"Φάνης". Σε ποιον το αφιέρωσαν οι αδελφοί Κατσιμίχα και γιατί;

"Φάνης". Το θρυλικό αγαπημένο τραγούδι που για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία έβαλε τέτοια θεματική στους στίχους. 

Ο άνθρωπος στον οποίον ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας το αφιέρωσαν στο οπισθόφυλλο του δίσκου "Ζεστά ποτά" και έπαιζε μέχρι το τέλος μαζί τους, μιλά για πρώτη φορά για το συγκεκριμένο γεγονός και διηγείται την ιστορία. Μας το θύμισε ο Νίκος Μπούζας

Video Url

 

Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να `τανε γιορτή

Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά

Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ’ αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία

Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ’ εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία

Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου ‘μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ’ τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δε φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα

Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που `πεφτε
Σαν χιόνι απ’ το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δε θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ’ άλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη

Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ’ ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου `λειψε η σκόνη η λευκή
Και μου `λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω

Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να `τανε γιορτή