Πέθανε η Ροζίτα Σώκου

Πέθανε η Ροζίτα Σώκου

Η κόρη της Ιρένε Μαραντέι έγραψε στο διαδίκτυο

Σήμερα Τρίτη 14 Δεκεμβρίου στις 8.35 π.μ. πέθανε η μητέρα μου Ροζίτα Σώκου, στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα όπου νοσηλευόταν εδώ και λίγες ημέρες με κορωνοϊό. Σύμφωνα με την επιθυμία της, θα γίνει αποτέφρωση σε κλειστό κύκλο χωρίς συμμετέχοντες και αργότερα που θα έχω γίνει και γω καλά, θα κάνουμε ένα πάρτυ με τους φίλους για το σκόρπισμα της τέφρας και το κατευώδιο.

Γεννημένη στις 9.9.1923, είχε πρόσφατα γιορτάσει τα 98α της γενέθλια και είχε μόλις ολοκληρώσει τη 2η, επαυξημένη και βελτιωμένη έκδοση της μνημειώδους αυτοβιογραφίας της με τίτλο "Ο αιώνας της Ροζίτας". Τον αιώνα βέβαια δεν τον έφτασε, αλλά καλύτερα για κείνη, γιατί ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και ταλαιπωρημένη. Λυπάμαι που δεν μπόρεσε να έχει έναν ήσυχο θάνατο στο σπίτι της, με τους δικούς της ολόγυρα. Αλλά τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε.

Δεν σας γράφω περισσότερα γιατί κι εγώ είμαι σε δύσκολη κατάσταση στο νοσοκομείο. Μη γράψετε πολλές κακίες και ανακρίβειες αν μπορείτε. Αυτά πονάνε πολύ. Στο κανάλι Ροζίτα Σώκου στο youtube θα βρείτε ενδιαφέρον και χρήσιμο υλικό.

211214155642 Screenshot 9

Η Ροζίτα Σώκου γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1923 στην Πλάκα και μεγάλωσε στο Ψυχικό. Ήταν κόρη του δημοσιογράφου, θεατρικού συγγραφέα και εκδότη Γεωργίου Σώκου και της Τιτίκας Μιχαηλίδου, με καταγωγή από τη Σμύρνη. Παρακολουθούσε από νηπιακής ηλικίας μαζί με τον παππού της Φώτη Μιχαηλίδη, μανιώδη θεατρόφιλο και κινηματογραφόφιλο, τις κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις που παίζονταν στην Αθήνα. Το 1937 πέθανε ο πατέρας της ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια και εκείνη ξεκίνησε να εργάζεται ως μεταφράστρια και καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Το 1957 παντρεύτηκε τον Ιταλό δημοσιογράφο Μάνλιο Μαραντέι (Manlio Maradei) και αναχώρησε για την Ιταλία. Το 1958 απέκτησε την κόρη της Ιρένε και το 1961 επέστρεψε μαζί της στην Ελλάδα. Είχε δύο εγγόνια, τον Τανκρέντι-Εμίλιο (1993) και τη Λαβίνια-Φαρίντα (1997). Ζει στην Αθήνα.

Σπουδές
Τελείωσε το Αρσάκειο Γυμνάσιο Θηλέων, τις τάξεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών με δάσκαλο τον Ροζέ Μιλλιέξ και πήρε το Cambridge Diploma of English Studies από το Βρετανικό Συμβούλιο. Μόλις ολοκλήρωσε το σχολείο, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Άφησε τη σχολή μόλις γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη και ίδρυσε μαζί του έναν ερασιτεχνικό όμιλο. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής παρακολουθούσε μαθήματα στη θεατρική σχολή του Βασίλη Ρώτα. Καθηγητές της υπήρξαν εκτός από τον ίδιο ο γλύπτης Απάρτης, η θεατρολόγος Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο Γιαννούλης Σαραντίδης στη θεατρική τέχνη, ο σκηνογράφος και ζωγράφος Τσαρούχης, ο ενδυματολόγος Αντωνάκης Φωκάς. Ορισμένοι από τους συμμαθητές της ήταν: οι τρεις αδελφοί Ξενάκη (Γιάννης, Ιάσων και Κοσμάς), ο Νίκος Γεωργιάδης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Μίνως Βολανάκης, ο Μάνος Ζαχαρίας. Μετά την απελευθέρωση πήγε στην Αγγλία, όπου παρακολούθησε έναν θερινό κύκλο μαθημάτων με θέμα τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα στο κολλέγιο Lady Margaret Hall του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Υπήρξε μια από τις πρώτες Ελληνίδες γυναίκες δημοσιογράφους. Άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την κινηματογραφική κριτική το 1946. Εργάστηκε στο περιοδικό Χόλλυγουντ, στις εφημερίδες Οι καιροί (1948-1950), Ανεξαρτησία (1949), Βραδυνή (1949-1955) και συγχρόνως στην Athens News (1952-1980). Το 1953 η Ελένη Βλάχου, που ως τότε έγραφε η ίδια την κινηματογραφική κριτική της Καθημερινής, της παρέδωσε τη στήλη, την οποία η Σώκου διατήρησε για αρκετά χρόνια, συνεργαζόμενη και με τα περιοδικά Εκλογή και Εικόνες.

Όταν έναν χρόνο αργότερα πήγε στην Ιταλία, διατήρησε τη συνεργασία της με την Ελένη Βλάχου στο περιοδικό Εκλογή. Εκεί γνώρισε τον γελοιογράφο Γιάννη Κυριακόπουλο (κατά κόσμον ΚΥΡ), τον οποίο σύστησε στην Ελένη Βλάχου. Επιστρέφοντας το 1961 στην Ελλάδα, στήριξε τη δημιουργία της Μεσημβρινής (1961-1965).

Συνεργάστηκε επί χρόνια με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, γράφοντας φυλλάδια και παρουσιάζοντας ταινίες πριν από τις Κυριακάτικες προβολές τους.

Μετά το πραξικόπημα του 1967, η Ελένη Βλάχου έκλεισε την Καθημερινή φεύγοντας στο εξωτερικό και η Ροζίτα Σώκου αποτέλεσε το ένα από τα δύο στελέχη της εφημερίδας που αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συλλογική μήνυση κατά της Βλάχου. Με την υπογραφή της θα συνομολογούσε πως είχε άδικο η Ελένη Βλάχου όταν υποστήριζε πως υπό το υφιστάμενο καθεστώς ήταν αδύνατον να συνεχιστεί η έκδοση μιας αντικειμενικής εφημερίδας. Για την άρνησή της αυτή, η Σώκου πέρασε από πειθαρχικό συμβούλιο, όπου απειλήθηκε με διαγραφή από την ΕΣΗΕΑ. Στη συνέχεια συνεργάστηκε στη δημιουργία του περιοδικού του Γιάννη Πουρνάρα Επίκαιρα, καθώς και στο Πρώτο. Το 1968 πήγε για λογαριασμό του τελευταίου σε αποστολή στη Σοβιετική Ένωση και στο Χόλυγουντ.

Από το 1969 έως το 2005 διήρκεσε η συνεργασία της με την εφημερίδα Ακρόπολη. Από το 1970 προστέθηκε και η Απογευματινή. Έγραφε κριτική κινηματογράφου, θεάτρου, μπαλέτου. Διατηρούσε διάφορες προσωπικές σελίδες με χρονογραφήματα, πορτρέτα καλλιτεχνών ή αναμνήσεις, καθώς και ανταποκρίσεις από κινηματογραφικά και θεατρικά φεστιβάλ. Στις ανταποκρίσεις της έδινε αγώνα να βοηθήσει ταλαντούχους δημιουργούς που θεωρούσε ότι αδικούνταν από το κατεστημένο.

Όταν η Καθημερινή ξανάρχισε την κυκλοφορία της, η Σώκου έγραφε έως το 1987 στο κυριακάτικο φύλλο με το ψευδώνυμο Ειρήνη Σταύρου. Για ένα διάστημα έγραφε στο Έθνος της Κυριακής και στον Κόσμο του Επενδυτή. Επί χρόνια διατηρούσε σελίδα στο περιοδικό Παιδί και Νέοι γονείς. Από το 1984 έως το 2006 ανέλαβε μια σελίδα στο εβδομαδιαίο περιοδικό Τηλέραμα, όπου προσπαθούσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα που της έθεταν οι αναγνώστες.

Είχε τη δική της εκπομπή με συνεντεύξεις ανθρώπων που μιλούσαν για τα θετικά και τα αρνητικά του επαγγέλματός τους. Είχε ακόμα μία εκπομπή ποικίλης ύλης μαζί με τον Κώστα Φέρρη με τίτλο Λίθοι και κέραμοι.

Στην τηλεόραση έγινε γνωστή με την εκπομπή ταλέντων Να η ευκαιρία που σημείωσε μεγάλη τηλεθέαση (1977-1983), ως μέλος της κριτικής επιτροπής, όπου ξεχώριζε για την καλλιέργεια και την αμεσότητά της.

CNN.gr