Καθισμένος στο σκαμπό με την κιθάρα αγκαλιά, ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν στ’ αλήθεια «Νέο Κύμα». Όχι μόνο γιατί ήταν νέος κι ορμητικός που άνοιγε νέους δρόμους στο ελληνικό τραγούδι, παρών κι αληθινά μοναδικός με τον παντοδύναμο στίχο του, την εξαιρετική σκηνική παρουσία που δεν είχε ο Μπόμπ Ντύλαν και τις αστείρευτες ιδέες του τις ανοιχτές σε όλους και όλα , αλλά και γιατί σ’ αυτήν την ετικέτα Νέο Κύμα που επέβαλε ο φωτισμένος Αλέκος Πατσιφάς χωρούσανε τα πάντα. Και οι τρυφερές μπαλάντες και τα τραγούδια διαμαρτυρίας και η επιστροφή στις ρίζες και οι ροκ ανησυχίες τής εποχής μαζί με κάποια ανέμελα ποπ νεανικά, συν τα παλιά ρεμπέτικα που σεβάστηκε ο χρόνος και τα ολοκαίνουργια έντεχνα. Όλα αυτά με τη λεζάντα Νέο Κύμα, είχα το προνόμιο να τα παρουσιάζω από τα ραδιοφωνικά προγράμματα τής ΛΥΡΑ. Φυσικά και κάθε καινούργια δουλειά τού Διονύση που ήταν όντως «γεγονός». Αν και με τον Διονύση γνωριζόμασταν από το 1965, όταν τον πρωτοσυνάντησα στα γραφεία τής εταιρείας στην Κριεζώτου 11, φίλοι γίναμε πολλά χρόνια αργότερα και ήταν η τηλεόραση που μάς έφερε κοντά. Με τις συναυλίες του που είχα μεταδώσει ζωντανά, αλλά και με την εκπομπή «Διαδρομές», που γυρίσαμε με σκηνοθέτη τον Στέλιο Ράλλη για την Πρωτοχρονιά τού 1998. Εκείνη την περίοδο μόλις είχε κυκλοφορήσει «Το ξενοδοχείο» με ξένα ροκ τραγούδια που ο Διονύσης είχε αποδώσει στη γλώσσα μας. Πού να το φανταζόμουν τότε ότι μ’ αυτή την εκπομπή που και οι δύο τόσο πολύ είχαμε αγαπήσει, ότι θα αποχαιρετούσα τον πολύτιμο, τον ακριβό μας Διονύση.
