Αυτό τον χειμώνα ο Νίκος εξηντάρισε. Και αντί για μια ακόμη σειρά συναυλίων, επέλεξε ένα δύσκολο εγχείρημα με μια σειρά συνεργασιών με τα Μουσικά Σχολεία της χώρας. Δηλώνει πανευτυχής για αυτό, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Αφουγκράστηκε τον νεανικό παλμό από ταλέντα με τη δίψα που είχε ο ίδιος στο ξεκίνημά του. Συνομίλησε με το μέλλον της μουσικής, μετέδωσε τις δικές του εμπειρίες, πήρε ενέργεια από τα παιδιά και είναι έτοιμος για μια μεγάλη συνάντηση με 4 γενιές μουσικών στο Θέατρο Βράχων στις 21 Ιουνίου, με καλεσμένους από τα Μουσικά Σχολεία της χώρας και τρεις birthday guests: τη Νατάσα Μποφίλιου, την Ελένη Τσαλιγόπουλου και τον Μάρκο Κούμαρη από τους Locomondo. Λίγο πριν, μας λέει μερικά πράγματα που έμαθε από τη «Σχολική εκδρομή» και θυμάται το δικό του ξεκίνημα σε μία τελείως διαφορετική εποχή.
» Από τότε που σκέφτηκα την ιδέα της συνεργασίας με τα Μουσικά Σχολεία, χύθηκε πολύ νερό στο αυλάκι. Είχε πάρα πολύ τρέξιμο, οργανωτικές και γραφειοκρατικές δυσκολίες. Συνάντησα, όπως πάντα, όπως παντού, και τις δύο Ελλάδες. Από τη μία της αδιαφορίας και της άρνησης και από την άλλη του ενθουσιασμού και της δουλειάς. Ήταν εντυπωσιακό. Βέβαια τα σχολεία που συνεργάστηκα ήταν αυτά που ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρότασή μας. Οπότε ήταν οι άνθρωποι που είχαν όρεξη για δουλειά και έβλεπαν μια θετική εμπειρία για τα παιδιά των σχολείων τους. Υπήρξαν και σχολεία που είχαν αρνητική στάση. Γιατί να μπλεχτούμε και τα γνωστά... Θα έλεγε κανείς ότι αυτό θα υπερίσχυε, αλλά έχω σταθεί στην άλλη πλευρά. Βλέπω σαν ένα μικρό θαύμα ότι υπάρχουν 45 μουσικά σχολεία στην Ελλάδα. Μην ξεχνάμε ότι ήταν ένα πειραματικό εγχείρημα που ξεκίνησε από την Παλλήνη. Κι όλα αυτά τα χρόνια, ο θεσμός όχι μόνο επιβίωσε αλλά μεγάλωσε.
» Στις συναυλίες μαζί με τις χορωδίες επικρατεί πανζουρλισμός και μεγάλος ενθουσιασμός, που είναι αμοιβαίος. Και εμείς παίρνουμε πολλή ενέργεια από τα παιδιά και αυτά ζουν την εμπειρία μιας συναυλίας που ξεπερνά τη σχολική παράσταση. Με μια ηλεκτρισμένη μπάντα. Είμαι πανευτυχής που το ζω αυτό: ένα πανηγύρι τριών γενιών. Την επόμενη μέρα από τη συναυλία, κάνω και ένα σεμινάριο τραγουδοποιίας για τα παιδιά που γράφουν στίχους και μουσική. Τους λέω να προετοιμάζουν δουλειά τους για να την παρουσιάσουν. Τους μιλάω για τις δικές μου δυσκολίες, για το πώς γραφτήκαν κάποια τραγούδια μου και στο τέλος λέμε όλοι μαζί ένα τραγούδι. Η υπόθεση του τραγουδιού, παρά τις δυσκολίες που περνάμε, γιατί είμαστε στη χειρότερη φάση που ήμασταν ποτέ, είναι ζωντανή χάρη στη φλόγα των ιδιαίτερων αυτών παιδιών που κάτι τους τρώει, θέλουν να εκφραστούν, θέλουν να πουν την ιστορία τους αλλιώς θα σκάσουν. Μου θυμίζουν τον εαυτό μου στα 16 μου. Είναι μια ειδική κατηγορία. Μπορεί να υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί, σολίστες, τραγουδιστές, που δεν έχουν το μικρόβιο της δημιουργίας.
» Συνηθίζω να λέω στα παιδιά στις συναυλίες μία ιστορία από τότε που ήμουν 20 χρονών. Είχα πάει στις Βρυξέλλες για να σπουδάσω σε μια σχολή. Ζούσαν οι θείοι μου εκεί και μπορούσαν να με φιλοξενούσαν για ένα διάστημα. Μια μέρα που έλειπαν από το σπίτι, ψάχνοντας τη δισκοθήκη του θείου που ήταν τεράστια και κυρίως με κλασική μουσική, βρήκα σε μια γωνία κάτι δίσκους λαϊκούς. Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου και τα λοιπά. Ως παιδί που είχα μεγάλωσε στη Χούντα, όλα τα παραδοσιακά και τα λαϊκά ήταν ταυτισμένα με τη χούντα και τις παρελάσεις της 21ης Απριλίου. Το μόνο παράθυρο προς την ελευθερία ήταν το ροκ και ο Σαββόπουλος. Μέχρι εκεί. Έλα όμως που ένα συννεφιασμένο πρωί στις Βρυξέλλες βρέθηκα να ακούω το «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά» και να κλαίω με μαύρο δάκρυ. Την αφηγούμαι αυτή την ιστορία, για να πω ότι χρειάστηκε μεγάλη διαδρομή για να συμφιλιώσω τους δύο κόσμους μέσα μου. Το ροκ με τα λαϊκά ή την παράδοση με το σήμερα. Εκ των υστέρων χαίρομαι για αυτή την περιπέτεια. Και ας μου πήρε πολύ χρόνο. Όπως μου πήρε πολύ χρόνο να μάθω κιθάρα γιατί ήμουν αυτοδίδακτος. Ήμουν μόνος και έψαχνα στο σκοτάδι. Στα μουσικά σχολεία αυτή τη συμφιλίωση ανατολής και δύσης, παράδοσης και μοντερνισμού, τη δίνουν στα παιδιά σαν κάτι φυσικό από την πρώτη γυμνασίου. Δηλαδή μαθαίνουν τα παιδιά εκεί και βυζαντινή και δυτική, και πιάνο και ταμπουρά, και παίζουν ό,τι επιλέξουν. Μπορεί να καταλήξουν να παίζουν τζαζ, αλλά ξέρουν και τα παραδοσιακά. Ή το αντίστροφο. Και αγαπάνε και σέβονται όλα τα είδη. Αυτό είναι τεράστιο δώρο των μουσικών σχολείων στη μουσική κοινότητα και στην κοινωνία γενικότερα. Είναι και ένας λόγος που σκέφτηκα να κάνω αυτή την εκδρομή. Και δεν ήταν καθόλου εύκολο. Και καθόλου προσοδοφόρο. Αισθάνθηκα, όμως, ότι ήταν κάτι που άξιζε. Που μου έδωσε πολλά πράγματα. Ήταν καινούργιο για μένα. Υπήρχαν στιγμές που με αποζημίωναν για όλο τον κόπο του χειμώνα. Στα σεμινάρια ή στη σκηνή. Θυμάμαι, μετά από ένα σεμινάριο, τα παιδιά της παραγωγής μού είπαν ότι μόνο για τα ταλέντα που ακούσαμε σήμερα, που σηκώθηκαν και είπαν τα τραγούδια τους, άξιζε όλη η δουλειά που κάναμε τον χειμώνα.
» Το πού θα βγουν αυτά τα παιδιά, σε τι επαγγελματικό πλαίσιο, είναι μεγάλο ερώτημα. Η δουλειά μας είχε τρεις πυλώνες: τη δισκογραφία, τις συναυλίες και τα πνευματικά δικαιώματα. Η δισκογραφία έχει καταστραφεί πριν από την κρίση, το live στραγγαλίζεται με 24% ΦΠΑ και ένα εισιτήριο που έχει κατέβει στο μισό – ενώ αυτό δεν έχει συμβεί ούτε στο σινεμά, το θέατρο έχει 6%. Πως θα ζήσουν τα νέα γκρουπ, πώς θα κάνουν την επόμενη δουλειά τους με τέτοια εισιτήρια; Πώς θα αγοράσουν μία κιθάρα; Αυτά σκέφτομαι γιατί και ο γιος μου είναι 19 ετών και έχει την τρέλα της μουσικής. Πώς μπορώ να πω στα νέα παιδιά δουλέψτε, προχωρήστε και όλα θα πάνε καλά;
» Όσον αφορά στα δικαιώματα, είμαστε σε ένα τοπίο βομβαρδισμένο. Θέλαμε να απαλλαχτούμε από τους Ξανθόπουλους, να έχουμε έναν οργανισμό δικό μας συλλογικής διαχείρισης και τώρα πού βρισκόμαστε; Έκλεισε η ΑΕΠΙ χωρίς να έχει δημιουργηθεί κάτι νέο. Είμαστε στον αέρα. Γενικά, άλλωστε, το πνευματικό δικαίωμα έχει απαξιωθεί με όλη αυτή τη φασαρία των δύο τελευταίων ετών. Γιατί ναι μεν αυτοί ήταν απατεώνες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νομιμοποιείται κάποιος να μην πληρώνει πνευματικά δικαιώματα. Κι όμως, αυτό συμβαίνει. Εμείς δεν έχουμε φορέα αυτή τη στιγμή, το κράτος έχει υποσχεθεί ότι θα φτιάξει έναν φορέα, οι ξένοι δεν θέλουν να πάνε σε κρατικό φορέα, θέλουν να πάνε στην αυτοδιαχείριση. Ένα χάος. Ένα απόλυτο χάος. Οι καλλιτέχνες είμαστε διχασμένοι, άλλοι πιστεύουν ότι έπρεπε να πάρουμε εμείς την ΑΕΠΙ, που ήταν ένα έτοιμο μαγαζί, μαζί με τους ξένους και να γίνει συλλογικής διαχείρισης, και άλλοι ότι έπρεπε να κλείσει και να φτιαχτεί κάτι καινούργιο. Ως συνήθως είμαστε διχασμένοι, κι όταν είμαστε διχασμένοι κάποιοι άλλοι χαίρονται.
»Η μουσική έχει καταντήσει ακριβό χόμπι. Δεν ξέρω τι γίνεται στα λαϊκά μαγαζιά γιατί εκεί βγαίνουν νέα αστέρια με πολύ κοινό. Δεν ξέρω πώς δουλεύει το πράγμα εκεί. Αλλά στον δικό μας χώρο αυτό που βλέπω είναι ότι έχει γίνει ένα ακριβό χόμπι από παιδιά με οικονομική άνεση. Τα λαϊκά παιδιά που δεν έχουν βοήθεια από κανέναν, όπως κι εγώ, έχουν δυσκολίες. Προσωπικά προέρχομαι από μεσοαστική οικογένεια, μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, οι γονείς μου ήταν άνθρωποι καλλιεργημένοι αλλά ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος. Μπορεί να μη μας έλλειψε τίποτε αλλά δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Και δεν θα το ήθελα. Αισθάνομαι τυχερός που δεν είχα πλούσιο μπαμπά. Δεν θα είχα αποδείξει ότι τα κατάφερα μόνος μου.
» Η πύλη στην εποχή μου ήταν στενή για δισκογραφικά συμβόλαια. Περνούσαν πολύ λίγοι. Σε μας πίστεψε ένας άνθρωπος, ο Τάσος Φαληρέας, και έτσι υπογράψαμε μετά στην Columbia. Eίχα κάνει τότε τον γύρο των εταιρειών με κασέτες από τα τραγούδια μας και δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Όταν πήγα στον Τάσο στο Pop Eleven και μου είπε αύριο μπαίνουμε στο στούντιο, τότε τσίμπησαν οι εταιρείες που είπαν για να ασχολείται ο Φαληρέας κάτι συμβαίνει εκεί. Δεν θυμόντουσαν καν ότι τους είχα αφήσει κασέτα. Μας έδωσε το χρίσμα ο Τάσος. Και τότε ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν δίσκο. Γιατί δεν γινόταν εκείνες τις εποχές να ηχογραφήσεις σπίτι σου με ένα laptop, όπως γίνεται τώρα. Έπρεπε να πας σε στούντιο και να πληρώσεις πολλά λεφτά. Όμως, παρά τη σημερινή ευκολία των ηχογραφήσεων, η καλή μουσική έχει δυσκολέψει για να τη βρεις. Φαίνεται τελικά ότι η ευκολία αυτή δεν μας ωφελεί.
Πηγή: Athens Voice, του Γιώργου Δημητρακόπουλου