Καταπονημένος, αλλά ευδιάθετος καθώς βρισκόταν πια στο σπίτι του στην οδό Ρηγίλλης, ο Μάνος Χατζιδάκις καθόταν απέναντι μας στην τραπεζαρία μιλώντας μας για την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Ταλαιπωρημένος με την κατάσταση της υγείας του που τον κράτησε καιρό στην Αμερική, μαζί με τον γιο του Γιώργο Χατζιδάκι, ξανάνιωσε σαν άνοιξε το δημοσιογραφικό κασετόφωνο και άρχισε να μιλάει για τον Μενέλαο Παλλάντιο και τα χρόνια που ήταν μαθητής του. Ομως η κουβέντα κύλησε και σε άλλα θέματα, από τον νεανικό του έρωτα για τη Μελίνα έως τα «Τραγούδια της αμαρτίας», που τότε ολοκλήρωνε. Και ακόμα στις επισκέψεις του στα στέκια του ρεμπέτικου, στην ανακάλυψη αυτής της μουσικής μέσα από μια νεανική φιλία με τραγική μοίρα, καθώς και στην περίφημη διάλεξη που έγινε στο Θέατρο Τέχνης πριν από ακριβώς 70 χρόνια.
Αρχές Ιουνίου του 1994 όλα αυτά. Λίγες μόλις ημέρες πριν από τον θάνατό του (15/6). Μιλήσαμε για πολλά εκείνο το απόγευμα, χωρίς να φανταζόμαστε, με τον Φώτη Απέργη από την «Ελευθεροτυπία», ότι ήταν η τελευταία φορά που τον συναντούσαμε: «Στην Κατοχή είχα ένα φίλο», μας είπε, «ένα ιδιοφυές παιδί που είχε συλλάβει πρόωρα κάμποσα από αυτά που έπειτα έγιναν κοινά. Μου μιλούσε, λοιπόν, συνέχεια για την αξία του ρεμπέτικου. Και παρότι αρχικά τον άκουγα δυσπιστώντας, κατόρθωσε εντέλει να ενδιαφερθώ. Αλλά και πάλι δεν θα λάμβανα πρωτοβουλία αν δεν γινόταν κάτι απροσδόκητο: είχαμε ραντεβού μια μέρα στον “Ορφέα”, μα ο Εκτωρ δεν ήρθε. Τον είχαν συλλάβει. Τον βασάνισαν στο Χαϊδάρι και τον σκότωσαν. Αυτό με συγκλόνισε. Μοιραία, κάθε συζήτηση μαζί του πήρε πια άλλες διαστάσεις. Ετσι, θέλησα να ανιχνεύσω το ρεμπέτικο».
Νεότατος ο Μάνος Χατζιδάκις στο πιάνο, σε συναυλία των «Εξι λαϊκών ζωγραφιών» (1950).
– Θυμάστε πώς νιώσατε την πρώτη βραδιά σε κάποιο από τα στέκια του;
– Περίεργα. Μουσικά δεν μου κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Αλλά πρόσεχα το κάθε τι. Ηταν αναγκαίο εξάλλου να προσέχεις, διότι, αν δεν είχες κωδικοποιημένη συμπεριφορά, κινδύνευες. Ετσι γνώρισα τον Βαμβακάρη. Πήγα ένα βράδυ στην ταβέρνα που έπαιζε και, όπως κάθε φορά, παράγγειλα ένα πιάτο φαγητό και λίγη ρετσίνα. Ηταν προφανές ότι δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο. Και αυτό δεν άρεσε σε δυο - τρεις μάγκες και «μου μπήκαν». Τότε επενέβη ο Βαμβακάρης, που ήτανε και σωματώδης, «τους μπήκε» με τη σειρά του και τελικά μου είπε: «Αλλη φορά θα έρχεσαι και θα κάθεσαι εδώ, κοντά μας». Ασφαλής πλέον, μπορούσα να πάω τη Σοφία Σπανούδη, τον Μανώλη Καλομοίρη, τους πήγα όλους.
– Αυτά στο μέσον της δεκαετίας του ’40;
– Από το ’42 ώς το ’48. Επειτα έκανα στο Θέατρο Τέχνης τη διάλεξη για το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι, όπως το είχα χαρακτηρίσει. Αρχικά μάλιστα είχα καλέσει δύο συναδέλφους, σήμερα πολύ γνωστούς, που δίστασαν να παίξουν. Γι’ αυτό κατέφυγα στον Βαμβακάρη, που ήρθε μ’ όλη του την κομπανία κι έπαιξε στη μέση της σκηνής.
– Αυτή η περίφημη διάλεξη αθώωσε το ρεμπέτικο ή ενοχοποίησε εσάς;
– Τον καιρό εκείνο, ασφαλώς το δεύτερο. Ο Μελάς και ο Ψαθάς με κορόιδευαν συνέχεια. Ακόμα κι ο θείος μου έλεγε στη μάνα μου «μάζεψέ τον τον Μάνο, γιατί έχει πάρει τον κακό δρόμο». Αλλά το κατεστημένο δεν έφτανε μέχρι το σπίτι μας (...).
Η διάλεξη στο θέατρο του Κουν δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1949. Και το βράδυ της Δευτέρας οργανώνεται στο Υπόγειο ένα αφιέρωμα στην επέτειο αυτή, που επιμελείται ο Λάμπρος Λιάβας με τους Θοδωρή Οικονόμου, Στέλιο Βαμβακάρη και Γιάννο Περλέγκα.
«Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και να αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει», είχε πει ο Μ. Χατζιδάκις. Αναφέρθηκε, μάλιστα, στον φίλο του που του είχε αποκαλύψει την αλήθεια του ρεμπέτικου, υπερβαίνοντας τις προκαταλήψεις της εποχής.
Την περίοδο της Κατοχής, με έναν φίλο του.
Μόλις 24χρονος τότε, δικαίωσε το ρεμπέτικο ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική», σε μια εποχή που η μουσική αυτή διωκόταν από τη Δεξιά και περιφρονούνταν από την Αριστερά. Εντόπισε ως βασική πηγή της την «αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία», το παραλλήλισε με την αρχαία τραγωδία, υποστήριξε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η μελωδική του γραμμή πλησιάζει τον Μπαχ και στιχουργικά τους Κορνάρο και Λόρκα.
Επειτα κάλεσε στη σκηνή τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Μπέλλου, που έπαιξαν τη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου, το «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ Τσιφλίκι» του Τσιτσάνη, το «Ανοιξε άνοιξε» του Παπαϊωάννου κ.ά. «Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια», είπε ο Χατζιδάκις.
«Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Ετσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους». Η ομιλία του προκάλεσε αντιδράσεις, και καλοθελητές ειδοποίησαν τη μητέρα του να προσέχει ο γιος της σαν κυκλοφορεί στο Παγκράτι. Ευτυχώς, ποτέ δεν πτοήθηκε.
Πηγή: Καθημερινή, της Γιώτας Συκκά