Κείμενο από τον Κωστή Δ. Μπίτσιο
«BIRDMAN ή Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας»***
Ένας θίασος ετοιμάζεται για την πρεμιέρα του στο Broadway. Η παράσταση αποτελεί το προσωπικό όραμα του πρωταγωνιστή του. Ο «Ρίγκαν Τόμσον» (Μάικλ Κίτον) έχει αναλάβει την διασκευή, την σκηνοθεσία και τον πρώτο ρόλο σε ένα εγχείρημα, που αποτελεί το «βάπτισμα του πυρός» για τον ίδιο στο θέατρο. Ο Ρίγκαν Τόμσον υπήρξε σελέμπριτι λόγω του κινηματογραφικού ήρωα «Birdman», τον οποίο έχει υποδυθεί σε τρεις ταινίες. Αντί να συμμετάσχει στο «Birdman4» αποφασίζει να κάνει θέατρο, για να αποδείξει στον εαυτό του και στο κοινό του ότι είναι καλλιτέχνης. Στα 60 του ο Ρίγκαν Τόμσον αποφασίζει να ανταγωνιστεί την επί της μεγάλης οθόνης περσόνα του, προσπαθώντας να σταθεί καθυστερημένα ως πατέρας στην «παραστρατημένη» κόρη του «Σαμ» (Έμα Στόουν), έχοντας μετανιώσει για το διαζύγιο με την μητέρα της (η Έιμι Ράιαν του «Gone Baby Gone»). Έχοντας περάσει και ο ίδιος από τον αλκοολισμό, δοκιμάζει να μείνει μακριά από το ποτό, χωρίς να τα καταφέρνει, γεγονός που του προκαλεί ξεσπάσματα θυμού, τα οποία καλείται να διαχειριστεί ο ατζέντης του (Ζακ Γαλιφιανάκης). Εκτονώνει την έντασή του επιδιδόμενος σε επιπόλαιο σεξ με την συμπρωταγωνίστριά του (η Άντρεα Ρίσμπορο του «W.E.»). Όταν η «Λέσλι» (Ναόμι Γουότς), η άλλη γυναίκα του θιάσου, φέρνει στην ομάδα τον σύντροφό της, ταλαντούχο θεατρικό ηθοποιό «Μάικ Σάινερ» (Έντουαρντ Νόρτον), ο Ρίγκαν αποδεικνύεται ανίκανος να καταπιέσει την επαγγελματική του ζήλεια. Επιτίθεται, στην αρχή φραστικά, στον Μάικ και όταν αντιλαμβάνεται ότι ο τελευταίος «την πέφτει» στην κόρη του, καταφεύγει στην χειροδικία. Από την άλλη συνειδητοποιεί ότι η καταξίωση στο σανίδι δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού οι εμπαθείς θεατρικοί κριτικοί τον «περιμένουν στην γωνία» (στοιχειωτική η Λίντσεϊ Ντάνκαν ως κριτικός των «Times»). Την φόρτιση επιτείνει η κατάθλιψή του και ο διάλογος, που έχει ανοίξει με τον Birdman: ο Ρίγκαν ακούει στο μυαλό του, τι φαντάζεται ότι θα του έλεγε ο ήρωας με την μπέρτα, ο οποίος ουσιαστικά τον αποτρέπει από το να εγκαταλείψει τον χώρο, που του χάρισε την διασημότητα για χάρη μιας αβέβαιης καλλιτεχνικής απόπειρας.
Ο Ρίγκαν Τόμσον αποτελεί το alter-ego του Μάικλ Κίτον. Και ο Κίτον έφτασε στο απόγειο της διασημότητας το 1992 με το «Batman Returns», υποδυόμενος έναν ήρωα κόμικ. Έκτοτε δεν κατάφερε να παίξει σε ταινία παρόμοιου βεληνεκούς και τα τελευταία χρόνια ζει αποσυρμένος από το κύκλωμα του Χόλιγουντ. Και ο Κίτον, όπως ο Ρίγκαν Τόμσον, διεκδικεί την φήμη των περασμένων ετών. Με τον ρόλο του ξεπεσμένου σταρ κατορθώνει μάλιστα να αποσπάσει την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα, κερδίζοντας προ ολίγων ημερών και την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στην κατηγορία μιούζικαλ-κωμωδία. Πρώτη φορά υποψήφια και η Έμα Στόουν, που λάμπει ως αποτυχημένα αποτοξινωθείσα με τάσεις αυτοκτονίας. Έχει στιγμές, που μένουν στο μυαλό, και στις σκηνές που μοιράζεται με τον Μάικλ Κίτον και στις σκηνές που μοιράζεται με τον Έντουαρντ Νόρτον, ο οποίος κερδίζει την τρίτη του οσκαρική υποψηφιότητα. Ο Νόρτον είναι απολαυστικός ως επιδειξίας ηθοποιός, που παρεξηγεί την «μέθοδο». Πλην των ανωτέρω, το φιλμ διεκδικεί συνολικά ακόμα έξι βραβεία (ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, φωτογραφίας, ήχου και ηχητικών εφέ). Μόνο το «Grand Budapest Hotel» είναι υποψήφιο φέτος και αυτό για εννιά χρυσά αγαλματίδια. Την παραζάλη του ήρωα ντύνουν μουσικά τα τζαζ ντραμς του Αντόνιο Σάντσεζ, αλλά και μελωδίες των Μορίς Ραβέλ, Σεργκέι Ραχμάνινοφ, Γκούσταβ Μάλερ και Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι.
Η ταινία αποτελεί σκηνοθετικό επίτευγμα του Αλεχάντρο Ινιαρίτου («Χαμένες Αγάπες» 2000, «21 Γραμμάρια» 2003, «Βαβέλ» 2006, «Biutiful» 2010). Το μοντάζ και η σκηνοθεσία δίνουν την εντύπωση ότι όλο το φιλμ έχει κινηματογραφηθεί με ένα μεγάλο γύρισμα. Αυτό το εύρημα του Ινιαρίτου αναδεικνύει η υποψηφιότητά του για Όσκαρ, όπως φέτος η Ακαδημία ξεχώρισε και την ιδέα του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ να γυρίσει το «Boyhood» σε δώδεκα χρόνια. Οι δύο σκηνοθεσίες απασχόλησαν την έναρξη των Χρυσών Σφαιρών (στο 7ο λεπτό):
https://www.youtube.com/watch?v=Aw-wODbjmZI
Η κάμερα του Ινιαρίτου είναι συνέχεια πάνω στους εγωπαθείς ήρωες του «Birdman», αδιαφορώντας για το περιβάλλον τους. Σχεδόν όλη η υπόθεση εκτυλίσσεται στα παρασκήνια του θεάτρου και στα μικροσκοπικά καμαρίνια του χώρου. Ο Ινιαρίτου ακολουθεί κατά πόδας τον θίασο στην σκηνή, στο fitting room, στην τουαλέτα, στο διάλειμμα για τσιγάρο στην ταράτσα, πάντα σε απόσταση αναπνοής. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μία ασφυκτική ατμόσφαιρα, η οποία ταιριάζει όμως απόλυτα στο σενάριο, που καταδεικνύει το «Υπέρ-Εγώ» των ηθοποιών. Όσοι είχαν ποτέ σχέση με καλλιτέχνη αναγνωρίζουν στην ταινία το ίδιον του ερμηνευτή, που μπερδεύει τον θαυμασμό με την αγάπη. Και στο «Begin Again»*****
https://www.youtube.com/watch?v=VJkuYkyj2Wk
ο σταρ τραγουδοποιός του Άνταμ Λιβάιν (frontman των Maroon 5) παρουσιάζεται ως ένας άντρας που αδυνατεί να κάνει μια γυναίκα πραγματικά ευτυχισμένη, όσο και αν προσπαθεί. Και ο «Ρίγκαν Τόμσον» (Μάικλ Κίτον) και ο «Μάικ Σάινερ» (Έντουαρντ Νόρτον) είναι οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του εαυτού τους, με τραγικά αποτελέσματα για την προσωπική τους ζωή. Ο Ινιαρίτου επισημαίνει την αδυναμία τους να ξεχωρίσουν την ζωή από το θέατρο, όπως τα μπλέκουν και οι Ματιέ Αμαλρίκ και Εμανουέλ Σενιέ στην κινηματογραφική διασκευή του «Venus in fur/La Venus a la fourrure»**** του Ρομάν Πολάνσκι του 2013.
Αριστούργημα*****, Πολύ καλό****, Καλό***, Ενδιαφέρον**, Μέτριο*, Κακό