Από το εξωτερικό πολιορκούν συχνά την Ελένη Καραΐνδρου. Αλλοτε για συναυλίες με μεγάλες ορχήστρες κι άλλες φορές για να ντύσει μουσικά ταινίες. Οι αρνήσεις της είναι περισσότερες από τα «ναι». Oμως, η νέα δισκογραφική δουλειά της στην ECM περιέχει δύο ενδιαφέρουσες «συναντήσεις» με δημιουργούς της νεότερης γενιάς. Αυτή με τον Λιβανοκαναδό Wajdi Mouawad για την παράσταση «Tous des oiseaux» στο Παρισινό Εθνικό Θέατρο La Colline και εκείνη με τον Ιρανό ηθοποιό και σκηνοθέτη Payman Maadi για την ταινία του «Bomb, a love story».
«Αυτά τα δυο παιδιά –έτσι τα βλέπω κι ας είναι σαραντάρηδες– με ανακάλυψαν όπως μου είπαν, γύρω στα 20». Ο Πέιμαν σεναριογράφος (πρωταγωνιστής του Ασγκάρ Φαραντί στον «Ενα χωρισμό» - βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βερολίνου), της είπε πως έγραφε σενάρια ακούγοντας δίσκους της. «O Ουαζντί σπουδαίος συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός που σωστά η Γαλλία του έδωσε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, επίσης μου είπε κάτι ανάλογο», λέει η συνθέτρια στην «Κ».
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: ο Ουαζντί Μουαβάντ γεννήθηκε στον Λίβανο και όταν ήταν 10 χρόνων η οικογένειά του έφυγε στη Γαλλία και έπειτα στον Καναδά. Εκεί μεγάλωσε, σπούδασε, έγραψε θεατρικά έργα, διακρίθηκε κι έπειτα κλήθηκε να αναλάβει το Εθνικό Θέατρο La Colline στο Παρίσι. «Κάποια στιγμή, το 2016, μου τηλεφώνησε ο διοικητικός διευθυντής του θεάτρου και μου ζήτησε αν ήθελα να συναντήσω τον Ουαζντί που ερχόταν στην Ελλάδα. Το ραντεβού μας ορίστηκε στο Public, στο Σύνταγμα. Μου είπε την ιδέα του για το έργο “Tous des oiseaux” –όλοι ελεύθεροι, όπως τα πουλιά που δεν γνωρίζουν σύνορα– που έγραφε. Μια σύγχρονη εκδοχή Ρωμαίου και Ιουλιέτας με φόντο τη σύγκρουση ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη που ανασύρει ερωτήματα γύρω από την καταγωγή, την ταυτότητα. Οσες φορές ήρθε στην Αθήνα συναντιόμασταν στη Δεξαμενή, έπειτα πήγα εγώ στο Παρίσι. Στα έργα του μου αρέσει που μπαίνει πάντα στο “στρατόπεδο” του εχθρού. Είναι βαθιά ειρηνιστής».
Η παράσταση ανέβηκε πέρυσι, έκανε τουρνέ και συνεχίζει (Ισπανία, Γερμανία, Ισραήλ και Καναδά μέχρι το καλοκαίρι), με μια μεγάλη στάση πάλι στο Παρίσι τον Δεκέμβριο. Στο πλαίσιο των επαναλήψεων στις 17/12 προγραμματίστηκαν δύο συναυλίες της Ελένης Καραΐνδρου με τη μουσική της παράστασης. «Του είμαι ευγνώμων διότι δεν είναι τόσο απλό να καλείς έναν συνθέτη με 22 μουσικούς από τη χώρα του. Συχνά πηγαίνω στο εξωτερικό αλλά συνήθως μόνη μου, καλεσμένη διάσημων ορχηστρών. Εδώ είμαστε όλοι καλεσμένοι και οι κορυφαίοι σολίστ, η Σαβίνα Γιαννάτου και ο Σωκράτης Σινόπουλος». Ο δίσκος της κυκλοφορεί ήδη στη Γαλλία με εξώφυλλο, φωτογραφία του ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου, ενώ στις 13/12 θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από την ΑΝ Music.
Ομως η μουσική της Καραΐνδρου για την ταινία «Bomb, a love story» σηματοδοτεί μια επιστροφή. «Είναι η πρώτη φορά στα 12 χρόνια από τον θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου που έγραψα για κινηματογράφο. Επρεπε κάτι να αγγίξει την ψυχή μου για να ξεπεράσω το σοκ. Με τον Θόδωρο είχαμε μια αισθητική και ιδεολογική επαφή». Ο Πέιμαν ήταν συγκινητικός. Της έλεγε πως του αρκεί και «μόνο πέντε νότες να παίξεις στο πιάνο».
Του έγραψε πολλά όπως το αισιόδοξο «Βαλς της ελπίδας». «Λάτρεψα το ύφος της ταινίας. Δείχνει έναν λαό, με τρομερή ευγένεια. Επιπλέον το θέμα της συμφιλίωσης σε μια επικίνδυνη γειτονιά αφορά και εμάς.
Στο θεατρικό «Tous des oiseaux» έχει ενδιαφέρον πώς χρησιμοποιεί τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου. «Είναι η φωνή της μάνας που νανουρίζει με θρηνητικό τρόπο το παιδί της. Η φωνή της Παλαιστίνιας μάνας. Είχα συγκλονιστεί ακούγοντας από τον Αηδονίδη το “Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς”, ένα τραγούδι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204). Δεν χρησιμοποίησα τον ίδιο τόνο, αλλά έβαλα τη Σαβίνα και το μουρμούρισε χωρίς λόγια. Είναι η δική μου αίσθηση για τον θρήνο».
Τη ρωτάω για την επιμονή να τα ρυθμίζει όλα μόνη. «Ατζέντη δεν είχα και δεν θα έχω. Δεν θέλω να είμαι “επαγγελματίας”, με την έννοια να μου λέει ο ατζέντης τι θα κάνω. Γράφω μουσική για ό,τι με συγκινεί, όταν με συγκινεί. Αυτό μου χάρισε λιγότερα χρήματα αλλά ελευθερία. Κυρίως το ευχάριστο αίσθημα ότι δεν ξεπούλησα τις αξίες μου». Επιπλέον της χάρισε την άνεση να πηγαίνει στο χωριό της όποτε θέλει, στα βουνά και στα δάση που θέλει να στοχάζεται. «Από τα πρώτα μου βήματα στον χώρο έλεγα πως θέλω χρόνο για αγρανάπαυση. Μου αρκούσαν όσα είχα».
Πηγή: Καθημερινή, της Γιώτας Συκκά