«Θα σας ενδιέφερε μια ιστορία για το πώς το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας αναγκάζει μια πολύ επιτυχημένη επιχείρηση να κλείσει και να μετακομίσει στην Κύπρο;». Αυτό ήταν το πρώτο email που λάβαμε.
Ακολούθησαν και άλλα, και η συμφωνία να μοιραστεί την ιστορία του, με τον όρο να διατηρήσει την ανωνυμία του.
«Φοβάμαι πως μπορεί να έχω μπλεξίματα με την εφορία ή με το κράτος», εξήγησε. Αλλωστε το όνομά του δεν έχει και τόση σημασία. Η ιστορία του είναι η ιστορία χιλιάδων ελεύθερων επαγγελματιών στη χώρα μας. Ή μάλλον όσων συνεχίζουν να δηλώνουν στο σύνολο τα εισοδήματά τους παρά τις τεράστιες φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές (στην περίπτωσή του θα φτάσουν φέτος το 82% του ετήσιου εισοδήματός του).
Η μόνη διαφορά είναι ίσως ότι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν είναι Ελληνας, αλλά Βορειοευρωπαίος και είχε επιλέξει να στήσει την επιχείρησή του στη χώρα μας.
«Λατρεύω τους Ελληνες, τη νοοτροπία και την κουλτούρα σας», εξηγεί. Από μικρό παιδί ερχόταν στα νησιά για διακοπές με την οικογένειά του. Ο ίδιος δεν το θυμάται, αλλά η μητέρα του ισχυρίζεται πως στα έξι του είχε δηλώσει πως θα παντρευόταν Ελληνίδα και θα ζούσε εδώ. Και έτσι έγινε. Το 2004 γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του και δύο χρόνια αργότερα αποφάσισαν να μετακομίσουν μαζί στην Ελλάδα.
Πίσω στη χώρα του είχε μια πολύ καλή δουλειά ως υπεύθυνος μεγάλων τηλεφωνικών κέντρων εξυπηρέτησης, αλλά βλέποντας πως στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε εύκολα να κάνει το ίδιο, αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Σε τι κατέληξε; Να μεσολαβεί εκ μέρους επιχειρήσεων στη χώρα του και να τους κανονίζει ραντεβού με μεγάλους πελάτες για την προώθηση των προϊόντων τους.
Κατ’ αρχάς το... ΤΕΒΕ
Μίλησε με λογιστές εδώ και στη χώρα του και αποφάσισε να ανοίξει τα βιβλία του στην Ελλάδα. Θα ασφαλιζόταν στο ΤΕΒΕ και θα είχε μια ατομική επιχείρηση. Τα πάγια θα ήταν σαφώς μικρότερα: για παράδειγμα, στην Ελλάδα θα πλήρωνε κοντά στο χιλιάρικο για έναν λογιστή όλο τον χρόνο, ενώ στη χώρα του μόνο το διερευνητικό ραντεβού με τον λογιστή είχε στοιχίσει 350 ευρώ.
«Από την αρχή όλα πήγαν καλά», θυμάται. «1η Μαΐου του 2006 κάναμε ένα πάρτι για να γιορτάσουμε το νέο μας ξεκίνημα και την επομένη δούλευα ήδη με δύο πελάτες». Παράλληλα άρχισε να ασχολείται με προγραμματισμό και σύντομα επικεντρώθηκε επαγγελματικά στο online μάρκετινγκ. Εφτιαξε γραφεία και προσέλαβε οκτώ άτομα προσωπικό.
Ο φόρος που πλήρωνε τον πρώτο καιρό ήταν γύρω στο 12%, κάτι που του φαινόταν απόλυτα λογικό. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Οπως άλλωστε και σχεδόν όλα τα ωραία στην Ελλάδα.
«Από όταν ξεκίνησε η κρίση, κάθε χρόνο πλήρωνα όλο και περισσότερα. Θυμάμαι μια ημέρα, πριν από 4-5 χρόνια, ένας υπάλληλος της τράπεζάς μου, βλέποντας το εκκαθαριστικό, είχε πραγματικά εκπλαγεί. Με ρώτησε: “Πώς είναι δυνατόν να πληρώνεις τόσα;” (εκείνη τη χρονιά είχε πληρώσει 10.000 ευρώ), και δεν ήταν ο μόνος. Φίλοι, συνάδελφοι, ακόμα και ο λογιστής μου, όλοι μού έλεγαν πως είμαι τρελός που δήλωνα τα πάντα. Εγώ ήμουν ανένδοτος. Δεν ήταν μόνο ηθικό το ζήτημα. Θέλω να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια. Να μη φοβάμαι πως ένας εφοριακός μπορεί να βρει κάτι και να έχω πρόβλημα ή να με εκβιάσει».
Μετά η εφορία
Η κατάσταση όμως ολοένα και χειροτέρευε. Για το 2014 πλήρωσε συνολικά 19.000 ευρώ σε φόρο εισοδήματος και εισφορές (35% του εισοδήματός του). Για το 2015, έδωσε στο κράτος το 50% του εισοδήματός του.
«Ομως ούτε τότε πτοήθηκα. Είπα στον εαυτό μου πως θα έπρεπε να δουλέψω περισσότερο, να βγάλω τα χρήματα που χρειάζονται. Επέλεξα τις 12 δόσεις και στρώθηκα στη δουλειά. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω πως είχα ζοριστεί, ξυπνούσα χωρίς ξυπνητήρι στις 4 το πρωί και πήγαινα στο γραφείο. Πήγαμε όμως καλά, είχαμε νέους πελάτες και τα κέρδη μας αυξήθηκαν. Αρχισα να νιώθω ακόμα και αισιόδοξος. Μέχρι που πριν από μερικές εβδομάδες αποφάσισα να υπολογίσω τον φόρο του 2016».
Τον Ιανουάριο είχε λάβει ειδοποίηση πως, σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, οι ασφαλιστικές εισφορές του στον ΕΦΚΑ θα αυξάνονταν από 4.200 ευρώ τον χρόνο σε 19.073 ευρώ. Πανικόβλητος για το τι τον περίμενε ζήτησε από τον λογιστή του να κάνει έναν γρήγορο υπολογισμό για τον φόρο της χρονιάς που πέρασε.
Μη φοβηθείς...
«Ξέρω πως το νούμερο θα είναι μεγάλο, αλλά σε παρακαλώ να μου το στείλεις. Μπορώ να το αντέξω», του έγραψε. Ο λογιστής για δύο ημέρες δεν του απαντούσε. «Είναι σε κατάθλιψη με τα όσα συμβαίνουν. Τον πίεσα και, τελικά, μου τα έστειλε. Ηταν σαν να λαμβάνω την καταδίκη μου».
Στο email, ο λογιστής τού έγραφε πως από τα δηλωμένα κέρδη 107.050 ευρώ, θα έπρεπε να αφαιρέσει 61.483 σε φόρους (του έτους και την προκαταβολή του επόμενου έτους), 6.985 φόρο αλληλεγγύης, 650 ευρώ τέλος επιτηδεύματος. Σε αυτό το νούμερο, θα έπρεπε να υπολογίσει και τις ασφαλιστικές εισφορές στον ΕΦΚΑ. Σύνολο δηλαδή 88.191 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 82% των εισοδημάτων του. «Αυτό σημαίνει πως θα μου μείνουν 19.000 ευρώ τον χρόνο, γύρω στα 1.500 ευρώ τον μήνα, τη στιγμή που δουλεύω από το πρωί έως το βράδυ και είμαι επιτυχημένος. Είναι παλαβό».
Συναντήθηκε με τον λογιστή του και έψαξαν εναλλακτικές. Για παράδειγμα, να συνεχίσει να δουλεύει εδώ, αλλά να στήσει την επιχείρησή του στη Βουλγαρία ή στην Κύπρο. Εάν επιθυμούσε, όμως, να παραμείνει απόλυτα σωστός ως προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις, οι φόροι θα υπερέβαιναν κατά πολύ το 50%. «Δυστυχώς, το να φύγουμε από την Ελλάδα ξαφνικά έμοιαζε μονόδρομος».
Επειτα από πολλά οικογενειακά συμβούλια, κατέληξαν πως θα μετακομίσουν στην Κύπρο. Εκεί είχε ήδη πάει ένας φίλος του με παρόμοιο θέμα και ήξερε πως είναι μια καλή λύση.
«Είναι κοντά, έχει την ίδια γλώσσα, ωραίο καιρό και η φορολογία μου δεν θα ξεπερνά το 12,5%». Σκοπεύουν να μετακομίσουν το καλοκαίρι με το που θα τελειώσει το σχολείο των παιδιών του. Την ίδια περίοδο που θα του έρθει και το εκκαθαριστικό.
«Θα είναι η πρώτη φορά που θα είμαι ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος. Επίσης, πρέπει να ομολογήσω πως είναι η πρώτη φορά που φλερτάρω με την ιδέα να μην πληρώσω στην ώρα μου. Να μπω στη λίστα των κακοπληρωτών και σε μια από τις περίφημες ρυθμίσεις», καταλήγει, χαιρετώντας.
Πηγή: Καθημερινή, της Μαριάννας Κακαουνάκη