Το γέρασμα είναι ένα από πρώτα μυθιστορήματα του Ιταλού συγγραφέα Ιτάλο Σβέβο που κυκλοφόρησε το 1898 αλλά πέρασε απαρατήρητο και δεν έλαβε την αναγνώριση των κριτικών. Το γεγονός αυτό τον επηρέασε συγγραφικά, καθώς για ένα διάστημα απείχε από τη συγγραφή μέχρι τη στιγμή που ο φίλος του James Joyce τον ενθάρρυνε να συνεχίσει.
Η ιστορία αφορά έναν 35χρονο άντρα τον Εμίλιο Μπρεντάνι που ζει με την αδελφή του Αμάλια. Ερωτεύεται την Αντζολίνα, μια γυναίκα αρκετά μικρότερη του, που ανήκει στην εργατική τάξη. Η σχέση του με τη νεαρή γυναίκα επηρεάζει συναισθηματικά την αδελφή του η οποία φαίνεται να τρέφει αισθήματα για το φίλο του αδελφού της, Στέφανο. Ο Εμίλιο δεν γνωρίζει τον έρωτα της Αμάλια για το φίλο του, μέχρι τη στιγμή που ένα ψέμα του θα την οδηγήσει στην ασθένεια. Η ασθένεια αυτή θα βοηθήσει τον Εμίλιο να τερματίσει την σχέση του με την Αντζολίνα, μια σχέση που καθόρισε τη ζωή του.
Η αφήγηση και οι ήρωες του μυθιστορήματος
Ο Σβέβο επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ένας παρατηρητής αφηγείται την ιστορία του Εμίλιο και των προσώπων που τον περιβάλλουν υιοθετώντας σε αρκετά σημεία ειρωνικό ύφος. Η ιστορία ξεκινά άμεσα προτάσσοντας την επιθυμία του κεντρικού ήρωα. Θέλει να δημιουργήσει δεσμό με την Αντζολίνα, ωστόσο χωρίς να δημιουργεί τις βάσεις για μια μελλοντική υγιή σχέση. Επιλέγεται η επιθυμία αυτή να εκφραστεί με ευθύ λόγο τόσο για να δώσει ζωντάνια στον λόγο όσο και για να δικαιολογηθεί στην συνέχεια η τάση του αφηγητή να ειρωνεύεται και να προχωρά σε διαπιστώσεις για τις επιλογές των ηρώων.
«Αμέσως, με τις πρώτες λέξεις που της είπε, θέλησε να την προειδοποιήσει πως δεν είχε σκοπό να δεσμευτεί σε σοβαρή σχέση. Μίλησε περίπου έτσι:
- Μου αρέσεις πολύ και για το καλό σου θέλω να κάνουμε μια συμφωνία: να προχωρήσουμε προσεκτικά και με επιφύλαξη.
Τα λόγια ήταν τόσο φρόνιμα, που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι ειπώθηκαν από αγάπη. Μάλιστα, αν ήταν ειλικρινέστερα, θα ακούγονταν έτσι:
- Μου αρέσεις πολύ, αλλά δεν μπορείς παρά να είσαι ένα παιχνίδι στη ζωή μου. Τίποτα περισσότερο. Έχω άλλες προτεραιότητες: τη σταδιοδρομία, την οικογένειά μου.»
Οι ήρωες παρουσιάζονται ως επί το πλείστον αδύναμοι. Μολονότι θα περίμενε ο αναγνώστης να περιγραφεί αρχικά ο Εμίλιο, ο Σβέβο επιλέγει να ξεκινήσει με την αδελφή του κεντρικού ήρωα Αμάλια, καθώς αυτή είναι που θα καθορίσει και την πορεία της σχέσης του Εμίλιο με την Αντζολίνα. Η γυναικεία αυτή φιγούρα φαίνεται να υποφέρει επειδή έτσι της το χάραξε η μοίρα, ορίστηκε να φροντίζει τον αδελφό της και να παραμελεί τις επιθυμίες της γι’ αυτό και χάνει τα λογικά της μη μπορώντας να εκφράσει τον έρωτά της για το Στέφανο. Ο αφηγητής δεν χάνει την ευκαιρία στην συνέχεια να ταχθεί απέναντι από τον κεντρικό ήρωα και να παρουσιάσει τα σημεία αυτά στην προσωπικότητά του που θα σταθούν ανασταλτικοί παράγοντες στην ευτυχία του. Είναι ένας 35άρης που αισθάνεται ανικανοποίητος μπροστά στις απολαύσεις και τον έρωτα. Είναι ένας άντρας που δεν έχει καταφέρει να διακριθεί επαγγελματικά ενώ η λογοτεχνική του πορεία είναι αποτυχημένη:
«Το μυθιστόρημα, τυπωμένο σε χαρτί κακής ποιότητας, κιτρίνισε στα ράφια του βιβλιοπώλη, αλλά, κι ενώ όταν είχε κυκλοφορήσει είχαν χαρακτηρίσει τον Εμίλιο μεγάλη ελπίδα για το μέλλον, τώρα τον θεωρούσαν ένα είδος αξιοσέβαστου τοπικού λογοτέχνη που μετρούσε στον μικρό καλλιτεχνικό ισολογισμό της πόλης».
Τα πρόσωπα που ακολουθούν στις παρουσιάσεις είναι κι αυτά που θα οδηγήσουν στη θλίψη τα δύο αδέλφια. Η Αντζολίνα είναι μια γυναικεία φιγούρα που φαίνεται να είναι συμπαθής στον αφηγητή μιας και επιλέγει οι περιγραφές του να συνοδεύονται από επίθετα που λαμπρύνουν την εξωτερική μορφή της ηρωίδας « Η Αντζολίνα ήταν μια ξανθιά με μεγάλα γαλάζια μάτια, λεπτή, ψηλή και δυνατή, αλλά και με καμπύλες και με ένα φωτεινό πρόσωπο γεμάτο ζωντάνια. Είχε δέρμα κεχριμπαρένιο και τριανταφυλλένιο μαζί: έσκαγε από υγεία» ενώ η κοινωνική της θέση φαίνεται να μην αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο χαρακτήρα της. Τέλος ο Στέφανο Μπάλλι είναι ο 40άρης γοητευτικός άντρας που μονάχα τα γκρίζα του μαλλιά μαρτυρούν την ηλικία του. Έχοντας εμπειρία στον ερωτικό τομέα αναλαμβάνει να κρίνει και να συμβουλεύσει τον φίλο του Εμίλιο για τις επιλογές του.
Ο έρωτας στο Σβέβο
Οι ήρωες του Σβέβο έχουν την ανάγκη να αγαπηθούν, θέλουν να αγαπήσουν, κάποιοι φοβούνται να φθάσουν στην αγάπη, σε άλλους τους απαγορεύεται η αποδοχή αγάπης.
Ο Εμίλιο βασανίζεται καθώς μολονότι καταφέρνει να αγαπήσει την Αντζολίνα η καχυποψία και η ανταγωνιστικότητά του απέναντι στους ομόφυλούς του καταστρέφει κάθε ερωτικό στοιχείο. Ο Στέφανο αν και παρουσιάζεται με αυτοπεποίθηση κι αυτός καταλαμβάνεται από φόβο και άγχος μπροστά στον έρωτα, μπροστά στη μοιραία γυναικεία φιγούρα της Αντζολίνα. Ο συγγραφέας μέσα από τις αντιδράσεις των ηρώων προσπαθεί να ερμηνεύσει τα βασανιστικά στάδια του έρωτα.
Η πηγή έμπνευσης
Ορισμένοι διαβάζοντας Το γέρασμα το χαρακτηρίζουν ημιαυτοβιογραφικό, ένας όρος που δεν γνωρίζω αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο συγκεκριμένο έργο μιας και ο Σβέβο δεν προχωρά σε κάποια συγκεκριμένη αναφορά. Ο θάνατος της μητέρας του αλλά και οι επιστολές του προς την σύζυγό του Livia αποτελούν πηγή έμπνευσης για τη δόμηση των κεφαλαίων που αφορούν το θάνατο της αδελφής του και την φιγούρα της αγαπημένης του Αντζελίνα. Η προσωπική ζωή του Σβέβο αποτελεί τη βάση για τη γραφή της ιστορίας του, αποκτά καθαρά λογοτεχνική διάσταση.
Το γέρασμα είναι ένα μυθιστόρημα που καταπιάνεται με τον έρωτα. Οι ήρωες του Σβέβο μεγαλώνουν διαβαίνοντας τα στάδιά του όπως αυτοί τα καθορίζουν. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την ιστορία όπως δίνεται από τον αφηγητή και να κατανοήσει την ανάγκη των ηρώων να μην χάσουν τον εαυτό τους και να μην ταπεινωθούν. Μια ιστορία συγκινητική που αποτυπώνει τα ήθη στα τελευταία χρόνια του 19 ου αιώνα.
Το μυθιστόρημα επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου.