Πρωϊνός καφές με τον δημοσιογράφο Λευτέρη Κογκαλίδη

Ο πρωινός καφές με τον δημοσιογράφο Λευτέρη Κογκαλίδη είχε όπως ήταν φυσικό πολύ μουσική. Πως να περιγράψει κανείς το σπίτι του. Οι δίσκοι βινυλίου ήταν διασκορπισμένοι σε τρία δωμάτια, το ίδιο και τα cd και τα dvd, τα μουσικά βιβλία

Νίκος Οικονόμου
Η μουσική και η δημοσιογραφία ήταν παρούσες στον πρωινό καφέ με τον Λευτέρη Κογκαλίδη. Δημοσιογραφικά μας υποδέχτηκε. «Σας έχω και μια είδηση. Πουλάω τη δισκοθήκη μου», ήταν ένα από τα πρώτα λόγια που μάς είπε μετά την καλημέρα και λίγο πριν μάς σερβίρει τον καφέ. Δημοσιογραφική ήταν και η προετοιμασία του: είχε κρατημένες σημειώσεις για το τι ήθελε να κουβεντιάσουμε. Λογικό, εξήντα χρόνια δημοσιογράφος συμπλήρωσε...

Τώρα για την παρουσία της μουσικής - πως να περιγράψει κανείς το σπίτι του Λευτέρη Κογκαλίδη. Οι δίσκοι βινυλίου ήταν διασκορπισμένοι σε τρία δωμάτια, το ίδιο και τα cd και τα dvd, τα μουσικά βιβλία, αλλά και οι σπάνιοι δίσκοι που έπαιρνε τα παλιά χρόνια όταν ήταν απόλυτα ενεργός στη μουσική δημοσιογραφία. Όχι ότι τώρα τα παράτησε: Κάθε Σαββατοκύριακο κάνει εκπομπή στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου. Να πούμε και μια προσωπική πινελιά. Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο παρέδωσα (κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80) το πρώτο μου δημοσιογραφικό κείμενο. Δημοσιεύτηκε στη σελίδα του Ελληνικού Βορρά για τη νεολαία και είχε θέμα τους U2. Οπότε ο σημερινός καφές είναι και ένα είδος καφέ με ένα δάσκαλό μου.

inos-kafes-1.JPG

Πίνετε πρωινό καφέ;

Πίνω καφέ, ναι.

Τι είδους και που;

Και εσπρέσο και ελληνικό και ό,τι νάναι.

Υπάρχει πρωινή σύναξη φίλων για καφέ;

Καθόλου.

Μόνο για την εκπομπή βγαίνετε έξω;

Μόνο για την εκπομπή και μερικές φορές πηγαίνω σε συνεντεύξεις Τύπου που με ενδιαφέρουν. Για παράδειγμα οι συνεντεύξεις για την έκθεση πάντα με ενδιαφέρουν γιατί είναι και ο χώρος που μπορώ να πάω απ’ έξω, να μπω στο ασανσέρ και να είμαι στην αίθουσα.

Παλιότερα πίνατε καφέ;

Όχι, ποτέ.

 

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, έτσι; Σε ποια περιοχή;

Στο Ντεπό.

Αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια;

Τα θυμάμαι όλα. Το δημοτικό σχολείο που πήγαινα που ήταν κοντά στο σπίτι μας, το ιδιωτικό σχολείο Ζαχαριάδη που πήγα στη συνέχεια και μετά στο Ανατόλια, το οποίο ήταν καθοριστικό για την καριέρα μου, για τη ζωή μου, για όλα τα πράγματα.

Γιατί;

Γιατί είχαμε εξαιρετικούς καθηγητές που σχεδόν όλοι γίναν στη συνέχεια καθηγητές πανεπιστημίου. Αυτό κάτι λέει, δεν ήταν τυχαίοι οι δάσκαλοι εκεί και μάθαμε πολύ καλά ελληνικά όλοι μας. Και βέβαια άψογα αγγλικά, τα οποία μαζί με τους Αμερικανούς καθηγητές που είχα με επηρέασαν σε πολλά πράγματα που τα έχω εφαρμόσει στη δημοσιογραφία.

Όπως;

Έμαθα τόσο καλά αγγλικά, γιατί τα αγαπούσα πάρα πολύ. Το αγαπημένο μου μάθημα ήταν η μετάφραση και έκανα το εξής τρικ: έμαθα απέξω τη μετάφραση όλων των λέξεων που δεν είχαν πάρα πολλές λέξεις. Επίσης έμαθα να μεταφράζω πάρα πολύ γρήγορα από τα αγγλικά στα ελληνικά και από τα ελληνικά στα αγγλικά. Αυτό χρειάστηκε συχνά στη δουλειά μου και στην ΕΡΤ-3 και στις ζωντανές συνεντεύξεις ή όταν πήγαινα στο αεροδρόμιο: να μιλάνε στα αγγλικά, εγώ να τα μεταφράζω στα ελληνικά και να έχω αμέσως έτοιμη την ερώτηση στα αγγλικά.

Από πότε ξεκίνησαν τα μουσικά ακούσματα;

Τότε είχαμε ένα ραδιόφωνο που έβγαινε και στα μεσαία και στα βραχέα, ακόμη τα FM δεν είχαν βγει και άκουγα πάρα πολλούς ξένους σταθμούς.

Πειρατικούς;

Ποτέ δεν άκουγα πειρατικούς, γιατί δεν με ενδιαφέρουν και δεν είχαν τίποτα να μού προσφέρουν. Άκουγα καταρχήν τη «Φωνή της Αμερικής» που είχε κάθε βράδυ δύο εκπομπές, οι οποίες ήταν ό,τι καλύτερο. Ήταν δύο εκφωνητές, ο ένας που τον θαύμαζα ήταν ο Willys Conover, ο οποίος χρησιμοποιούσε όλα και όλα 100 λέξεις στα αγγλικά. Γιατί η εκπομπή του ήταν δημοφιλέστατη στη Ρωσία, εκεί τον λάτρευαν ως Θεό και αυτός ήθελε να τον καταλαβαίνουν ακόμη και αυτοί που ξέρουν μόνο μερικές λέξεις. Αυτός παρουσίαζε τις τρέχουσες επιτυχίες των μεγάλων συνθετών. Ήταν ένα συνεχές φροντιστήριο για μένα.

 

Τι εποχή μιλάμε;

Τέλη της δεκαετίας του ‘50 και αρχές της δεκαετίας του ‘60.

Τι μουσική;

Αμερικανική. Οτιδήποτε υπήρχε στην Αμερική τότε. Επίσης η άλλη μουσική εκπομπή από τη «Φωνή της Αμερικής» ήταν μόνο για τζαζ. Δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ τότε, αλλά η εκπομπή του Conover ήταν σχολείο. Εκεί εκτίμησα τα καλά αμερικανικά τραγούδια Και όλες τις επιτυχίες της εποχής. Kαι ο δεύτερος ήταν Casey Caison, που ήταν κάτι σαν ευαγγέλιο. Ήταν ο άνθρωπος που παρουσίασε πρώτος στην Αμερική το «Amerika Top 40». Μια εκπομπή που την μετέδιδαν 1200 σταθμοί σε όλο τον κόσμο. Είχε μια τρομερή ομάδα και όταν παρουσίαζε το τραγούδι κάθε εβδομάδα είχε πληροφορίες για τους πάντες. Είχε εκπληκτική φωνή, εκπληκτική παρουσίαση και μου άρεζε ο τρόπος που παρουσίαζε την εκπομπή του. Εγώ παρουσίασα την ελληνική έκδοση για δύο χρόνια, την οποία μετέδιδε ο τότε σταθμός της Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη και ο σταθμός του Χρήστου Λαμπράκη στην Αθήνα.

Πρώτο δημοσιογραφικό εγχείρημα;

Με ανακάλυψε ο Άλκης Στέας. Τον ήξερα από το Φεστιβάλ του Ελληνικού Τραγουδιού, τότε εγώ ήμουν στον «Ελληνικό Βορρά» και το γραφείο του ήταν περίπου 20 μέτρα μακριά στην Τσιμισκή. Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο. «Λευτέρη, διαβάζω αυτά που γράφεις στον Ελληνικό Βορρά για μουσική, αλλά και για άλλα πράγματα και θέλω να σου κάνω μια πρόταση. Η Ιζόλα μου έδωσε ως διαφημιστικό γραφείο να παρουσιάζω δύο εκπομπές στη Θεσσαλονίκη. Τη μία θα την παρουσιάζω εγώ και την άλλη θέλω να την παρουσιάζεις εσύ». Εγώ του λέω: «Νομίζω ότι δεν έχω την κατάλληλη φωνή». Μου λέει: «Μια χαρά είναι η φωνή σου, μπορεί τις 2 με 3 πρώτες φορές να έχεις λίγο τρακ όταν θα τα παρουσιάζεις, αλλά μετά ως δημοσιογράφος επειδή γράφεις και σωστά δε χρειάζεται τίποτα». Την έλεγαν εκπομπή Γιώτα από το Ιζόλα και είχε μόνο ξένα τραγούδια.

Ποια μουσική σας άρεζε τότε;

Εμένα μου άρεσε η αμερικάνικη, αλλά είχα τρελαθεί από τη γαλλική και την ιταλική μουσική. Στην πορεία βέβαια οι μουσικές μας γνώσεις για τα αμερικάνικα τραγούδια μεγάλωσαν. Τη δεκαετία του 40 την έμαθα απ’ έξω και ανακατωτά. Τότε όταν έκανα ένα ταξίδι ενός μήνα στην Αμερική και οι Αμερικάνοι djs -γιατί ήμουν καλεσμένος με μια υποτροφία από την αμερικανική κυβέρνηση για να πάω σε διαφορετικούς σταθμούς που ζήτησα εγώ- δεν γνώριζαν αυτά που ήξερα εγώ (γελάει). Τότε έβγαλα και το πρώτο μου και μοναδικό βιβλίο για τις επιτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1940 έως το 1954. Για να το γράψω έπρεπε να βρω τα βιογραφικά του συνθέτη, του στιχουργού, του ερμηνευτή, του ενορχηστρωτή, του διευθυντή ορχήστρας, ποιοι άλλοι το έκαναν επιτυχία στην Αμερική και αν έγινε επιτυχία και σε άλλες χώρες. Πολύ δουλειά δηλαδή, αλλά έβγαλα ένα τέτοιο τόμο.

Αν και δούλεψε παντού το ραδιόφωνο αποτέλεσε τη μεγάλη του αγάπη
Έχετε κάνει πάρα πολλά πράγματα και σε εφημερίδες και σε τηλεόραση και σε ραδιόφωνο. Το αγαπημένο μέσο;

Το ραδιόφωνο οπωσδήποτε. Έχει μια αμεσότητα, εκεί μπορείς να βγάλεις περισσότερο τον εαυτό σου, να δείξεις τον ενθουσιασμό σου για ένα τραγούδι και για όλα αυτά. Αντίθετα στην τηλεόραση είσαι πιο συγκρατημένος.

Και στην εφημερίδα;

Εκεί μαθαίνεις να κάνεις αυτολογοκρισία, γιατί καμιά φορά μπορεί να σου έχουν τραβήξει το αυτί και να σου είπαν: «Αυτό πως το έγραψες τώρα;». Μαθαίνεις βέβαια, γιατί έχεις δασκάλους. Εγώ είχα στον «Ελληνικό Βορρά» σπουδαίους δασκάλους.

Πρωτοσέλιδο στις Επιλογές της Θεσσαλονίκης, με θέα -τι άλλο- τη μουσική
Ποιος ήταν ο πιο σημαντικός;

Θα έλεγα ο Μέρτζος και άλλοι πολλοί. Τότε διευθυντής ήταν ο Ηλίας Κύρου, που ήταν ένας εκπληκτικός αρθρογράφος που έμαθα πολλά πράγματα από αυτόν. Ο τελευταίος που είχα ήταν όταν έφυγα από το Βορρά, γιατί έγινε εβδομαδιαία εφημερίδα και δεν με ενδιέφερε πλέον, ήταν ο Δημάδης. Εκεί βγάζαμε ένα περιοδικό όπου είχα την ευθύνη για 4 σελίδες. Με νέα για ραδιόφωνο, τηλεόραση κινηματογράφο, μουσική και διασκέδαση.

Το σήμα του Βillboard που ήταν για τον Λευτέρη Κογκαλίδη μια μεγάλη εμπειρία
Από το 1970 και μέχρι το 1980 ήσασταν ανταποκριτής στην Ελλάδα των περιοδικών «Billboard» και «Music Week».

Ήταν σίγουρα σημαντικός σταθμός στη ζωή μου, καθώς ήμουν για 10 χρόνια ο ανταποκριτής του Billboard στην Ελλάδα. Για μένα ήταν η μαγική στιγμή της ζωής μου.

Γιατί;

Γιατί γνώρισα όλους τους ανταποκριτές του Billboard από όλο τον πλανήτη, με κάλεσαν πολλές φορές σεμινάρια που έγιναν στο Λονδίνο, όπου ήταν και το μεγάλο γραφείο του περιοδικού, το οποίο ήταν 100% αμερικάνικο. Εκεί έμαθα πάρα πολλά πράγματα και για τη δημοσιογραφία που μου ήταν χρήσιμα και το αμερικανικό στυλ δημοσιογραφίας, αλλά και την ελληνική δημοσιογραφία.

Βλέπω εδώ δεκάδες δίσκους. Θυμάστε τον πρώτο; Η μάλλον τον πρώτο που ήταν πολύ σημαντικός;

Δεν μου έχει μείνει γιατί από τα χέρια μου πέρασαν τόσες χιλιάδες δίσκοι. Κάθε εβδομάδα όταν έκανα την εκπομπή στο ραδιόφωνο ό,τι καινούργιο έβγαζαν οι εταιρείες νομίζω ότι ήμουν ο μόνος στη Θεσσαλονίκη που τα έπαιρνε όλα. Στο ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ όπου ξεκίνησα ήμουν ο μόνος που ήξερα αγγλικά και πρόφερε και σωστά τα ονόματα και τους τίτλους. Να πούμε εδώ και κάτι χαριτωμένο. Εκείνη την εποχή ακόμα και στην Αθήνα έκαναν λάθη. Θυμάμαι μια εκφωνήτρια να λέει: «Και τώρα θα ακούσουμε την τελευταία επιτυχία του Τρίνι Λόπεζ- Lemon tree. Δηλαδή 3 λεμόνια». Τότε έγραψα ένα σχόλιο στη Μεσημβρινή. Και μου απάντησε ο τότε διευθυντής της ΥΕΝΕΔ ότι έγινε κατά λάθος.

Όλα αυτά τα χρόνια γνωρίσατε και πολύ σημαντικούς ανθρώπους της μουσικής.

Περισσότερους δεν γίνεται.

Υψηλού επιπέδου δημοσιογραφική τετράδα: Γιώργος Παπαστεφάνου, Αλέξης Κωστάλας, Γιάννης Πετρίδης, Λευτέρης Κογκαλίδης
Ανάμεσά τους και μια ομάδα δημοσιογράφων. Παπαστεφάνου, Πετρίδης, Κωστάλας. Πώς θα τους χαρακτηρίζατε με λίγα λόγια; Ο Πετρίδης είναι από μόνος του μια εγκυκλοπαίδεια.

Το ίδιο και οι Παπαστεφάνου, που γνώριζε πολλά πράγματα γιατί ήταν ο πιο καλλιεργημένος από όλους μας. Από μικρός του άρεζε να πηγαίνει θέατρο κινηματογράφο, συναυλίες και όλα αυτά και για αυτό μπορούσε να κάνει καταπληκτικές εκπομπές στην τηλεόραση. Έχει ένα αρχείο απίστευτο σε ηχογραφημένες ταινίες και τέτοια που δεν υπάρχουν πουθενά.

Ο Πετρίδης;

Ο Γιάννης Πετρίδης έχει πιθανότατα τη μεγαλύτερη δισκοθήκη της Ευρώπης. Αυτό του το είπε μια μέρα όταν ήρθε στο σπίτι του ο Έλτον Τζον. «Νόμιζα ότι έχω εγώ τη μεγαλύτερη δισκοθήκη», είχε πει στον Πετρίδη βλέποντας τη δισκοθήκη του που είναι φοβερή. Στην Αμερική του πρότειναν να του δώσουν έναν ολόκληρο όροφο σε ένα καινούργιο ουρανοξύστη για να μεταφέρει όλους τους δίσκους του και θα διατηρούσε και το όνομά του.

 

Οι δικοί σας δίσκοι πόσοι είναι;

Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και πάνω από 50.000.

Τι θα τους κάνετε;

Η είδηση είναι ότι αποφάσισα να τους πουλήσω. Μόνο του βινυλίου, τα cd όχι γιατί τα χρειάζομαι ακόμα. Θα τα πουλήσω σε κάποιον σοβαρό άνθρωπο, ο οποίος θα βάλει τα λεφτά που θα ζητήσω κατευθείαν στην τράπεζα, θα πρέπει να είναι σοβαρός, να έχει δηλαδή ο ίδιος σταθμό ή να θέλει να κάνει ένα διαφορετικό σταθμό και να είναι συλλέκτης.

Και όποιος ενδιαφέρεται επικοινωνεί μαζί σας έτσι;

Ναι, θα το κοινοποιήσω και στο ιστολόγιό μου. Επίσης ασχολήθηκα πάρα πολύ με τα μιούζικαλ και νομίζω ότι έχω τη μεγαλύτερη συλλογή από μιούζικαλ που υπάρχει στην Ελλάδα. Σε βιντεοκασέτες και dvd. Όχι μόνο τις έχω δει, έχω γράψει και τη διάρκεια του κάθε τραγουδιού που έχουν και τα καλύτερα τραγούδια.

Έχετε σε αυτή την κατηγορία των δίσκων 10 που θα λέγατε ότι αυτή είναι οι τοπ;

Εγώ από μαθητής του γυμνασίου είχα τρελαθεί με έναν συνθέτη, ενορχηστρωτή και μουσικό που ήταν το ίνδαλμά μου. Λεγόταν Ray Conniff. Τον γνώρισα από κοντά και όταν τον είδα μόνο που δεν λιποθύμησα. Για 3 μέρες ήμουν συνέχεια μαζί του¸ η σκιά του, ο ξεναγός του, κατάλαβε ότι ήξερα τη μουσική του καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και του είπα ποια είναι η αγαπημένη μου εκτέλεση από τους 50 και τόσους δίσκους που είχε κάνει. Του άρεσε αυτό και του το ψιθύρισα. Ήταν το «Besame mucho» σε μια εκπληκτική εκτέλεση.

Άλλο;

Μου άρεζαν πολλοί νέοι τραγουδιστές της εποχής. Ο Πολ Άνκα, ο Νιλ Σεντάκα, πάρα πολύ ο Φράνκι Άβαλον και ίσως ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια είναι το «Bobby sox to stoking».

Punk, soul, disco, house τι ήταν πιο σημαντικό;

Η ντίσκο μου άρεζε πολύ. Πήγαινα κάθε βράδυ σε ντισκοτέκ και χόρευα πάρα πολύ. Στη Lavallbon άφησα τουλάχιστον 20 βαρέλια με ιδρώτα στην πίστα. Όσοι τραγουδιστές και ηθοποιοί φίλοι μου που τους ήξερα όλους γιατί έκανα καλλιτεχνικό ρεπορτάζ μου έλεγαν πού θα πάμε το βράδυ και έλεγα Lavallbon. Είχε κι άλλα καλά μαγαζιά η Θεσσαλονίκη, αλλά αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο μου και μου πήγαινε πάρα πολύ. Επίσης όλοι οι djs ήταν φίλοι μου και είχαμε κάνει και σχετικό σύλλογο στη Θεσσαλονίκη.

Η ΕΡΤ-3 ήταν άλλος ένας μεγάλος σταθμός.

Όλη μου η καριέρα ήταν στην ΕΡΤ-3 και στην ΥΕΝΕΔ. Ξεκίνησα από το 1964 μέχρι το «μαύρο» και μετά μου έγινε πρόταση από το Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο ειδήσεων. Έτσι κάνω κάθε Σάββατο και Κυριακή 8 με 10 το βράδυ εκπομπή με παλιά τραγούδια. Κορυφαία στιγμή πάντως για μένα ήταν όταν μου εμπιστεύτηκε η EΡT-3 και ο νυν διευθυντής της εφημερίδας σας Μιχάλης Αλεξανδρίδης τη θέση του Διευθυντή Δημοσίων και Διεθνών Σχέσεων. Ούτε εκείνος ούτε εγώ θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να πάω τόσο καλά και μετά από δύο χρόνια με ψήφισαν από 38 χώρες και από 380 σταθμούς ως αντιπρόεδρος και στη συνέχεια ως πρόεδρο. Ταξίδεψα σε όλη την Ευρώπη, έκανα γνωριμίες, με άκουσαν σε πολλά συνέδρια.

Στιγμές που σας έμειναν;

Από το 1970 έως το 1980 πήγαινα στις Κάννες για το φεστιβάλ MIDEM όπου εκεί γνώρισα όλους. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Αμερικάνους, Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς ακόμα και τον πρόεδρο του MIDEM. Εκείνος που λάτρεψα ήταν ο Ζιλμπέρ Μπεκό, ένας πολύ εξωστρεφής καλλιτέχνης που φορούσε πάντα την ίδια γραβάτα ενώ από μικρός μου άρεζε ο Σαρλ Αζναβούρ. Και τους δύο τους συνάντησα και στις Κάννες και στο Παρίσι.

Γιατί φορούσε την ίδια γραβάτα;

Όχι, την ίδια, αλλά έδινε παραγγελία και του έκαναν την ίδια. Ήταν από φτωχή οικογένεια και προσπαθούσε να μπει σε κάποια εταιρία. Κάποια στιγμή του λέει η μητέρα του: «Έλα, πήραμε το πρώτο τηλεφώνημα και σε θέλουν να πας αύριο στο στούντιο». Ο Ζιλμπέρ είχε ένα κοστούμι, αλλά δεν είχε γραβάτα. Έτσι η μητέρα του πήρε μια κουρτίνα και την έκανε γραβάτα. Είχε μεγάλες βούλες άσπρες και μπλε και το κράτησε γιατί ήταν το γούρι του.

Υπάρχει τίποτε από τα καινούργια τραγούδια που σας αρέσουν;

Καθόλου, μου είναι αδιάφορα. Aς βγάλουν μερικές επιτυχίες και μετά να τους δούμε.

Μείνατε στη Θεσσαλονίκη. Γιατί;

Ήμουν δυο με τρεις φορές την εβδομάδα στην Αθήνα και παρουσίαζα διάφορες μουσικές εκπομπές του Μαστοράκη.

Την αγαπάτε τη Θεσσαλονίκη; Σας αρέσει ως πόλη;

Γι’ αυτό δεν την εγκατέλειψα. Έκανα το όνομά μου από εδώ. Ποιος άλλος έγινε ανταποκριτής του Billboard για δέκα χρόνια. Κανένας.

Θα μπορούσαμε να ξαναδούμε το Φεστιβάλ Τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη;

Έχω κάνει μια εισήγηση και μου είπαν ότι είναι μεγάλα τα έξοδα. Τους είπα κάποιο λάθος κάνετε. Τώρα μπορούμε να βρούμε χορηγούς και χορηγούς επικοινωνίας, να έχουμε φτηνές τιμές στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια. Ορχήστρες έχουμε. Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει, όχι στο Παλέ Ντε Σπορ, αλλά στο Βασιλικό Θέατρο και όχι με την ΕΡΤ, αλλά με κάποιο ιδιωτικό σταθμό που μπορεί να πάρει περισσότερες διαφημίσεις και να βγάλει και τα έξοδά του. Όλα αυτά τα έχω σκεφτεί, αλλά υπάρχουν ξύπνιοι άνθρωποι; Ή άνθρωποι που να έχουν ταξιδέψει αρκετά και να έχουν πάρει ιδέες;

Για το τέλος η ερώτηση για τον καλύτερο δίσκο και το καλύτερο μιούζικαλ. Τι απαντάτε;

Δύσκολα και τα δύο να τα απαντήσω. Θα σας πω την αγαπημένη μου σύνθεση όλων των εποχών και τον αγαπημένο μου Ευρωπαίο συνθέτη. Μισέλ Λεγκράν και η σύνθεσή του την οποία έχω λατρέψει και θα είναι πάντα το αγαπημένο μου τραγούδι όλων των εποχών. το «Ιf it takes forever I will wait for you», το οποίο με έχει μαγέψει από την πρώτη στιγμή. Είναι από ταινία και μέχρι σήμερα είναι το καλύτερο ευρωπαϊκό τραγούδι που έχω ακούσει. Αγαπημένη μου τραγουδίστρια από τα νεανικά μου χρόνια γιατί έβλεπα και τις ταινίες της ήταν επίσης η Κατερίνα Βαλέντε, που ερμήνευε τραγούδια σε οκτώ γλώσσες και στα ελληνικά.

Πηγή: Μακεδονία