Χόρχε Μπουκάι: Όταν δεν χρωστάς μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις

«ΚΟΙΤΑΞΕ, ΝΤΕΜΙΑΝ. Θα ήταν υπέροχο να πήγαινες τις σημειώσεις στο φίλο σου. Το ιδανικό θα ήταν να ένιωθες, επιπλέον, ικανοποίηση που το κάνεις. Εξίσου λογικό θα ήταν να το έκανες δίχως κανένα συναίσθημα. Όμως, γιατί το κάνεις με τόση δυσφορία; Δεν νομίζω ότι ο Χουάν θα περάσει το μάθημα μελετώντας αυτές τις σημειώσεις!»
«Μα, τι σημασία έχει αυτό;»
«Τίποτα. Ένα καλαμπούρι έκανα. Σκεφτόμουν όλη την “άσχημη φάση”, όπως λέτε εσείς.»
«Δεν ξέρω γιατί με πρήζεις τώρα, αφού σου είπα πως θα τις πάω.»
«Σε πρήζω για να καταλάβεις το πώς φτάνεις σε τέτοιες καταστάσεις. Να σου πω μια ιστορία;»

Μια φορά, ένας μαχαραγιάς που ήταν διάσημος για τη μεγάλη σοφία του, έκλεινε τα εκατό χρόνια. Το γεγονός έγινε δεκτό με μεγάλη χαρά διότι όλοι αγαπούσαν πολύ τον κυβερνήτη τους. Στο παλάτι οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τη βραδιά εκείνη, και προσκάλεσαν τους ισχυρούς των άλλων βασιλείων.

Ήρθε η μέρα, κι ένα βουνό από δώρα στήθηκε στην είσοδο της σάλας όπου ο μαχαραγιάς θα πήγαινε να χαιρετήσει τους καλεσμένους του. Στο δείπνο, ο μαχαραγιάς ζήτησε από τους υπηρέτες του να ξεχωρίσουν τα δώρα σε δύο ομάδες. Σ’ αυτά που έγραφαν αποστολέα και σ’ αυτά που κανένας δεν ήξερε ποιος τα είχε στείλει.

Την ώρα του επιδορπίου, ο βασιλιάς έβαλε να φέρουν τις δύο στοίβες με τα δώρα. Από τη μια ήταν εκατοντάδες μεγάλα και ακριβά δώρα, κι από την άλλη καμιά δεκαριά.

Ο μαχαραγιάς άρχισε να ανοίγει τα δώρα που είχαν αποστολέα και καλούσε αυτούς που τα είχαν στείλει. Έναν έναν, τον έβαζε ν’ ανέβει στο θρόνο και του έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ για το δώρο σου. Σου το επιστρέφω και είμαστε όπως πριν». Και του έδινε πίσω το δώρο, ότι κι αν ήταν.

Όταν τελείωσε με την πρώτη στοίβα, πήγε στη δεύτερη και είπε: «Αυτά τα δώρα που δεν έχουν αποστολέα θα τα δεχτώ, γιατί δεν μου δημιουργούν καμία υποχρέωση, και στην ηλικία μου δεν είναι καλό να δημιουργείς χρέη».

Κάθε φορά που δέχεσαι κάτι, Ντεμιάν, μπορεί στη διάθεσή σου ή στη διάθεση του άλλου αυτό να μετατραπεί σε χρέος. Σ’ αυτήν την περίπτωση, καλύτερα να μη δέχεσαι τίποτα.

Αν, όμως, νιώθεις ικανός να δίνεις χωρίς να περιμένεις πληρωμή και να παίρνεις δίχως να νιώθεις υποχρέωση, τότε μπορείς να δίνεις ή όχι, να παίρνεις ή όχι, αλλά ποτέ δεν θα μείνεις χρεωμένος. Και το πιο σημαντικό: ποτέ κανένας δεν θα σου αφήσει αξεπλήρωτο χρέος γιατί κανένας ποτέ δεν θα σου χρωστάει τίποτα.

Όταν ο Χόρχε τελείωσε, η κακή μου διάθεση είχε εξαφανιστεί. Κατάλαβα ότι δεν είχα υποχρέωση να πάω τις σημειώσεις στο φίλο μου. Κατάλαβα ότι ο Χουάν με είχε βοηθήσει δίχως να περιμένει κάτι σε αντάλλαγμα –κι ακόμα περισσότερο: ότι αν το είχε κάνει περιμένοντας ανταπόδοση, θα ήταν ένας άθλιος και δεν θ’ άξιζε να του κάνω εξυπηρετήσεις. Συνεπώς, δεν του χρωστούσα τίποτα και μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα. Έτσι έδωσα ένα φιλί στον Χόρχε κι έφυγα για να πάω τις σημειώσεις στον Χουάν.

«ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» του ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ εκδ.opera