Κείμενο από τον Κωστή Δ. Μπίτσιο
«Δεσποινίς Τζούλια/Miss Julie»***
Η 77χρονη καταξιωμένη Νορβηγίδα ηθοποιός Λιβ Ούλμαν (μούσα του Ίνγκριντ Μπέργκμαν) δεν σκηνοθετεί πρώτη φορά για το κινηματογραφικό πανί. Αυτή η ταινία φαντάζει ως η πιο φιλόδοξη όμως. Έχοντας στο καστ τρεις καλούς ηθοποιούς (Τζέσικα Τσαστέιν, Κόλιν Φάρελ και Σαμάνθα Μόρτον) και με το σενάριό της να βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σουηδού συγγραφέα Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1849-1912), η Ούλμαν προσπαθεί να κάνει το θέατρο κινηματογράφο. Δεν το πετυχαίνει απόλυτα.
Η «Δεσποινίδα Τζούλια» έχει ξαναγυριστεί για το σινεμά. Ενδεικτικά αναφέρεται το φιλμ του 1951 του Σουηδού Αλφ Σόμπεργκ (1903-1980) με τον Μαξ φον Σίντοου στο καστ. Το έργο του Στρίντμπεργκ για την πάλη των δύο φύλων και την κοινωνική ανισότητα διαδραματίζεται μια βραδιά στην κουζίνα ενός αρχοντικού. Η σκηνοθέτις έχει μεταφέρει την δράση στην Ιρλανδία του 1890. Η δίωρη διάρκεια της ταινίας, το ολιγοπρόσωπο του θιάσου, τα ασφυκτικά πλαίσια του κειμένου κάνουν την ταινία κουραστική. Εκεί που τα καταφέρνει καλύτερα η Ούλμαν είναι στο πολιτικό σχόλιο του έργου. Αντί να επικεντρωθεί μόνο στην μάχη των δύο φύλων και στο πως ο άξεστος βαλές Τζον ξυπνά το πάθος στην σαδίστρια αφεντικίνα Τζούλια, η Ούλμαν βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναδείξει το επίκαιρο πολιτικό μήνυμα του έργου. Στην σύγχρονη εποχή όπου η ιδέα της νέας τάξης πραγμάτων κλονίζεται συθέμελα και αποδεικνύεται φενάκη, το έργο του Στρίντμπεργκ ξεχωρίζει, αφού θέτει διαρκώς το κεντρικό ζήτημα: όλα είναι θέμα πολιτικής. Η Τζούλια και ο Τζον προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ξεκινούν από διαφορετική θέση. Το μεταξύ τους παιχνίδι δεν είναι απλά ερωτικό ή σεξουαλικό. Είναι πρωτίστως παιχνίδι εξουσίας. Ο φτωχός υπηρέτης και η πλούσια κυρά έχουν διαφορετικά κίνητρα, αν και παλεύουν και οι δύο για εξουσία. Η «λαίδη» διατάζει τον βαλέ του πατέρα της Τζον. Ο Τζον εξουσιάζει την μαζοχίστρια μαγείρισσα Κάθλιν. Τον «αλήτη» διακατέχει ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, ενώ η πάντα παρούσα αύρα του πατέρα βαρόνου υποδηλώνει το σύστημα, που στο τέλος πάντα νικά. Το έργο του Στρίντμπεργκ είναι απαισιόδοξο, αλλά ειλικρινές. Θέτει όλες τις προθέσεις, τους χαρακτήρες, τους μοχλούς κίνησης: ο έρωτας, το σεξ, η οικογένεια, η θρησκεία, το χρήμα, η εξουσία. Για αυτό μαγεύει ως σήμερα.
Αν εξαιρέσεις τις δραματουργικές αδυναμίες της ταινίας, μπορείς να αναγνωρίσεις την αξία των ερμηνειών του φιλμ. Και οι τρεις γυναίκες της παραγωγής (Ούλμαν, Τσαστέιν, Μόρτον) έχουν προταθεί από δύο φορές για Όσκαρ. Η Τζέσικα Τσαστέιν αποδεικνύει και φέτος την ευρεία ερμηνευτική της γκάμα. Έπαιξε επιστημονική φαντασία: «Interstellar», ντύθηκε μία κομψή δυναμική περσόνα ως σύχρονη Φέι Νταναγουέι: «A Most Violent Year - Στα Χρόνια της ΒίαςMost Violent Year - Στα Χρόνια της Βίας», , αποκάλυψε την ευαίσθητη πλευρά της: «The Disappearance of Eleanor Rigby: Her - Η Εξαφάνιση της Eleanor Rigby: Εκείνη». Σε όλα απολαυστική και διαφορετική. Ως Τζούλια ντύνεται ένα όμορφο τέρας.
Ο Κόλιν Φάρελ στο πλάι της δίνει μία καλή ερμηνεία, μη βασιζόμενος αποκλειστικά στην ομορφιά του. Ο Τζον του ταιριάζει, αφού είναι Ιρλανδός και φιλόδοξος. Η σεξουαλικότητα του Φάρελ ξεχειλίζει, αλλά αυτό που τραβά την προσοχή είναι και εδώ το «πειραγμένο» βλέμμα του. Η θεούσα Κάθλιν της Σαμάνθα Μόρτον αποτελεί μία περσόνα, που η Ούλμαν αντιμετωπίζει ισοδύναμα και της δίνει χώρο στο φιλμ. Η Μόρτον κινείται άνετα στους διαδρόμους και στα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού. Υποδύεται σπαρακτικά την ερωτευμένη γυναίκα, που στην απελπισία της, αφού χάνει το όνειρο, που νόμισε ότι αγκάλιασε, βρίσκει καταφύγιο στην εκκλησία. Η φωτογραφία του Μικαΐλ Κρίκμαν («Λεβιάθαν»), το μοντάζ του Μιχάλ Λετσιλόφσκι («Λίλια για πάντα»), τα σκηνικά της Χέδερ Γκρίνλις («Game of Thrones», «Dracula Untold», «Philomena»), τα κοστούμια της Κονσολάτα Μπόιλ («Η Βασίλισσα», «Philomena») και οι μουσικές του Σούμπερτ και του Μπαχ συμβάλλουν στις συναισθηματικές μετατοπίσεις του θεατή.
Αριστούργημα*****, Πολύ καλό****, Καλό***, Ενδιαφέρον**, Μέτριο*, Κακό