Aγαπώ τις Σπέτσες. Έζησα ένα από τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής μου εκεί. Μιλάμε τώρα για το καλοκαίρι του 1965, πενήντα τρία χρόνια πριν. Εκείνη την εποχή είχε μόλις κυκλοφορήσει το πρώτο μου δισκάκι με το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη», αλλά ήμουν άγνωστος, το δισκάκι δεν περπάταγε. Αδέκαρος και άστεγος κοιμόμουν εδώ κι εκεί φιλοξενούμενος, είχα απελπιστεί πια και ξαφνικά μου προτείνει ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο πιανίστας, να με πάρει μαζί του ως κιθαρωδό στο κλαμπ «Καρνάγιο» των Σπετσών. Πέταξα απ’ τη χαρά μου! Δανείστηκα από φίλους, έφτασα στις Σπέτσες, κατέλυσα στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο ενός σπιτιού στο παλιό λιμάνι, πήγα στο κουρείο, αγόρασα στην ντάπια υφαντό πουκάμισο και μπλε-σαξ παντελόνι, πέταξα τα παπούτσια μου και γυρνούσα όλο το καλοκαίρι ξυπόλητος και ξέγνοιαστος διότι είχα εξασφαλίσει τρεις μήνες δουλειά, δηλαδή ενενήντα μεροκάματα. Μεγάλη υπόθεση για μένα τότε.
Το μαγαζί ήταν στο παλιό λιμάνι. Τώρα λέγεται «Talls». Πριν ήταν η ντισκοτέκ «Φίγκαρο» και πιο πριν, όταν πήγα εγώ, ήταν εκεί το κλαμπ Καρνάγιο. Είχα επιτυχία από την πρώτη βραδιά, τα τραγούδια μου πέρασαν στον κόσμο. Ήρθε όλη η νεολαία εκείνο το καλοκαίρι στο «Καρνάγιο». Όλα τα παιδιά των παραθεριστών. Ήταν παιδιά από καλά σπίτια, πήγαιναν και χορεύανε με τους «Τσαρμς» στο «Show Boat» κι ύστερα ερχόντουσαν με καραβάκια κατά τα μεσάνυχτα, δένανε στο Καρνάγιο και ξενυχτούσαμε μέχρι τις 3 και τις 4 το πρωί. Κοιμόμουν ευτυχισμένος κάθε βράδυ, με την αίσθηση ότι τέλειωσε μια υπέροχη μέρα και μια άλλη υπέροχη με περιμένει μόλις ξυπνήσω.
Πήγαινα για καφέ στο καφενείον «Ο Βασίλης», εκεί που είναι τώρα ο «Σιώρας», και μετά για μπάνιο στη μικρή προβλήτα μπροστά στον Αη-Νικόλα, όπου μαζεύονταν οι παρέες από το παλιό λιμάνι. Έπαιρνα μεσημεριανό στο εστιατόριο «Ο Χαράλαμπος», δίπλα ακριβώς στου «Βασίλη», και μετά σιγά-σιγά ετοιμαζόμουνα για το βράδυ.
Στο «Καρνάγιο», θυμάμαι, έρχονταν και η Μελίνα Μερκούρη, ο Ζιλ Ντασέν, ο Βασίλης Βασιλικός και ο Μάνος Χατζιδάκις, που του άρεζε το τραγούδι μου «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο» και μου το ζητούσε από μακριά με νεύματα, «Διονύση, τα κογίτσια, τα κογίτσια».
Τα απογεύματα καθόμασταν άλλοτε στο παλιό λιμάνι κι άλλοτε στην Ντάπια. Εκεί πήγαινα με τα πόδια. Ξυπόλητος. Και πάντα απ’ τον παραλιακό δρόμο. Ο ήλιος έδυε. Πάνω από την Ντάπια άναβε το παλιό σήμα της Ολυμπιακής. Το «Ποσειδώνιο» θαρρείς και εξαϋλώνονταν. Θυμάμαι τις παρέες. Ήταν ο Λεωνίδας Βογιατζόγλου, ο Παύλος Καλλιγάς, οι αδερφές Λεμπέση, ο Κώστας Θεοφιλόπουλος, ο Γιάννης Πυργιώτης, η Ντόλα Μάτσα, η Ελένη και η Στεπάν Ταπτά, οι αδερφοί Γιαννακοπουλαίοι, η Μάουζι Τσαλδάρη, η Κατερίνα Γεωργή, η Βάνα Βερούτη κ.ά. Δεν τους θυμάμαι όλους, δυστυχώς. Η Άσπα ερχόταν στον παππού και τη γιαγιά της που μένανε στο σπίτι του Καρδιασμένου στην Ντάπια, στο γωνιακό δωμάτιο. Δεν την ήξερα τότε, μετά που παντρευτήκαμε μου τα είπε.
Θυμάμαι που ανέβαινα δίπλα στον αμαξά, χτυπούσα το κουδουνάκι και πήγαινα στη δουλειά μου, στα τραγούδια μου, ακούγοντας τις οπλές των αλόγων.
Στις Σπέτσες πηγαίνω συχνά, μας φιλοξενούν αδελφικά ο Δημήτρης και η Καίτη. Ποτέ όμως δεν ξανάγινε να μείνω εκεί ένα ολόκληρο καλοκαίρι, όπως τότε. Να ζήσω ένα τέτοιο καλοκαίρι πάλι. Μερικές φορές σκέπτομαι να μείνω στις Σπέτσες για πάντα.
Πηγή: Athens Voice