Αξέχαστη ταινία του 1960 για όσους την έχουν δει, με καταπληκτικούς πρωταγωνιστές Yul Brynner, Steve McQueen, Charles Bronson, Robert Vaughan, James Coburn, Horst Buchholz, Eli Wallach,
Ήταν αναβίωση της ταινίας του 1954 Οι 7 Σαμουράι του Akira Kurosawa.
Αποτελεί ριμέικ της ιαπωνικής ταινίας των Επτά Σαμουράι (1954) του Ακίρα Κουροσάβα. Πρωταγωνιστούν οι Γιουλ Μπρίνερ, Ίλαϊ Γουάλακ, Στηβ ΜακΚουήν, Τσαρλς Μπρόνσον, Ρόμπερτ Βον, Τζέιμς Κόμπερν, Χορστ Μπούχολτζ και Μπραντ Ντέξτερ. Το 2013 η βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κογκρέσου χαρακτήρισε την ταινία ως αισθητικά, πολιτισμικά και ιστορικά σημαντική, και ότι την επέλεξε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των ΗΠΑ.[10]
Στην υπόθεση λενα μικρό μεξικανικό χωριό δέχεται κάθε χρόνο επιδρομή από μια συμμορία ληστών με ηγέτη τον διαβόητο Καλβέρα, που τους αρπάζει τη σοδειά τους, αφήνοντας το χωριό στην πείνα και στη φτώχεια. Μετά από την τελευταία επιδρομή και τη δολοφονία ενός χωρικού, τρεις χωρικοί αποφασίζουν ότι δεν πάει άλλο η κατάσταση με τους ληστές και ότι θα πρέπει να αντισταθούν. Έτσι πάνε στον γηραιότερο του χωριού για να ζητήσουν την συμβουλή του, ο οποίος τους λέει ότι μόνοι τους δεν μπορούν να διώξουν τον Καλβέρα χωρίς όπλα και θα πρέπει να πάνε στην πόλη για να τ' αγοράσουν. Έτσι οι τρεις χωρικοί με τα λιγοστά τους χρήματα κατεβαίνουν στην πόλη. Εκεί θα συναντήσουν τον Κρις Άνταμς, έναν περιπλανώμενο πιστολά και θα του ζητήσουν να τους βρει όπλα. Ο Κρις θα τους προτείνει καλύτερα να βρουν άντρες να μισθώσουν για την δουλειά παρά να αγοράσουν όπλα, που όπως χαρακτηριστικά τους λέει «Οι άντρες είναι πιο φθηνοί από τα όπλα».
Ο Κρις δέχεται να βοηθήσει τους τρεις χωρικούς και έτσι αναλαμβάνει να βρει μια ομάδα πιστολάδων που θα πάνε στο χωριό για να αντιμετωπίσουν τον Καλβέρα και την συμμορία του. Ο πρώτος που θα δεχτεί είναι ο Βιν Τάνερ που έμεινε απένταρος μετά από μια παρτίδα τζόγου. Ο δεύτερος είναι ο Χάρι Λακ, που πιστεύει οτι η αμοιβή θα είναι πιο μεγάλη στο τέλος. Ο τρίτος που θα ακολουθήσει είναι ο Ιρλανδο-Μεξικανός Μπερνάντο Ό Ράιλυ, που δέχεται να πάει επειδή του λείπει η δράση. Ο τέταρτος θα είναι ο Μπριτ, που είναι σπεσιαλίστας τόσο με μαχαίρι, όσο και με όπλο, ο οποίος το βλέπει ως πρόκληση. Ο πέμπτος είναι ο Λι, ένας πιστολέρο που τρέχει να κρυφτεί από τους εφιάλτες του και τους εχθρούς του. Ο έκτος θα είναι ο Τσίκο, ένας νεαρός πιστολέρο, που θέλει να αποδείξει στον Κρις οτι είναι ικανός για να γίνει πιστολάς. Ο Κρις στην αρχή αρνείται να τον πάρει μαζί του θεωρώντας τον άμυαλο και παιδαρέλι για να κάνει αυτό το επάγγελμα. Με την επιμονή όμως που δείχνει ο Τσίκο θα κάνει τον Κρις να δεχτεί και να τον βάλει στην ομάδα του.
Φτάνοντας στο χωριό, συνεργάζονται με τους χωρικούς για να χτίσουν οχυρώσεις και να τους εκπαιδεύσουν για να αμυνθούν. Παρατηρούν την έλλειψη γυναικών στο χωριό, έως ότου ο Τσίκο σκοντάφτει στην νεαρή Πέτρα και ανακαλύπτει ότι οι γυναίκες ήταν κρυμμένες φοβουμένες ότι οι πιστολάδες θα τις βιάσουν. Οι επτά πιστολάδες αρχίζουν να συνδέονται με τους χωρικούς και η Πέτρα ακολουθεί τον Τσίκο. Όταν ο Μπερνάρντο επισημαίνει ότι έχουν την επιλογή φαγητού, τότε το μοιράζονται με τα παιδιά του χωριού.
Τρεις από τους άντρες του Καλβέρα αποστέλλονται στο χωριό και εξαιτίας ενός λάθους του Τσίκο, οι επτά πιστολάδες αναγκάζονται να σκοτώσουν και τους τρεις αντί να συλλάβουν τουλάχιστον τον έναν. Μερικές μέρες αργότερα ο Καλβέρα και οι ληστές του φτάνουν στο χωριό. Οι επτά πιστολάδες και οι χωρικοί σκοτώνουν άλλους οκτώ ληστές και οι υπόλοιποι τρέχουν έξω από την πόλη. Οι χωρικοί γιορτάζουν το γεγονός, πιστεύοντας ότι ο Καλβέρα δεν θα επιστρέψει. Αλλά ο Τσίκο διεισδύει στο στρατόπεδο του Καλβέρα και μαθαίνει ότι αυτός θα επιστρέψει, καθώς οι άντρες του δεν έχουν φαγητό.
Κάποιοι φοβισμένοι χωρικοί καλούν τότε τους πιστολάδες να φύγουν. Αν και μερικοί δέχονται, ο Κρις όμως επιμένει ότι θα παραμείνουν, απειλώντας ακόμη και να σκοτώσουν όποιον προτείνει να σταματήσει η μάχη. Οι επτά πιστολάδες αποφασίζουν να κάνουν μια αιφνιδιαστική επιδρομή στο στρατόπεδο του Καλβέρα, αλλά το βρίσκουν εγκαταλειμμένο. Επιστρέφοντας στο χωριό, πιάνονται από τον Καλβέρα και τους άντρες του, οι οποίοι νωρίτερα είχαν συγκρουστεί με μερικούς από τους χωρικούς. O Καλβέρα σώζει τις ζωές των επτά πιστολάδων, πιστεύοντας ότι αυτοί έχουν μάθει ότι δεν αξίζουν να αγωνιστούν για τους αγρότες και τους παίρνει τα όπλα. Καθώς ετοιμάζονται να φύγουν, ο Κρις και ο Βιν παραδέχονται ότι έχουν συνδεθεί συναισθηματικά με το χωριό. Ο Μπερνάρντο θυμώνει επίσης όταν τα αγόρια που έγιναν φίλοι του αποκαλούν τους γονείς τους δειλούς. Ο Τσίκο δηλώνει ότι μισεί τους χωρικούς.
Οι επτά πιστολάδες συνοδεύονται απο τους ληστές σε μικρή απόσταση από το χωριό, όπου τους επιστρέφονται τα όπλα. Συζητούν την επόμενη κίνηση τους και όλοι εκτός από τον Χάρι, ο οποίος πιστεύει ότι η προσπάθεια θα είναι μάταιη και αυτοκτονική. Τελικά συμφωνεί να επιστρέψει και να πολεμήσει.
Οι επτά πιστολάδες διεισδύουν στο χωριό και ξέσπα μια μεγάλη μάχη. Ο Χάρι, επιστρέφει εγκαίρως για να σώσει τη ζωή του Κρις, αλλά πυροβολείται θανάσιμα. Ο Χάρι παρακαλεί τον Κρις να του πει για ποιον λόγο αγωνίστηκαν και ο Κρις ψεύδεται κάνοντας λόγο για ένα κρυφό ορυχείο χρυσού. Ο Χάρι χαμογελά πριν πεθάνει. Ο Λι βρίσκει το θάρρος να πολεμήσει μπαίνοντας σε ένα σπίτι που κρατούνται αρκετοί χωρικοί, πυροβολώντας τους ληστές, αλλά πυροβολείται καθώς φεύγει. Ο Μπερνάρντο, προσπαθώντας να προστατεύσει τα αγόρια, τραυματίζεται θανάσιμα και καθώς πεθαίνει λέει στα αγόρια να είναι περήφανοι για το πόσο γενναία πολέμησε ο πατέρας τους. Ο Μπρίτ πεθαίνει μετά από μια ανταλλαγή πυρών με πολλούς ληστές. Ο Κρις πυροβολεί τον Καλβέρα, ο οποίος τον ρωτάει: «Επέστρεψες ... σε ένα μέρος σαν αυτό; Γιατί; Ένας άντρας σαν εσένα; Γιατί;» Τελικά ο Καλβέρα πεθαίνει χωρίς να λάβει απάντηση απο τον Κρις. Οι υπόλοιποι ληστές φεύγουν.
Οι τρεις επιζώντες πιστολάδες βγαίνουν έξω από την πόλη. Καθώς σταματούν στην κορυφή ενός λόφου με θέα το χωριό, ο Τσίκο αποφασίζει να παραμείνει στο χωριό, συνειδητοποιώντας ότι θέλει να μείνει με την Πέτρα. Ο Κρις και ο Βιν αποχαιρετούν τον γέρο του χωριού, ο οποίος τους λέει ότι μόνο οι χωρικοί έχουν κερδίσει, ενώ οι πιστολάδες είναι σαν τον άνεμο που φυσάει στη γη και περνάει. Καθώς περνούν από τους τάφους των συντρόφων τους, ο Κρις παραδέχεται, «Ο Γέροντας είχε δίκιο. Μόνο οι αγρότες κέρδισαν. Εμείς χάσαμε. Πάντα θα χάνουμε»