Το καλύτερο album των Jethro Tull, κατά μία ταπεινή άποψη
Έχουν ήδη πει πάρα πολλά τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο απέχουν πολύ από το να πουν την τελευταία τους λέξη. Οι Jethro Tull είναι μια ηγετική δύναμη στο χώρο του progressive και του folk rock, με δίσκους ορόσημα όπως το Aqualung, prog ογκόλιθους όπως τα Thick as a Brick και A Passion Play, αλλά και το πολύ αγαπημένο στις τάξεις των οπαδών τους Benefit. Ο μουσικός χάρτης όμως αλλάζει. Το rock σταματάει προσωρινά με τους έντονους πειραματισμούς, άλλα είδη αναδύονται, έτσι ο Ian Anderson γνωρίζει πως πρέπει να κυκλοφορήσει μια εξαιρετική δουλειά, η οποία θα είναι πιστή στη μέχρι τότε κληρονομιά των Tull, αλλά θα μπορεί να ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον του γκρουπ, όντας επίκαιρη. Καταφέρνει πολλά περισσότερα από αυτό, με ένα album το οποίο καμιά φορά είναι να απορείς αν περίμενε και ο ίδιος του να προκύψει τόσο καλό, αβίαστα τέλειο. Ειδικά μετά το μάλλον αδιάφορο "Too Old to Rock n Roll, Too Young to Die", από το οποίο σώζεται το ομώνυμο τραγούδι.
Το Songs from the Wood δεν αγγίζει απλά την τελειότητα, καθώς μέσα στη μικρή σχετικά διάρκεια του και τα 9 τραγούδια, καταφέρνει και περικλείει όλα τα στοιχεία που έκαναν τους Jethro Tull δημοφιλείς, αλλά επίσης χαρακτηρίζεται από τις καλύτερες ενορχηστρώσεις που υπήρξαν ποτέ σε δίσκο τους. Ένα album το οποίο δεν έχει την παραμικρή περιττή νότα, παρόλα αυτά καταφέρνει και ακούγεται εξαιρετικά πολύπλοκο, μαζί με τη σε σημεία απλότητα και ουχί απλοϊκότητα του. Συνθέσεις με πολύ μεγάλη ποικιλία που εναλάσσονται αρμονικά, χωρίς να ακούγονται καθόλου παράταιρες, ανεβασμένοι ρυθμοί, αλλά και το φλάουτο του Ian Anderson σε έναν πολύ ώριμο ρόλο, να συμμετέχει σαν δεύτερη κιθάρα και να "ορίζει" τα τραγούδια, χωρίς περιττούς αυτοσχεδιασμούς.
Ένα ομώνυμο τραγούδι για το οποίο μιλάει απλά το γεγονός ότι εν έτει 2024, δε λείπει ποτέ από τη σειρά κλασικών τραγουδιών που παίζουν οι Jethro Tull στις συναυλίες τους. Μια ακουστική κιθάρα που κάνει θαύματα στο Jack in the Green, δίνοντας πάσα στην καλύτερη ίσως δυάδα τραγουδιών του δίσκου. Τα Cup of Wonder και Hunting Girl είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της προόδου του γκρουπ μέσα στα χρόνια, με το δεύτερο να θεωρείται άνετα το πιο υποτιμημένο τραγούδι της καριέρας τους. Κορυφαίο πέρασμα στη μέση με τα Ring out Solstice Bells και Velvet Green, το οποίο δίνει την ιδανική "πάσα" για το The Whistler, ένα τραγούδι που αποδεικνύει με τον πλέον περίτρανο τρόπο, γιατί ο Ian Anderson ήταν και είναι το αγαπημένο μας μουσικό ξωτικό, εδώ και δεκαετίες. Μια σύνθεση που απλά βιώνεται και δεν περιγράφεται. Το κλείσιμο με Pibroch και Fire at Midnight απλά οδηγεί το δάχτυλο στο repeat, για έναν δίσκο που μαζί με τον διάδοχο του, έκλεισε θριαμβευτικά τη χρυσή εποχή του κορυφαίου γκρουπ. Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος πάντα.
Καθώς το εξίσου πολύ καλό, αν και μισό σκαλί πιο κάτω, Heavy Horses ήταν άλλο ένα δείγμα του συνθετικού οίστρου του Ian Anderson εκείνη την εποχή. Τα albums που ακολούθησαν έχουν σίγουρα τις πολύ δυνατές τους στιγμές, με τα Stormwatch και The Broadsword and the Beast να ξεχωρίζουν, ωστόσο μέχρι και σήμερα, που έχουμε την τύχη να τους απολαμβάνουμε ζωντανά, τα παλιά τραγούδια που θέλουμε να ακούμε είναι συγκεκριμένα. Είναι τραγούδια μιας τεράστιας μουσικής παρακαταθήκης, της οποίας το Songs from the Wood αποτελεί ίσως το απόλυτο δείγμα.