Γηροκομείο στα Χανιά: Ανατριχίλα, κάποιοι έκαναν τα στραβά μάτια

Γηροκομείο στα Χανιά: Ανατριχίλα, κάποιοι έκαναν τα στραβά μάτια

Κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι μία περιφέρεια στην Κρήτη, που επί τόσα χρόνια διενεργούσε ελέγχους, ή θα έπρεπε να διενεργεί ελέγχους σε ένα γηροκομείο-στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό.

Το πλήθος των αποκαλύψεων, προκαλεί ανατριχίλα, προκαλεί τρόμο και ερωτηματικά για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς που έκλεισαν τα μάτια σε πράξεις και παραλείψεις ανθρώπων που φρόντιζαν επί σειρά ετών να κάνουν τη ζωή αβοήθητων ανθρώπων κόλαση.

Είναι τέτοιος ο όγκος των καταγγελιών, των μαρτυριών ανθρώπων που είχαν συγγενείς στο κολαστήριο και των μαρτυριών ανθρώπων που εργάστηκαν εκεί κάτω από σαφείς οδηγίες, ώστε ανασύρουν από τη μνήμη άλλες εποχές σε άλλους τόπους.

Παρακαλούσαν να πεθάνουν
Είναι τέτοιος ο όγκος των καταγγελιών, για πείνα, ξύλο, κακομεταχείριση ώστε όχι μόνο τα επιχειρήματα της υπεράσπισης των κατηγορουμένων ξεθωριάζουν όπως τα μάτια μίας γιαγιάς που θολώνουν από τα δάκρυα, αλλά πολύ περισσότερο, στερούν από κάθε δικαιολογία τους αιρετούς εκείνους δημόσιους υπάλληλους που δεν είδαν, δεν άκουσαν, ούτε μύρισαν τον τρόμο των υπέργηρων ανθρώπων που παρακαλούσαν να πεθάνουν μία ώρα αρχύτερα.

Η συνήγορος των οικογενειών και πρώτη καταγγέλλουσα για την υπόθεση του γηροκομείου, Μαρία Παπαδάκη, λέει: «Στη συγκεκριμένη δομή ο στόχος ήταν να διατηρείται πολύ χαμηλό το κόστος φροντίδας των ηλικιωμένων. Με βάση τη δικογραφία, το κόστος σίτισης κάθε ηλικιωμένου ήταν στα 0,55 λεπτά την ημέρα ανά άτομο. Η αμοιβή τους ήταν από 900-1200 ευρώ το μήνα. Στόχος ήταν να μη φεύγει ο ασθενής από τη δομή, παρά μόνο νεκρός. Γιατί αν πήγαινε στο νοσοκομείο θα αποκαλυπτόταν η κακοποίηση. Η λίστα αναμονής ήταν τεράστια, ένας πέθαινε και έμπαινε ο επόμενος. Είναι μεγάλη και η ευθύνη των γιατρών».

Φοβούνται να γεράσουν
Τα έφερε έτσι η εποχή ώστε κάποιοι στην Ελλάδα να φοβούνται να γεράσουν, όχι γιατί θα τους πετάξει κάποιος συγγενής σε γηροκομείο, αλλά επειδή αυτή τη χώρα σταμάτησε να νοιάζεται. Και δέχονται το τελικό χτύπημα τη στιγμή που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη για βοήθεια.

Είναι η βία διάχυτη σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας, από το δρόμο που θα διασχίζουν για να φθάσουν στην τράπεζα να πάρουν τη σύνταξη, να ψωνίσουν τα ελάχιστα για να συντηρηθούν, να τα φέρουν πέρα με τις αρρώστειες και την εξάντληση του οργανισμού από τα τόσα φάρμακα, μέχρι τη στιγμή που θα τους ξαπλώσουν στο φορείο με κατεύθυνση το νοσοκομείο.

Η χώρα είναι για όσους μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, οι μηχανισμοί έτσι λειτουργούν, ποτέ αυτό δεν θα αλλάξει, κανένα κακώς κείμενο δεν βελτιώνεται, από τον αφύλακτη διάβαση στην οποία θα θυσιαστεί ένας πεζός, από κακοτεχνίες σε έργα υποδομής, από αδιαφορία σε ανθρώπινες δομές, επιφορτισμένων να μεριμνούν και να σώζουν ανθρώπους.

Ηταν γυμνή
Η κατάθεση μίας γυναίκας που είχε στο γηροκομείο την πεθερά της και τη βρήκε σε εξαθλιωτική κατάσταση κατά τη διάρκεια ενός επισκεπτηρίου.
«Σηκώνω το σεντόνι και τη βλέπω. Ήταν γυμνή. Της μιλούσα και δεν με άκουγε. Η εικόνα της μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό. Ήταν 45 περίπου κιλά. Έβλεπες μόνο κόκαλα, είχε λιώσει, ενώ στο δέρμα της είχε και μπλαβάδες. Ο σύζυγός μου βούρκωσε». Άλλη γυναίκα, που είχε τον πατέρα της στο γηροκομείο κατήγγειλε πως δεν την άφηναν να τον δει και όταν τελικά τα κατάφερε, τον είδε δεμένο σε μία καρέκλα μη έχοντας καμία επαφή με το περιβάλλον του.

Η τελευταία επίκληση
Οσο πλησιάζει η ώρα της φυγής, τόσο το κράτος απομακρύνεται από κοντά τους. Είναι η στιγμή που ακόμη και σε τόσο προχωρημένη ηλικία, οι άνθρωποι αυτοί, σε ένα γηροκομείο βασανισμένοι, σε ένα νοσοκομείο, σε ράντζο παρατημένοι, θυμούνται τη μορφή τη μητέρα τους και την φωνάζουν. Στα Χανιά μία γιαγιά βρήκε τη δύναμη να φωνάξει το όνομα του γιου της.

Με κρύο νερό
Η Κική Στεφανίδου, πρώην εργαζόμενη της δομής: «Όταν πήγα ξεκινήσαμε κατευθείαν τη δουλειά. Μας έλεγαν ότι παρακολουθούμε τους υπεύθυνους βάρδιας και μαθαίνουμε από αυτούς. Εγώ πήγα σαν βοηθός νοσηλευτή, θα εκπαιδευόμουν εκεί. Μιλούσα από την αρχή, ρωτούσα. Τους έπλεναν με κρύο παγωμένο νερό τους ανθρώπους και έκλαιγαν. Έπλενα σε μία ώρα 20 ηλικιωμένους. Φανταστείτε ταχύτητες. Οι γιατροί ήταν ανύπαρκτοι. Ερχόταν ο παθολόγος κάθε Τρίτη και Πέμπτη από τις 13.30 μέχρι τις 14.10 και ερχόταν ο ψυχίατρος όταν ήταν να πείσει τους συγγενείς ότι όλα ήταν καλά. Ερχόταν μία φορά την εβδομάδα, ένα 40λεπτο. Τους έβλεπε από μακριά, ούτε που πλησίαζε τους ηλικιωμένους, το ίδιο και ο παθολόγος. Πέρασε ένα δίμηνο μέχρι να καταλάβω τι γίνεται και που βρίσκομαι. Είχα ενοχληθεί που δε φρόντιζαν τους ανθρώπους. Μου έβαζαν συνέχεια δουλειές για να μην πάω κοντά στους ηλικιωμένους. Τελικά απολύθηκα. Είχε στηθεί ολόκληρη ενέδρα, είχα το ρεπό μου, με πήραν ότι πρέπει να πάω επειγόντως, και με κατηγόρησαν για κακοποίηση ηλικιωμένου. Αυτό γράφει στην απόλυσή μου».

Προσωρινά κρατούμενοι
Προφυλακιστέοι κρίθηκαν οι ιδιοκτήτρια και η συνδιαχειρίστρια κόρης της, ο γιατρός που ήταν και υγειονομικός υπεύθυνος του οίκου ευγηρίας και ο ψυχίατρος. Ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης αφέθηκαν οι δυο νοσηλευτές και ο διοικητικός υπάλληλος.

Η απόφαση ελήφθη μετά από περίπου 22 ωρες διαδικασίας καθώς οι απολογίες των επτά κατηγορουμένων άρχισαν διαδοχικά από τις 7.00 το πρωί του Σαββάτου και ολοκληρώθηκαν στη 1.00 μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής.

In.gr