Όταν άρχισα να δουλεύω στο ραδιόφωνο, τα τραγούδια τα χώριζαν σε πρωινά και βραδινά. Το πρωί έπρεπε να ακούγονται τραγούδια πεταχτά, χαρούμενα και ζωηρά, για να ξεκινάει με κέφι ο ακροατής την μέρα. Και στο ρεπερτόριο υπήρχαν και πολλά οργανικά κομμάτια, βαλσάκια, πολκίτσες και ζαβά με πολύ ακορντεόν σε μουσικές μυζέτ.
Εγώ όλα αυτά τα έβρισκα ιδιαιτέρως βαρετά, αλλά έπρεπε βεβαίως να υπακούω. Άλλο τόσο βαριόμουνα όμως κι όταν μού ζήταγαν να βάλω στίχους σε πεταχτούλες μουσικές, γιατί και στους δίσκους, μικρά 45άρια ακόμη τότε, οι εταιρείες θέλανε η μία τουλάχιστον όψη να είναι πιο χαρούμενη. Ένα από τα πρώτα τραγούδια τού Γιάννη Σπανού με την Καίτη Χωματά ήταν το 1965 «Οι ταπεινοί». Λέγανε οι στίχοι τού Κώστα Γεωργουσόπουλου: «Τώρα το παραθύρι μας σε περιμένει φως μου, όπως προσμένουν τον Χριστό οι ταπεινοί τού κόσμου». Αυτά στην Α όψη με μια μελωδία αργή, γλυκιά και τρυφερή.
Για το φλιπσάιντ όμως τού δίσκου ο Γιάννης Σπανός έδωσε σε μένα μια από τις μελωδίες που ήδη είχε γράψει με το γνωστό του σύστημα, αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο με ανοιχτό το μαγνητόφωνο. Όταν το τραγούδι ήταν έτοιμο, το παρέλαβε η Καίτη Χωματά και το δρόσισε με τη φρέσκια κοριτσίστικη φωνή της. «Τάχα γιατί στον ξάστερο ουρανό σεργιάνι μακρινό εβγήκαν τα πουλιά; Θα’ ναι γιατί η αγάπη μου περνά μες στο όνειρο διαβαίνει και χαιρετά. Θα’ ναι γιατί η αγάπη μου κοιτά, το στεναγμό μου παίρνει και τον φιλά».
Γιώργος Παπαστεφάνου