«Πηγαίναμε για πρόβες και σταματούσαμε στα φανάρια. Φωνάζανε “Γεια σου, γιατρέ”. Είχε κάτι το αριστοκρατικό. Η φωνή του έμεινε και στα καλύτερα σαλόνια. Και δεν έκανε πολλές γαρνιτούρες στα τραγούδια του, ήτανε ατόφιος, αληθινός, είχε βελούδινη φωνή». Η Ρία Κούρτη, που τα εξομολογείται όλα αυτά, ήταν δίπλα του στη σκηνή επί 25 χρόνια. Το μακροβιότερο ντουέτο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Μανιάτης στη βιογραφία «Πάνος Γαβαλάς. Μια φωνή όλο φως» (εκδ. Λιβάνη). Ο κανταδόρος με τη βελούδινη φωνή που σφράγισε μια σειρά τραγουδιών («Στο σταυροδρόμι», «Πήρε φωτιά μια καρδιά», «Λαϊκό τσα-τσα», «Κάθε λιμάνι και καημός», «Ονειρο δεμένο», «Οι γλάροι», «Αμα θες να φύγεις, φύγε» κ.ά.), ανήκει στην τετράδα των κορυφαίων (Αγγελόπουλος, Γαβαλάς, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης). «Αυτή η αριστοκρατική φιγούρα που περισσότερο θύμιζε μέλος της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, γυμνασιάρχη ή γιατρό, δεν υπήρξε απλώς ένα ακόμη πρόσωπο στην πινακοθήκη των ηρωικών εποχών του λαϊκού μας τραγουδιού. Υπήρξε μία από τις πιο καθοριστικές φωνές και προσωπικότητες στον μεταπολεμικό μετασχηματισμό του τραγουδιού, των κέντρων, της ορχήστρας και του κώδικα της νύχτας».
Είναι μια πλούσια βιογραφία, γεμάτη πληροφορίες και μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του Γαβαλά. Από τα χρόνια της Γούβας κάτω από τον Υμηττό, όπου γεννήθηκε το 1926, τα ερασιτεχνικά παιξίματα με κιθάρες και χαβάγιες, τις αλλεπάλληλες δουλειές για λόγους επιβίωσης. Ανάμεσά τους και αυτή του ηλεκτροσυγκολλητή. Τότε, σε ένα ατύχημα έπαθε αποκόλληση και σε συνδυασμό με τον στραβισμό, αναγκάστηκε να φορέσει γυαλιά τα οποία ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Στην Κατοχή, στα χρόνια του ΕΑΜ (και τον ΕΛΑΣ έπειτα), κόλλησε το μικρόβιο της μουσικής. Το πρωί εργαζόταν ως τσαγκάρης, έπειτα ψαράς, ενώ τα βράδια έπαιζε σε ταβέρνες. Με τον Νίκο Μεϊμάρη ήταν φίλοι και καλό ντουέτο. Μαζί πέρασαν από τις ερασιτεχνικές ταβέρνες στους χώρους όπου εμφανίζονταν οι επαγγελματίες του τραγουδιού. Αλλά ήταν ο Γεράσιμος Κλουβάτος που του άνοιξε τον δρόμο της Columbia στις αρχές του ’50, αρχικά ως μπουζουξή.
Ο Γαβαλάς τραγουδάει καλά, όπως και η γυναίκα του η Ζωή Μουστάκη, που κάνει σεκόντα, στο σπίτι τους αρχικά κι έπειτα με το ψευδώνυμο Ζωή Παναγιώτου. «Η μάνα μου ήταν το Πρώτων Βοηθειών», λέει ο γιος του τραγουδιστή και συνθέτη Γιάννης Γαβαλάς. Και έχει σημασία η μαρτυρία του στον συγγραφέα, όπως και εκείνες φίλων και συνεργατών του καλλιτέχνη. Ο Στέλιος Ζαφειρίου, ο Γιώργος Κοινούσης, η Αντζελα Γκρέκα, ο Χρήστος Νικολόπουλος, η Ελένη Βιτάλη είναι ορισμένοι απ’ όσους μιλούν γι αυτόν. Ομως ο Δημήτρης Μανιάτης μέσα από έρευνα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής παρουσιάζει επιπλέον στοιχεία καταγράφοντας και το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής.
Στη διαδρομή που ξεκίνησε από τα νυχτερινά μαγαζιά το 1940 και τερμάτισε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Πάνος Γαβαλάς έγραψε και ο ίδιος τραγούδια. Καινοτόμος του είδους που υπηρέτησε, «κρατήθηκε μέχρι τέλους φορέας μιας παράδοσης, πάτησε στο πεδίο της εκπνοής του λεγόμενου ρεμπέτικου» και έφτασε στη μετάλλαξη του ελληνικού τραγουδιού, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα μέσα αυτής του 1980.
Ρίσκαρε, συγκρούστηκε
«Ανυπότακτος» κατά τον συγγραφέα, τα έβαλε με το δισκογραφικό κατεστημένο της εποχής. Ιδρυσε με τον Στέλιο Πελαγίδη (σύζυγος τότε της Πόλυς Πάνου) τη «Βεντέττα», λύνοντας τη συνεργασία του με την Columbia, κι έπειτα συνέχισε με τη «Sonata» και το δικό του εργοστάσιο δίσκων. Ρίσκαρε, συγκρούστηκε. Μετά το κλείσιμο της εταιρείας ο Π. Γαβαλάς έφυγε στην Αμερική για να καλύψει τις υποχρεώσεις.
Ηχογράφησε 598 τραγούδια, σημείωσε χιλιάδες πωλήσεις δίσκων, στάθηκε παρηγορητικός για τον απλό κόσμο που τον ακολουθούσε από τους μικρούς χώρους της δεκαετίας του 1950 στους μεγαλύτερους. Η αισθητική της παραλιακής διασκέδασης του ’70 δεν του πήγαινε, διάλεξε την Αχαρνών και την Εθνική Οδό. «Ο ντιζέρ του λαϊκού τραγουδιού», έτσι τον αποκαλούσε η Ρένα Βλαχοπούλου, τραγούδησε με ζηλευτή αυστηρότητα την ερωτική απόγνωση. Στις 366 σελίδες της έκδοσης (και αναλυτική δισκογραφία), υπάρχουν δεκάδες ιστορίες. Οπως για τις σαρδέλες που έτρωγε προτού γράψει στο στούντιο, γιατί «το πολύ αλάτι δημιουργούσε διαστολή των φωνητικών χορδών».
Πηγή: Καθημερινή, της Γιώτας Συκκά