Κείμενο από τον Κωστή Δ. Μπίτσιο
«AMERICAN SNIPER/ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ»***
Με τον «Ελεύθερο Σκοπευτή» ο – αμερικανός Κουροσάβα - Κλιντ Ίστγουντ διεκδικεί το 6ο του βραβείο Όσκαρ. Η ταινία του θέτει ηθικά ζητήματα. Ηρωοποιεί ή όχι τον τον σκοπευτή «Κρις Κάιλ»; και επίσης αναρωτιέσαι αν πρέπει να αποτυπώνεται τόσο ρεαλιστικά η δολοφονία ενός παιδιού στο σινεμά. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σκληρότητα της συγκεκριμένης σκηνής στο φιλμ του Ίστγουντ. Προσωπικά τέτοια στιγμιότυπα στην δράση ταινιών με βρίσκουν αντίθετο, όταν παρουσιάζονται τόσο περιγραφικά. Θεωρώ τουλάχιστον ανησυχητικό το να εξοικειωθεί το κοινό με την θέαση δολοφονιών μικρών παιδιών στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τώρα, όσον αφορά στο αν αποθεώνει ως σύγχρονο πρότυπο ανδρός τον «Κρις» ο Κλιντ Ίστγουντ, σίγουρα δεν το αποφεύγει σε αρκετές σκηνές της ταινίας. Το ειρωνικό είναι ότι ο ίδιος ο «Κάιλ» παρουσιάζεται σαν άνθρωπος, που ποτέ δεν αισθάνθηκε τον εαυτό του σαν ήρωα. Αντίθετα η πολύχρονη θητεία του στον πόλεμο στο Ιράκ άφησε τα σημάδια της στην ψυχολογία του πολεμιστή, δημιουργώντας μία προβληματική σχέση μεταξύ αυτού και της οικογένειάς του, που μάλλον απωθητική είναι, παρά γοητευτική.
Η αφοσίωση του «Κρις» στην εξόντωση του Σύριου εχθρού του, φαντάζει, και είναι, εμμονική και ουσιαστικά δεν βοήθησε τον αμερικανό στρατιώτη να δώσει ποτέ μια ευκαιρία στην προσωπική του ζωή. Η σχέση του με την γυναίκα του και τα παιδιά του παρουσιάζεται περισσότερο τυπική και διεκπεραιωτική, παρά στενή και συναισθηματική. Ο Κλιντ Ίστγουντ δεν έχει παραλείψει από την αρχή της ταινίας, με ένα μεγάλο φλασμπάκ, να εκθέσει την παιδική ηλικία του «Κρις»: προερχόμενος από μία θρησκόληπτη, μικροαστική οικογένεια, με έναν βίαιο πατέρα, που μεγαλώνει τα παιδιά του σαν «τσοπανόσκυλα» («ούτε σαν πρόβατα ούτε σαν λύκους»), στον μικρό «Κρις Κάιλ» από νωρίς φυτεύθηκε η έννοια του καθήκοντος, του σχεδίου που ποτέ δεν αφήνεις στην μέση, πριν το ολοκληρώσεις, το ιδανικό της υπεράσπισης του αμυνόμενου οικογενειακού μέλους. Και ενώ ο μικρότερος αδελφός του «Τζεφ» (Κιρ Ο’Ντόνελ) δεν αργεί να απορρίψει το πατρικό πρότυπο, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορεί να φτάσει, πόσω μάλλον να ξεπεράσει, τον μεγαλύτερο – «ιδανικό γιο» - αδελφό του «Κρις», ο τελευταίος αποδεικνύεται πιστός σε όποια αξία υιοθέτησε και πίστεψε από νέος. Στα 30 του, με το - μάλλον απλοϊκά παρουσιασμένο – έναυσμα της επίθεσης των «άγριων» στις αμερικάνικες πρεσβείες και την πτώση των Δίδυμων Πύργων, ο Τεξανός εργάτης «Κρις» κατατάσσεται στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας του. Στην βασική εκπαίδευση γνωρίζει την «τσαούσα» «Τάγια» (η αγνώριστη Σιένα Μίλερ). Η πραγματική ιστορία του «Κάιλ» και οι τέσσερις θητείες του χωρίζονται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο και το τελευταίο διαρκούν το καθένα περίπου 20 λεπτά, ενώ το δεύτερο και το τρίτο διαρκούν το καθένα περίπου 10 λεπτά. Σε όλα είναι ξεκάθαρο το «πιστεύω» του «Κρις» ήτοι το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Ο «Κρις Κάιλ» δεν αμφιβάλλει για τις ιδέες του και στις 1.000 μέρες της παραμονής του στο Ιράκ, σε αντίθεση με τους συναδέλφους του. Ακόμα και όταν το κόστος του «θρύλου» του είναι να καταλήγει ο Νο1 καταζητούμενος στο Ιράκ και ένας ανεξέλεγκτος γονέας άμα τη επιστροφή στην πατρίδα του.
Ο πρωταγωνιστής του Ίστγουντ Μπράντλεϊ Κούπερ διεκδικεί μαζί του το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, αλλά και μόνος του το βραβείο ερμηνείας, για 3η φορά σε 3 χρόνια (!), αφήνοντας εκτός κούρσας τον, καλύτερό του, Τζέικ Τζίλενχαλ του «Nightcrawler». Έχοντας προσθέσει στο σώμα του όγκο, 20 κιλά περίπου, προκειμένου να πλησιάσει τον πραγματικό «Κρις Κάιλ», ο 40άρης Κούπερ υποδύεται άψογα τον ένθερμο πατριώτη, η απροσαρμοστικότητα του οποίου σε μία «φυσιολογική» ζωή, κρύβει πρακτικό αλλά και «μονοκόμματο» «σκέπτεσθαι». Τις συνολικά 6 οσκαρικές υποψηφιότητες του φιλμ συμπληρώνουν αυτές του σεναρίου (που βασίζεται και στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του Κρις Κάιλ), του μοντάζ και των ηχητικών του επιτευγμάτων (mixing και editing). Τον συμπολεμιστή του Κούπερ υποδύεται ο Λιουκ Γκράιμς («Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι»). Συνάδελφος του «Κρις Κάιλ» στην πραγματική ζωή υπήρξε και ο Μάρκους Λουτρέλ, σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το περσινό «Lone Survivor/Ο μόνος επιζών» με τον Μαρκ Γουόλμπεργ, που ήταν άσος στο σημάδι και στον «Εκτελεστή» του 2007. Η βαριά θεματολογία του «Ελεύθερου Σκοπευτή» δεν «σηκώνει» παρά ελάχιστη μουσική και μάλιστα ένα μέρος της γραμμένο από τον σκηνοθέτη Ίστγουντ.
Αριστούργημα*****, Πολύ καλό****, Καλό***, Ενδιαφέρον**, Μέτριο*, Κακό