του σε νέα αχαρτογράφητα νερά, στα οποία όπως αποδείχτηκε δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να κυριεύσει, επιβάλλοντας μαζί και το προσωπικό του στυλ. Από το κόψιμο και τα παιχνιδίσματα στη μέση του τραγουδιού, μέχρι και τις τριπλέτες στα fills, το παίξιμο του Bonham είναι απλά για σεμινάριο. Από ένα παιδί 21 ετών.

8) Out on the Tiles (Led Zeppelin III, 1970)

“Out on the Tiles” σημαίνει “μπαρότσαρκα” στην αγγλική αργκό, δραστηριότητα που ο νεαρός John Bonham τιμούσε συχνά πυκνά. Ο φρενήρης ρυθμός του τραγουδιού αποτελεί το κατάλληλο χαλί για ένα φοβερό riff από τον Jimmy Page και φυσικά για άλλη μια κορυφαία ερμηνεία από τον Robert Plant. Ο συνδυασμός 4/4 με triplets στα γυρίσματα, βρίσκεται εδώ σε πλήρη εφαρμογή, με έναν Bonham μαινόμενο να αποδίδει μία πληθώρα θεμάτων, χωρίς όμως να περισσεύει η παραμικρή νότα. Μιλάμε ουσιαστικά για την ερμηνεία του Good Times Bad Times η οποία πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Η τεράστια επιτυχία των Led Zeppelin ήταν σίγουρα και θέμα χημείας, τραγούδια δε όπως το Out on the Tiles το αποδεικνύουν περίτρανα.

9) When the Levee Breaks (Led Zeppelin IV, 1971)

Αφήνοντας μάλλον τις δύο σπουδαιότερες στιγμές του Bonham για το τέλος, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι το οποίο οι Zeppelin αποδώσαν μόνο δύο φορές ζωντανά, εκ των οποίων η μία σε warm-up gig! Τα μικρόφωνα έχουν τοποθετηθεί ψηλά στα τύμπανα του Bonham, αποδίδοντας έναν απόκοσμο και πρωτοποριακό ήχο, γεγονός που δεν αφαιρεί το παραμικρό από το πραγματικά bombastic παίξιμο του. Ανθρώπινος μετρονόμος, με μια σειρά από ghost notes να νοστιμίζουν την τελική του απόδοση, θα μας δώσει μια ερμηνεία η οποία θα χρησιμοποιηθεί έκτοτε ως sample σε ουκ ολίγα τραγούδια (ενδεικτικά αναφέρονται οι Beastie Boys στο Rhymin & Stealin). O υιός, Jason Bonham, θα χαρακτηρίσει τα drums στο When the Levee Breaks ως το “intro των θεών”, εκφράζοντας ταυτόχρονα την πικρία του που δεν πρόλαβε να πει στον πατέρα του πόσο σπουδαίο τον θεωρούσε.

10) Moby Dick (Led Zeppelin II, 1969)

Το 20λεπτο solo που θα άφηνε τον κόσμο στα live με ανοιχτό το στόμα, όσο οι υπόλοιποι κάνανε διάλειμμα στα παρασκήνια. Και που θα άφηνε τον Bonham μέσα στα αίματα, καθώς πολλές φορές πετούσε τις μπαγκέτες και το απέδιδε με τα χέρια. Όλα τα συστατικά που έκαναν τον Bonzo έναν από τους μεγαλύτερους drummers είναι εδώ. Το χαρακτηριστικό, η αγαπημένη του cowbell (κουδούνα ελληνιστί), φυσικά όλες οι τριπλέτες του κόσμου και οι παραλλαγές τους, μαζεμένες. Το δε γύρισμα στη μέση του τραγουδιού είναι ιστορικό και για έναν άλλο λόγο, καθώς πρόκειται για το γύρισμα που τελειοποίησε κάποια χρόνια αργότερα ο μεγάλος Steve Gadd, παρουσιάζοντας το στο θρυλικό Aja των Steely Dan.