«Βασίλισσα» της ελληνικής οικονομίας η βιομηχανική παραγωγή πριν από τρεις δεκαετίες, με τον καιρό έχασε τη δυναμική της, πέφτοντας σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Έτσι, στις ημέρες μας, η εγχώρια παραγωγή, εάν από αυτήν αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, καλύπτει ποσοστό μόλις 26% της εσωτερικής κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο 74% ικανοποιείται από τις εισαγωγές.
Η πικρή αυτή αλήθεια, που προκύπτει από έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, οδηγεί στην αδήριτη ανάγκη της ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα της Ελλάδας, προκειμένου να εξέλθει η χώρα από την κρίση και να δημιουργηθούν οι συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης.
Η γενική εικόνα είναι ότι η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 19,5% την περίοδο 1995-2015.
Πίσω από τη συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα βρίσκεται η υψηλή και παρατεταμένη ανακολουθία κόστους εργασίας και παραγωγικότητας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί τη βασική αιτία των υψηλών ποσοστών ανεργίας στη χώρα. Μόνο κατά την περίοδο 1995-2010, το μέσο ετήσιο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 117% και η παραγωγικότητα μόλις κατά 9%, σύμφωνα με την έρευνα του ΚΕΕΜ, η οποία επικεντρώνεται στον νευραλγικό για την ελληνική οικονομία κλάδο της μεταποίησης.
Αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι η δραματική μείωση των επενδύσεων, του αριθμού των μεταποιητικών επιχειρήσεων και του αριθμού των απασχολουμένων, ενώ πτωτική πορεία παρουσιάζει και η ακαθάριστη αξία παραγωγής της μεταποίησης.
Ο υπεύθυνος για τη μελέτη, ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Χαλικιάς, περιγράφει στη «Ν» τι κατά τη γνώμη του πήγε στραβά στην ελληνική βιομηχανία, επιχειρώντας να αναλύσει τις εξελίξεις που οδήγησαν… στην έλευση της τρόικας.
Μεγαλύτερη προσπάθεια
Όπως επισήμανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, η αύξηση που παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη Βιομηχανία είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι ανάκαμψης, η χώρα, όμως, χρειάζεται περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή αλλά και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων. «Η ελληνική βιομηχανία, αυτή τη στιγμή, δυστυχώς θεωρείται ένας σχετικά μικρός σε μέγεθος κλάδος στην ελληνική οικονομία όπου κυριαρχούν οι υπηρεσίες», ανέφερε ο κ. Μίχαλος, προσθέτοντας ότι η χώρα χρειάζεται μία νέα βιομηχανική πολιτική που εν κατακλείδι θα συμβάλει στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και ταυτόχρονα θα παρέχει υψηλής ποιότητας προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές και υψηλής εξειδίκευσης και πλήρους απασχόλησης θέσης εργασίας, υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ.
Στασιμότητα και πτώση
Ειδικότερα, στη μελέτη του ΠΣΕ και του ΕΒΕΑ διαπιστώνεται στασιμότητα και στη συνέχεια μεγάλη μείωση του κλάδου της ελληνικής μεταποίησης κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Η ελληνική βιομηχανία σημείωσε τις καλύτερες επιδόσεις της τη δεκαετία του ‘70, όταν συμμετείχε στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) με ποσοστό περίπου 20% και με σχεδόν 400.000 εργαζόμενους ή 12% του συνόλου των απασχολουμένων. Σήμερα, το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ έχει περιοριστεί σε 5,4% με 168.000 θέσεις εργασίας ή 4,5% του συνόλου των απασχολουμένων.
* Τα τελευταία 20 χρόνια ο κλάδος της ελληνικής μεταποίησης σημειώνει στασιμότητα και στη συνέχεια ραγδαία μείωση. Ειδικότερα, κατά την προ της οικονομικής κρίσης περίοδο, 1995 - 2007, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής ήταν μόλις +0,6%, και από το 2008, έτος που σημειώθηκε η πρώτη ύφεση, έως και το 2013, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της βιομηχανικής παραγωγής ήταν -6,3%. Έτσι, σωρευτικά κατά την περίοδο 2008 - 2013 η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά 30,3% και μόνο κατά τα έτη 2014 και 2015 αυξήθηκε κατά 1,8% και 1,9%, αντίστοιχα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1995 - 2015 η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 19,5%.
* Αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι η δραστική μείωση των επενδύσεων, του αριθμού των μεταποιητικών επιχειρήσεων και του αριθμού των απασχολουμένων. Οι επενδύσεις, έπειτα από θεαματική αύξηση κατά την περίοδο 1995 - 2000, ακολουθούν πτωτική πορεία έως το 2005, και ύστερα από ανάκαμψη κατά έτη 2006, 2007 και 2008 (που οφείλεται στις επενδύσεις των κλάδων Πετρελαίου & Άνθρακα και Χημικών & Φαρμακευτικών Προϊόντων) συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις το 2013 να διαμορφωθούν στα επίπεδα του 1995.
Παράλληλα, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις από 5.814 το 1995 περιορίστηκαν σε 2.845 το 2013 και χάθηκαν 82.090 θέσεις εργασίας (1995: 250.437 απασχολούμενοι, 2013: 168.347 απασχολούμενοι).
* Σημαντική μείωση σημείωσε και η προστιθέμενη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Κατά την περίοδο 1995 - 2004, η προστιθέμενη αξία αποτελούσε περίπου το 36% - 40% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από το 2005 το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς και περιορίστηκε σε 22% και 23% κατά τα έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα τη μείωση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 1995-2001, το ποσοστό του ΑΕΠ που προερχόταν από τον μεταποιητικό τομέα ήταν πάνω από 7%. Από το 2002 το ποσοστό συμμετοχής συνεχώς μειώνεται και διαμορφώθηκε σε 4,9% και 5,4% κατά τα έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα.
* Κύρια αιτία της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας όπως προκύπτει από τον δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας (ΜΚΕ) που αποτελεί και τον βασικό δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας της μεταποίησης. Το ΜΚΕ αυξήθηκε σωρευτικά στην περίοδο 1995 - 2011 κατά 86%, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,9%, όταν ο αντίστοιχος δείκτης του ΜΚΕ στις χώρες της Ε.Ε. αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,9%. Αποτέλεσμα ήταν τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν, σωρευτικά και σε σχετικούς όρους, κατά 43% πιο ακριβά από τα προϊόντα των ανταγωνιστών μας. Η μείωση των μισθών και ημερομισθίων που επιβλήθηκε από τους πιστωτές με τα προγράμματα προσαρμογής οδήγησε σε μείωση του ΜΚΕ και βελτίωση του Σχετικού ΜΚΕ κατά τα έτη 2011 - 2013, με αποτέλεσμα να αντισταθμίσει περίπου το 50% της απώλειας της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.
«Κλειδί» οι εξαγωγές
Στη μελέτη οι αναλυτές ξεκαθαρίζουν πως οι εξαγωγές είναι η μόνη λύση για την επιβίωση των μεταποιητικών επιχειρήσεων και ειδικότερα για την περίοδο που η χώρα μας μαστίζεται από την οικονομική κρίση και η εσωτερική κατανάλωση συνεχώς συρρικνώνεται. Έπειτα από συνεχή αύξηση των εξαγωγών κατά την περίοδο 1995-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +6,4%, ακολουθεί μείωση κατά 17,5% το 2009 λόγω της διεθνούς κρίσης. Έκτοτε, οι εξαγωγές μεταβάλλονται με θετικό ρυθμό σημειώνοντας σωρευτική αύξηση 44,4% στην περίοδο 2009-2016. Εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, που οι τιμές τους έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία έτη, η εικόνα είναι ακόμα καλύτερη. Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 2013 (αρχή της πτώσης της τιμής του πετρελαίου) έως το 2016, οι συνολικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ οι εξαγωγές των λοιπών κλάδων, εκτός πετρελαιοειδών, αυξήθηκαν κατά 11,7%. Κατά το έτος 2016, με εξαίρεση τον κλάδο Πετρέλαιο & Άνθρακα, που οι εξαγωγές πλησίασαν τα 7 δισ. ευρώ παρά τη μείωση των τιμών των πετρελαιοειδών, τις υψηλότερες εξαγωγές σημειώνει ο κλάδος Τρόφιμα & Ποτά, ύψους 5,1 δισ. ευρώ ή 29,1% των συνολικών εξαγωγών των κλάδων της μεταποίησης (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών). Ακολουθούν οι κλάδοι Χημικά & Φαρμακευτικά προϊόντα (2,4 δισ. ευρώ ή 13,7%), Βασικά Μέταλλα (1,9 δισ. ευρώ ή 10,9%) και Η/Υ, Ηλεκτρονικά & Οπτικά (1,1 δισ. ευρώ ή 6,3%). Αυτοί είναι οι κύριοι εξαγωγικοί κλάδοι της ελληνικής μεταποίησης με εξαγωγές άνω του 1 δισ. ευρώ, και συνολικές εξαγωγές το 2016 ύψους 10,5 δισ. ευρώ ή 60% του συνόλου (εκτός πετρελαιοειδών). Οι λοιποί κλάδοι σημείωσαν εξαγωγές κάτω του δισ. ευρώ και κυμάνθηκαν από 56 εκατ. ευρώ (Ξύλο & Φελλός) έως 928 εκατ. ευρώ (Μεταλλικά Προϊόντα εκτός Μηχανών). Εάν οι εξαγωγές εκφραστούν ως ποσοστά της ακαθάριστης αξίας παραγωγής, προκύπτουν οι δείκτες εξωστρέφειας των κλάδων που αποτυπώνουν το ποσοστό της αξίας παραγωγής που προορίζεται για εξαγωγές. Είναι γνωστό ότι σε ορισμένους κλάδους μέρος των εξαγωγών προέρχεται από εισαγόμενα προϊόντα και ως εκ τούτου ο δείκτης είναι υπερτιμημένος. Παρά αυτή την αδυναμία, παραμένει ο πιο κατάλληλος δείκτης για τη μέτρηση της εξωστρέφειας. Τη μεγαλύτερη εξωστρέφεια παρουσιάζει ο κλάδος Προϊόντα Καπνού, του οποίου ποσοστό 88,7% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής προορίζεται για εξαγωγές. Δείκτη εξωστρέφειας άνω του 50% παρουσιάζουν οι κλάδοι Ηλεκτρολογικός Εξοπλισμός (80,4%), Χημικά & Φαρμακευτικά Προϊόντα (77,1%), Λοιπός Εξοπλισμός Μεταφορών (74%), Μεταλλικά Προϊόντα 68,4%, Πετρέλαιο & Άνθρακας (63,7%), και Βασικά Μέταλλα (52,3%).
Το κόστος εργασίας
Αποκαλυπτικό, σύμφωνα με την έρευνα, για τη διάβρωση που υπέστη η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατά την περίοδο 1995-2011 είναι το γεγονός ότι ο δείκτης Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ) αυξήθηκε σωρευτικά κατά 86% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,9%, όταν ο αντίστοιχος δείκτης ΜΚΕ στις χώρες της Ε.Ε. αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,9%.
Αποτέλεσμα ήταν τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν σωρευτικά, σε σχετικούς όρους, κατά 43% πιο ακριβά από τα προϊόντα των ανταγωνιστών μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση παλαιότερη μελέτη του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών & Μελετών, οι χώρες της Ε.Ε. αντιπροσωπεύουν περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Η μείωση των μισθών και ημερομισθίων που επιβλήθηκε από τους πιστωτές με τα προγράμματα προσαρμογής οδήγησε σε μείωση του ΜΚΕ και βελτίωση του Σχετικού ΜΚΚΕ κατά τα έτη 2011-2013, με αποτέλεσμα να αντισταθμίσει περίπου το 50% της απώλειας της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Κύριες αιτίες της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και ως εκ τούτου της διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας είναι η σημαντική αύξηση των μισθών και ημερομισθίων και η δυσανάλογα μικρή, σε σχέση με την πρώτη, αύξηση του όγκου παραγωγής στη μεταποίηση. Με άλλα λόγια, η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι το αποτέλεσμα δύο αντίθετα μεταβαλλόμενων μεγεθών: της αμοιβής της εργασίας και της παραγωγικότητας της. Αρκεί να αναφερθεί ότι κατά την περίοδο 1995-2010 το μέσο ετήσιο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 117% και η παραγωγικότητα μόλις κατά 9%. Σύγκλιση μεταξύ των δύο δεικτών παρατηρείται κατά την περίοδο 2010 - 2013, όπου το μέσο ετήσιο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 10% και η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 6%. Επί εποχής σκληρού ευρώ και προ κρίσης, 2002-2009, το βασικό κόστος εργασίας στην μεταποίηση σχεδόν διπλασιάστηκε (μέση ετήσια αύξηση Εθνικών Συλλογικών Συμβάσεων 5,5%, επίδομα ωρίμανσης 15% την 1η 3ετία, 13% την 2η 3ετία, 10% στις επόμενες τέσσερις 3ετίες, επίδομα γάμου 10%, επίδομα / τέκνο 5%, κ.λπ.), με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η μεταποίηση διότι η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν σαφώς μικρότερη της αύξησης του κόστους εργασίας.
Η σχέση κόστους εργασίας και παραγωγικότητας στον πυρήνα του προβλήματος
Ο ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός υπεύθυνος του ΚΕΕΜ και εκπονητής της μελέτης, Ιωάννης Χαλικιάς
Ο εκπονητής της μελέτης, επιστημονικός υπεύθυνος του ΚΕΕΜ, ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Χαλικιάς, περιγράφει στη «Ν» τη σχέση του κόστους εργασίας με την παραγωγικότητα ως καθοριστικού παράγοντα στην ελληνική περίπτωση, εξηγώντας ότι πρόκειται για τον πυρήνα της κλαδικής ανάλυσης που εκπόνησε με αντικείμενο τη μεταποίηση. «Στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα “καταραστήκαμε” τη μεταποίηση, την παραγωγή. Με άλλα λόγια, τη φάμπρικα. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η βιομηχανική παραγωγή είχε καλές επιδόσεις. Αμέσως μετά, κατέρρευσε. Θα έλεγε κανείς ότι “μέσα σε μία νύχτα” διπλασιάστηκαν τα μεροκάματα.
Σημειώθηκε απότομη και τεράστια αύξηση του κόστους εργασίας. Χορηγούσαμε μέσω των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αυξήσεις 5%-6% σε ετήσια βάση. Στην 3ετία προσθέταμε 15% επίδομα ωρίμανσης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μόλις μέσα σε 3 χρόνια το κόστος εργασίας αυξανόταν κατά -τουλάχιστον- 30%. Γι’ αυτό έφυγαν όλες οι επιχειρήσεις από την Ελλάδα.
Μέχρι το 2002, η κατάσταση βρισκόταν υπό κάποιον έλεγχο, βεβαίως λόγω της συνεχούς υποτίμησης της δραχμής. Ωστόσο, στην εποχή του “σκληρού” ευρώ αποκαλύφθηκε ο εγκληματικός χαρακτήρας των επιλογών που καθόρισαν τη μοίρα της ελληνικής παραγωγής. Ένα ευρώ αύξησης στο κόστος του προϊόντος σήμαινε ένα ευρώ “στο κεφάλι”, καθώς δεν ήταν δυνατή πλέον η υποτίμηση. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη αυτό που ακολούθησε, δηλαδή η έλευση της τρόικας.
Η έννοια της παραγωγικότητας αφορά τον όγκο παραγωγής διαιρούμενο με τον αριθμό των εργαζομένων. Με λίγα λόγια, τι παράγεις ανά εργαζόμενο. Ο λόγος αυτός έχει να κάνει τόσο με το τι παράγει ο εργαζόμενος, όσο και με το ύψος των επενδύσεων. Για παράδειγμα, αν η επιχείρηση πάρει από τον εργαζόμενο το κατσαβίδι και το αντικαταστήσει με ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι, τότε θα αυξήσει τις βίδες τις οποίες θα είναι σε θέση να παράγει ο εργαζόμενος μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Το καθοριστικό στοιχείο ανταγωνιστικότητας στον τομέα των εξαγωγών είναι εν τέλει το ύψος του τελικού κόστους πάνω στο προϊόν, το οποίο διαμορφώνεται από διάφορους παράγοντες (ενέργεια, χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.ο.κ.). Ωστόσο, αυτό που έχει διεθνώς επικρατήσει ως την παράμετρο που διαφοροποιεί το τελικό κόστος είναι το κόστος της εργασίας, δηλαδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας.
Δεν μπορείς να περνάς εκεί, για παράδειγμα, όλα τα κοινωνικά επιδόματα. Στην Ελλάδα είδαμε απίθανες αυξήσεις, οι οποίες επιβάρυναν το κόστος πολύ πιο πάνω από τον βαθμό παραγωγικότητας.
Όμως, για να διατηρήσεις την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων σου, θα πρέπει οι αμοιβές των εργαζομένων να ακολουθούν την παραγωγικότητα. Αυξάνεται, για παράδειγμα, η παραγωγικότητα 10%; Αυξάνονται και οι αμοιβές μέχρι 10%. Μέχρι εκεί.
Σημειωτέον, χρήματα που δόθηκαν ως αυξήσεις στις αμοιβές, δυσανάλογες της παραγωγικότητας, είναι χρήματα που θα μπορούσαν να είχαν διατεθεί σε επενδύσεις αύξησης της παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα κατάφερε να συρρικνώσει τον μεταποιητικό της τομέα. Η φάμπρικα όμως έχει κάτι καλό και πολύ σημαντικό: Δίνει δουλειά σε όλους. Από τον πιο ανειδίκευτο μέχρι τον πιο εξειδικευμένο. Προσφέρει θέσεις εργασίας για όλους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας είναι οι βιομηχανικές χώρες».
Πηγή: Nαυτεμπορική, του Γιάννη Κανουπάκη