ΗΜΟΥΝ ΣΤΗ ΜΕΣΗ των σπουδών μου και, όπως πολλοί άλλοι φοιτητές, άρχιζα να αμφιβάλλω για την απόφασή μου να σπουδάσω. Μίλησα γιʼ αυτό με τον ψυχοθεραπευτή μου. Καταλάβαινα ότι πίεζα τον εαυτό μου και ζοριζόμουν για να συνεχίσω τις σπουδές μου. «Αυτό είναι το πρόβλημα» είπε ο Χοντρός. “Όσο συνεχίζεις να πιστεύεις ότι “πρέπει” να σπουδάσεις για να πάρεις πτυχίο, δεν υπάρχει περίπτωση να το απολαύσεις. Κι όσο δεν απαιτείς λίγη ικανοποίηση, ορισμένες πλευρές της προσωπικότητάς σου παίζουν άσχημα παιχνίδια.”
Ο Χόρχε επαναλάμβανε μέχρι αηδίας ότι δεν πίστευε στον καταναγκασμό. Έλεγε ότι τίποτα χρήσιμο δεν κατορθώνεται με το ζόρι. Ωστόσο, σ’ αυτή την περίπτωση, νομίζω έκανε λάθος. Ή ίσως να ήμουν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. « Μα Χόρχε, δεν μπορώ να διακόψω τις σπουδές μου» είπα. «Δεν νομίζω ότι στον κόσμο που μου έλαχε να ζω θα καταφέρω να κάνω κάτι αν δεν έχω ένα πτυχίο. Κατά κάποιο τρόπο, το πτυχίο είναι μια εξασφάλιση.»
«Μπορεί», είπε ο Χοντρός. «Ξέρεις τι είναι το Ταλμούδ;» «Ναι.» «Υπάρχει ένα διήγημα στο Ταλμούδ που μιλάει για έναν κοινό άνθρωπο. Ήταν ο θυρωρός ενός πορνείου.» Δεν υπήρχε σʼ εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο… όμως, τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος; Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σ’ εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από αυτόν, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του.
Για δεκαετίες, το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά, και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο. Μια μέρα, πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης κι ένας νέος με ανησυχίες, δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση. Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες. Στο θυρωρό είπε: «Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις των αριθμό των ζευγαριών που μπαίνουν καθημερινά. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μία φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα.»
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως…. «Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε¨, ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.» «Α, Πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γιʼ αυτό…» «Μα κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου..» Δεν τον άφησε να τελειώσει… Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του.
Τι να έκανε; Θυμήθηκε ότι μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό. Αναζητούσε σʼ όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γιʼ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης πού είχε πάρει. Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό για να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε.
Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονά τους « Ήθελα να σε ρωτήσω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;» «Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω… Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και..» «Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί» «Εντάξει» Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα. «Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;» «Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δυο μέρες με το μουλάρι.» “Ας κάνουμε μια συμφωνία» είπε ο γείτονας. « Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;» Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για τέσσερις μέρες… Δέχτηκε.
Στην επιστροφή του, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του. «Γεια χαρά, γείτονα. Εσύ πούλησες το σφυρί στο γείτονά μας;» «Ναι.» «Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για να κάνεις τις αγορές σου.» Ο πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί κι ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.
«…Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου», θυμήθηκε. Αν αυτό ήταν σωστό, πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον άλλον να ταξιδεύει για να φέρνει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρισκάριζε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία απ’ όσα είχε πουλήσει. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια. Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ό,τι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη . Μετά, μεγάλωσε την είσοδο κι ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε μια βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού, του έστελνε τις παραγγελίες. Είχε γίνει καλός πελάτης. Με τον καιρό, πολλοί αγοραστές από μικρότερα χωριά πιο απομακρυσμένα προτιμούσαν το σιδηροπωλείο του και γλίτωναν τις δύο μέρες ταξίδι.
Μια μέρα σκέφτηκε ο φίλος του, ο τορναδόρος, μπορούσε να κατασκευάζει γι΄αυτόν τα σφυριά. Και μετά… Γιατί όχι; Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες, καλέμια. Υστέρα ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες… Για να μην τραβήξει σε μάκρος η ιστορία, ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων, με σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά, έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής.
Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής. Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμήν του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε:
«Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου.» «Η τιμή είναι δική μου» είπε ο άντρας. Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.» «Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. « Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».
«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άντρας ψύχραιμα. « Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω..θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο!»
Απόσπασμα από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία», του Χόρχε Μπουκάι.