Γιάννης Αγγελάκας: πάντα έλεγα ότι πρέπει να πεθάνουμε πολλές φορές, πριν πεθάνουμε για τα καλά, για να ζήσουμε ανθρώπινα

Απόσπασμα από την συνέντευξη του Γιάννη Αγγελάκα στον Θεοδόση Μίχο στο 247news

 

Σκέψεις σαν κι αυτές «σχετικά με όσα ζούμε εδώ, στην καθημερινότητά μας, αλλά και σχετικά με όσα ζει η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή» που γεννά η ραψωδία λ της Οδύσσειας, ένα κείμενο φωτεινό που λειτουργεί σαν μύηση στη ζωή κι ας έχει να κάνει με την κατάβαση του ήρωά του στον κάτω κόσμο και τις συναντήσεις του με τις ψυχές των νεκρών οικείων του, ήταν ανάμεσα στους βασικούς λόγους που τον γοήτευσαν πριν από μια δεκαετία περίπου στο συγκεκριμένο σκέλος του ομηρικού έπους και τελικά θα οδηγήσουν την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, όπου θα ανέβει η «Νέκυια», με ζητούμενο του Αγγελάκα που έγραψε τη μουσική, της Όλιας Λαζαρίδου που θα αφηγείται μαζί του, του Χρήστου Παπαδόπουλου που σκηνοθετεί, του Coti K που σχεδιάζει τον ήχο και των υπολοίπων συντελεστών, «να είναι εμπειρία για τους θεατές αυτό που θα κάνουμε στη σκηνή».

Πώς και πού ξεκινήσατε;
Διάβασα σοβαρά τον Όμηρο πριν από καμιά δεκαετία και αμέσως γοητεύτηκα. Δηλαδή τρελάθηκα όταν κατάλαβα τι γίνεται με όλα αυτά τα κείμενα που τα ακούγαμε πιτσιρικάδες και βγάζαμε σπυράκια. Ξεκίνησα με τις μεταφράσεις του Μαρωνίτη και νόμιζα ότι διάβαζα τα πιο avant garde κείμενα της ζωής μου. Μου φαινόταν ασύλληπτο ότι αυτό το πράγμα είναι το πρώτο ελληνικό λογοτέχνημα. Καταλαβαίνοντας η Όλια Λαζαρίδου ότι είχα τσιμπήσει με τον Όμηρο, ήρθε πριν 7-8 χρόνια και μου πρότεινε να κάνουμε τη Νέκυια. Άρχισα σιγά σιγά να ψάχνομαι και να ονειρεύομαι μια παράσταση με surround, ψυχεδελικούς ήχους, γενικά να είναι μια εμπειρία. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα καταφέρουμε τώρα, αλλά το ζητούμενό μου είναι να είναι εμπειρία για τους θεατές αυτό που θα κάνουμε στη σκηνή. Το οποίο όντως δεν είναι παράσταση. Εγώ και η Όλια θα αφηγούμαστε μετά μουσικής το κείμενο, με ένα περίεργο τρόπο τέλος πάντων. Μας σκηνοθετεί ο Χρήστος Παπαδόπουλος ενώ τον σχεδιασμό του ήχου τον έχει αναλάβει ο Coti K. 

Γιατί όμως σε γοήτευσε συγκεκριμένα αυτό το ομολογουμένως σκοτεινό κείμενο;
Δεν έχω ακριβώς το λεξιλόγιο να αναλύσω το κείμενο, πάντως δεν νομίζω ότι είναι σκοτεινό. Είναι φιλοσοφικό το θέμα, ρε παιδί μου. Είναι η κατάβαση του ήρωα στον κάτω κόσμο όπου θα βρει τις ψυχές των πεθαμένων φίλων του, ή τη μάνα του που δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει, και θα συνομιλήσει μαζί τους. Όλο αυτό είναι ένα είδος μύησης στη ζωή. Γι’ αυτό νομίζω ότι το κείμενο είναι φωτεινό ουσιαστικά. Με κάποιο τρόπο η κοινωνία εξορίζει τον θάνατο από την καθημερινότητα και αυτό δεν βοηθάει τη ζωή. Θα έλεγα ότι τη φτηναίνει.  

Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να κατέβεις επί σκηνής στον Άδη με αφορμή μια ομηρική ραψωδία στα 64 σου, αναρωτιέμαι λοιπόν κατά πόσο συνάδει όλο αυτό και με μια ενδεχόμενη προσωπική σου ανησυχία περί θνητότητας.
Ε, όσο να ‘ναι με απασχολεί. Η αλήθεια είναι όμως ότι με απασχολούσε από πιτσιρίκι όλη αυτή η ιστορία. Δηλαδή πάντα έλεγα ότι πρέπει να πεθάνουμε πολλές φορές, πριν πεθάνουμε για τα καλά, για να ζήσουμε ανθρώπινα. 

 

Υπήρξε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του live στο Ηρώδειο που να σκέφτηκες: Πώς έγινε όλο αυτό; Πώς βρέθηκα εδώ;
Όχι, δεν σκεφτόμουν έτσι. Πιο πολύ είχα κατακλυστεί από ευγνωμοσύνη που το ζούσα. Έλεγα μόνο ευχαριστώ από μέσα μου. 

Συνηθίζουμε να λέμε ότι στα μεγάλα, αριστουργηματικά κείμενα του παρελθόντος βρίσκουμε πάντα αλληγορίες, αν όχι λύσεις, για το σήμερα, ίσως δε ακόμα και φώτα για να βρούμε τον δρόμο που θα μας πάει παρακάτω αύριο. Εντοπίζεις τέτοια χαρακτηριστικά στη Νέκυια;
Βέβαια, έχει μια τέτοια διάσταση. Και όσο πλησιάζουμε στην πρεμιέρα σκέφτομαι ότι θα κάνουμε Χριστούγεννα στον Άδη, έχοντας το μυαλό και την καρδιά στη Γάζα. Κάποια στιγμή στην παράσταση, στην οποία έχουν προστεθεί και κάποια δικά μου κείμενα, ακούγεται το εξής: «Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω, τι είναι πίσω ή μπροστά, ζω στον πάνω κόσμο τώρα ή στον κάτω είμαι σκιά»; Δηλαδή πού είμαστε; Πού είμαστε γενικώς στον πλανήτη σήμερα; Στον πάνω κόσμο ή στον κάτω κόσμο; Διότι βιώνουμε πράγματα ως απονεκρωμένοι. Φυσικά, λοιπόν, μέτρησε αυτό που λες. Είναι άλλος ένας λόγος που με γοήτευσε το κείμενο, δηλαδή οι σκέψεις που γεννά σχετικά με όσα ζούμε εδώ, στην καθημερινότητά μας. Αλλά και σχετικά με όσα ζει η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή. Δεν είναι δηλαδή το θέμα μόνο η Ελλάδα που είναι…κάτω κόσμος.

Είναι πιο κάτω τώρα απ’ όσο παλιότερα;
Η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες δεν μαζεύεται. Ειδικά από την οικονομική κρίση μέχρι τώρα. Όχι ότι πριν ήταν καλύτερα, απλά ο κόσμος είχε πάρει το χαπάκι της ευμάρειας και δεν ήθελε να ακούει δύσκολα πράγματα γιατί ήταν «καλές εποχές». Και μετά έπεσε με τα μούτρα σε όλη την παράνοια της φτώχειας, της ξεφτίλας. Όλο αυτό που ζούμε. Νομίζω ότι η Ελλάδα είναι μία από τις κατ’ εξοχήν περιοχές του κάτω κόσμου στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Αλίμονο δηλαδή, ποιος δεν παρατηρεί τη συντηρητικοποίηση και τον εκφασισμό της κοινωνίας; Θα μου πεις η ιστορία πάντα κύκλους κάνει και οι άνθρωποι προχωράνε χωρίς μνήμη. Και εννοείται ότι κάθε φορά που ο καπιταλισμός περνάει μια κρισάρα ξαμολιούνται τα ακροδεξιά σκυλιά και σώζουν την κατάσταση. Έτσι κερδίζει έδαφος η ακροδεξιά. Με την παρακμή του δήθεν φιλελευθερισμού, με τον καπιταλισμό να κοπανάει ανελέητα τις χαμηλές τάξεις. Αλλά θα σου δείξω τώρα κάτι γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και φως. Είναι ένα βίντεο (σ.σ. μου το δείχνει στο κινητό του) που μου έστειλε μια φίλη από τη γιορτή για το Πολυτεχνείο σε ένα δημοτικό σχολείο στο Ρέθυμνο. Δεν λέω ότι αυτό είναι τόσο σημαντικό επειδή τα παιδιά τραγουδάνε το τραγούδι μου (σ.σ. «Σιγά μην κλάψω»). Απλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν έχουν λόγο μόνο τα ακροδεξιά και φασιστικά συστήματα. 

 

Ο Μπράιαν Ίνο είπε πρόσφατα ότι αντικρίζοντας για πρώτη φορά ένα έργο τέχνης, το βλέπεις και το κρίνεις ανάλογα με όλα τα υπόλοιπα έργα που έχεις δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κατ’ αναλογία, κάθε επόμενη νέα δουλειά σου θα την κρίνω επηρεασμένος από ό,τι έχω δει και ακούσει από σένα μέχρι σήμερα. Προφανώς είναι αναπόφευκτο όλο αυτό. Μήπως όμως είναι και λίγο στενάχωρο; Τι πιθανότητες δηλαδή έχει να παραβγεί ένας νέος σου δίσκος για παράδειγμα με τα Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια; Και αναφέρω αυτή τη δουλειά μιας και φέτος κλείνει τα 30.
Ποτέ δεν με ενδιέφερε αυτό, Θεοδόση. Κάθε δουλειά είναι μια καινούρια περιπέτεια. Καταλαβαίνω ότι μπορεί ορισμένοι να δυσκολευτούν από τη Νέκυια γιατί θα σκέφτονται κάποια συγκεκριμένα πράγματα που έχω κάνει στο παρελθόν, αλλά πολύ λίγο με ενδιαφέρει. Δηλαδή όταν κάνω κάτι καινούριο δεν θυμάμαι ότι με λένε Αγγελάκα. 

Ακούγεται απελευθερωτικό. Ή μήπως υπερβάλλεις;
Την πνευματική μου ελευθερία από έφηβος την υπερασπιζόμουν. Όποτε βρέθηκα σε περιβάλλοντα που την περιορίζανε, την κοπάνισα και δεν ξανακοίταξα πίσω.

Άρα εσύ μέσα από τη μουσική ψάχνεις το νόημα της ζωής; Ή κατασκευάζεις τα αναγκαία ζωτικά ψέματα για να την αντέξεις;
Όχι, δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα ζωτικά ψέματα. Ακόμη κι αν τελικά είναι όλα ψέματα, αυτό που παλεύω είναι να δίνω νόημα στη ζωή μου, στην ύπαρξη μου. Κι αν αυτό μεταφέρεται ως ενέργεια σε κάποιο ακροατήριο, ακόμα καλύτερα. 

Είναι μέρος αυτού του νοήματος η πιθανότητα να ταιριάζουν τα χνότα σου με του κοινού σου;
Κρίνοντας από την πορεία μου μέχρι σήμερα, νομίζω ότι αυτό που λες δεν ισχύει, γιατί κατά καιρούς έχω δοκιμαστεί σε πράγματα που ήταν τελείως κόντρα με αυτό που μπορεί να περίμενε το ακροατήριο. Σκέψου ότι μετά τις Τρύπες ο πρώτος δίσκος που κάναμε ήταν «Οι ανάσες των λύκων» με τον Βελιώτη. Και μάλιστα τον πρώτο καιρό τα λάιβ ήταν δύσκολα, έρχονταν διάφοροι φαν από Τρύπες και δεν άντεχαν καθόλου. Αν για κάτι τουλάχιστον νιώθω καλά είναι γιατί έφτιαξα έναν ήχο με τον οποίο έκανα το ακροατήριο να έρθει προς εμένα, δεν πήγα εγώ προς το ακροατήριο. Και η Νέκυια άλλη μία τέτοια περίπτωση είναι. Δηλαδή δεν ξέρω ποιοι θα το ακούσουν όλο αυτό και θα συντονιστούν. Πιστεύω όμως ότι θα γίνει. Γιατί έχουν μάθει οι ακροατές μου να εκπλήσσονται από μένα. Δεν έχω παράπονο. Πολλές φορές μπορεί να κάνω πράγματα που είναι δύσκολα ή δεν αρέσουν, βλέπω όμως μια εμπιστοσύνη στη σχέση μου με όσους ακούν αυτά που κάνω. Πολλές φορές γοητεύονται έστω από τις καλές μου προθέσεις. Δεν είναι λίγο αυτό. 

 

Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί να πάρεις δημόσια θέση για κάποια ζητήματα ενώ για άλλα όχι;
Έχει να κάνει απλά με το ποια πληροφορία θα πέσει στην αντίληψη μου μια δεδομένη στιγμή και θα νιώσω βλάκας αν δεν πω κάτι. Θα νιώσω δηλαδή ότι με προσβάλλουν, οπότε το κάνω τελείως ενστικτωδώς, σαν να θέλω να πω ότι εντάξει παιδιά, δεν είμαστε όλοι ανόητοι σε αυτή τη χώρα. Ή, τέλος πάντων, δεν είμαστε τόσο ανόητοι. 

Δεν το κάνεις δηλαδή γιατί ως καθιερωμένος καλλιτέχνης νιώθεις ότι πρέπει να τοποθετηθείς δημοσίως για τα ζητήματα που απασχολούν το κοινό σου;
Όχι, απλά δεν θέλω να προσβάλλουν τη νοημοσύνη μου.

Προφανώς όμως υπάρχουν και πολλοί στο κοινό σου που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από σένα.
Αλίμονο, εννοείται ότι υπάρχουν. Δεν πρέπει να υπάρχουν; Δεν θέλω να συμφωνούν όλοι μαζί μου. Θα σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Στη σχέση μου με τον εαυτό μου, εννοώ. 

Οι καταναλωτές έργων τέχνης συζητάμε συχνά για το αν πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη. Εσύ ως καλλιτέχνης τι λες;
Εμένα από πιτσιρικά με συγκινούν οι καλλιτέχνες που δεν διαχωρίζουν το έργο από τη ζωή τους. Δεν με νοιάζει μόνο αν είναι ωραίο ένα τραγούδι. Με νοιάζει να γνωρίζω και μια προσωπικότητα που λέει και κάνει κάτι αξιόλογο. Και απλώς φτιάχνει και ένα ωραίο τραγούδι. 

Όσον αφορά τη σχέση σου με τον εαυτό σου που είπες μόλις, έρχεσαι συχνά σε σύγκρουση μαζί του και τον αμφισβητείς, είτε καλλιτεχνικά είτε υπαρξιακά;
Θεοδόση, αμφισβητώ τον εαυτό μου κάθε μέρα. Αυτό λειτουργεί ως γεννήτρια, μου δημιουργεί εντάσεις και θέλω να κάνω πράγματα. Ποτέ δεν πάτησα κάπου σταθερά, εννοώντας ότι «ο Γιάννης είναι αυτό, και καλά το πάει». Δεν μου αρέσει να πατάω σε σταθερό έδαφος. Έχω περπατήσει πολλές φορές, και δημιουργικά και ψυχολογικά, πάνω σε λεπτό πάγο. Πολλές φορές ψυχολογικά μπορεί να καταβαραθρωθώ αλλά σηκώνομαι και συνεχίζω. Ξέρω να κολυμπάω. 

 

Ποια είναι κατά τη γνώμη σου η πιο δυσβάσταχτη από τις απώλειες που μπορεί να βιώσει κάποιος;
Νομίζω το να χάνεις ανθρώπους. Μεγαλώνοντας όλα αυτά τα χρόνια έχω χάσει πολλούς αγαπημένους φίλους. Δεν αντέχεται εύκολα. Κάποια στιγμή όμως ανακάλυψα ότι μετά από ένα οδυνηρό θάνατο ξεκινάει μια άλλου είδους σχέση με το πρόσωπο που χάνεις. Μια σχέση πιο εσωτερική, πιο πνευματική. Πολλές φορές νιώθω ότι κουβεντιάζω με χαμένους φίλους. Ψέματα, δεν το νιώθω, το κάνω. Κουβεντιάζω μαζί τους με ένα τρόπο πνευματικό. Φαντάζομαι δηλαδή ότι είναι δίπλα μου, λέω τα δικά μου, και αφήνω να μου μιλήσουν. Κάπως έτσι. Έχεις πάντα μια ζωντανή σχέση με ανθρώπους με τους οποίους έχεις επικοινωνήσει ουσιαστικά όσο ήταν ζωντανοί. Νομίζω ότι αυτή η σχέση συνεχίζεται και μετά. 

Όσα χρόνια κι αν περάσουν;
Ναι, δεν υπάρχει χρόνος. 

Ρώτησαν, που λες, τον Ίγκι Ποπ αν πιστεύει ότι ένας καλλιτέχνης είναι απαραίτητο να ζει και να δημιουργεί έξω από τα όρια της καθωσπρέπει κοινωνίας για να δημιουργήσει τέχνη που τα ξεπερνάει. Εσύ τι πιστεύεις;
Ναι, είναι. Τι είπε ο Ίγκι Ποπ;

Ότι δεν το βρίσκει απαραίτητο.
Χα! Δεν ξαφνιάζομαι! Με όλα αυτά που έχει κάνει, μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Εμένα μου αρέσει να δημιουργώ έξω από τα όρια και του εαυτού μου. Και του παρελθόντος μου. Νομίζω ότι είμαι χωροχρονικά διαταραγμένος. 

 

Θα σου κάνω την ερώτηση που έκανα και πέρυσι στον Παυλίδη με αφορμή τον Μαρκόπουλο. Πώς αντιλαμβάνεσαι την καχυποψία ορισμένων απέναντι στη Νέκυια; Αν γυρίσει δηλαδή κάποιος και σου πει: «Ρε Αγγελάκα, από τους Gang of Four που διασκεύαζες στα νιάτα σου, πώς έφτασες εδώ;»
Εγώ ξέρω πολύ καλά τι κάνω εδώ. Κάνω ένα πράγμα που δεν θα γινόταν πουθενά αλλού. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τη Στέγη που μου το προσφέρει αυτό. Η Νέκυια ήταν στο συρτάρι, πίστευα ότι δεν θα γίνει ποτέ. Ήταν άλλο ένα όνειρο. Μπορεί να έχεις χίλια όνειρα. Ξέρεις ότι δεν θα τα πραγματοποιήσεις όλα. Ευτυχώς όμως για το συγκεκριμένο ανέλαβε η Στέγη. Πώς αλλιώς; Κάτι ανάλογο συνέβη στο Ηρώδειο το καλοκαίρι. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να κάνω συναυλία με ορχήστρα δεκατριών ατόμων; Έτσι χαθήκαμε οι Επισκέπτες, που ήμασταν δεκαέξι άτομα. Ήταν ολοφάνερο ότι θα βουλιάξουμε. Αλλά καταφέραμε έστω για δυο-τρία χρόνια να κάνουμε το τρελό μας όνειρο πραγματικότητα. Οπότε το να βρίσκονται άνθρωποι και οργανισμοί που χρηματοδοτούν τρελές ιδέες στην Ελλαδίτσα σήμερα είναι μια πολύ καλή τύχη. 

 

Ραντεβού στον κάτω κόσμο.
Ναι, στον Άδη. Καλό ραντεβού ακούγεται.  

Συνέντευξη στο magazine του news247