Είναι τόσο εύκολο να καταλάβεις ότι δεν σ’ αγαπάνε; Φτάνει να κοιτάξεις κάποιον στα μάτια; Αρκεί να τον δεις να κινείται μέσα στον κόσμο; Είναι αρκετό να τον ρωτήσεις ή ν’ αναρωτηθείς;
Αν είναι έτσι, πώς εξηγείται τόση απογοήτευση; Γιατί απογοητεύονται συνεχώς οι άνθρωποι αν είναι τόσο εύκολο πραγματικά να καταλαβαίνουμε πότε νοιάζεται ή δεν νοιάζεται για μας αυτός που αγαπάμε; Πώς μπορεί να μας εκπλήσσει η αποκάλυψη της αλήθειας ότι δεν μας αγαπάνε; Πώς έγινε και νομίζαμε ότι μας αγαπούσαν ενώ δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο;
Τρία πράγματα μας εμποδίζουν να δούμε την καθαρή αλήθεια:
Το πρώτο απ’ αυτά αντικατοπτρίζεται στην ιστορία «Η Εκτέλεση», την οποία αναφέρω στο βιβλίο μου: Να σου πω μια ιστορία.
Η ιστορία αναφέρεται, εν ολίγοις, σε έναν ισχυρό και τυραννικό βασιλιά κι έναν σοφό και καλοκάγαθο ιερέα. Στην ιστορία, ο σοφός ιερέας καταστρώνει ένα σχέδιο για να παγιδεύσει τον άρχοντα. Πολλοί μαθητές του ιερέα τσακώνονται για να τους καταδικάσει ο βασιλιάς σε αποκεφαλισμό. Ο βασιλιάς απορεί με αυτή την απόφαση ομαδικής αυτοκτονίας και αρχίζει να το ψάχνει, ώσπου «ανακαλύπτει» στις ιερές γραφές ένα κείμενο που βεβαιώνει ότι όποιος πεθάνει από τα χέρια του δήμιου την πρώτη μέρα μετά την πανσέληνο θα ξαναγεννηθεί και θα είναι πλέον αθάνατος. Ο βασιλιάς, ο οποίος δεν φοβάται παρά μόνο τον θάνατο, αποφασίζει να ζητήσει από τον δήμιο να του πάρει το κεφάλι το πρωί της συγκεκριμένης ημέρας.
…Έτσι κι έγινε, και το χωριό απαλλάχτηκε επιτέλους από τον τύραννο. Τότε, ρώτησαν οι μαθητές: «Πώς μπόρεσε αυτός ο άνθρωπος που καταδυνάστευε το λαό μας, ο πονηρός σαν τσακάλι, να πιστέψει κάτι τόσο παιδαριώδες όπως η ιδέα ότι θα συνεχίσει κανείς να ζει στην αιωνιότητα αφού του κόψει ο δήμιος το κεφάλι;»
Και ο δάσκαλος απάντησε: «Εδώ, υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθετε… Κανείς δεν είναι πιο ευάλωτος και έτοιμος να πιστέψει κάτι ψεύτικο, από εκείνον που ΕΥΧΕΤΑΙ να είναι το ψέμα αληθινό».
Πώς να μη δω ότι χιλιάδες άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους σε μια ερωτική ή συντροφική σχέση νομίζοντας ότι τους αγαπά αυτός που δεν τους αγαπάει ή δεν τους αγάπησε ποτέ;
Το θέλω τόσο πολύ, το λαχταρώ, το εύχομαι κι έχω τόση ανάγκη να μ’ αγαπάς, που ίσως βλέπω σε οποιαδήποτε κίνησή σου μια εκδήλωση της αγάπης σου. Έχω τόσο μεγάλη επιθυμία να πιστέψω αυτό το ψέμα (όπως ο βασιλιάς του παραμυθιού), που δεν με ενδιαφέρει η ολοφάνερη απάτη.
Ο Σοπενχάουερ το εξηγεί αυτό σε μια φράση θεωρώντας ότι «μπορεί κανείς ν’ αγαπάει, αλλά μπορεί να μην αγαπάει αυτόν που τον αγαπάει».
Η δεύτερη αιτία σύγχυσης είναι η πρόθεση να αυτοαναγορεύεται κανείς αξιολογητής της αγάπης του άλλου. Από τη σκοπιά τουλάχιστον της σύγκρισης του τι είμαι εγώ ικανός να κάνω γι’ αυτόν που αγαπώ, με το τι κάνει εκείνος ή εκείνη για μένα.
Ό άλλος δεν μ’ αγαπάει όπως τον αγαπάω εγώ ή, ακόμη χειρότερα, όπως θα ήθελα να μ’ αγαπάει. Ο άλλος μ’ αγαπάει με ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ τρόπο.
Στο άλλο άκρο βρίσκονται εκείνοι που, μπροστά στην απώλεια της αγάπης, αρχίζουν ν’ αμφιβάλλουν γι’ αυτό που βλέπουν, καθώς προσβάλλει τη ματαιοδοξία τους.
Καθώς πορεύομαι στον δρόμο της συνάντησης, μαθαίνω να δέχομαι ότι μπορεί να μη μ’ αγαπάς. Και το αποδέχομαι, αφενός υποφέροντας που δεν μ’ αγαπάς, και αφετέρου από ταπεινοφροσύνη. Μιλάω για ταπεινοφροσύνη, γιατί αυτός είναι ο τρίτος λόγος που με κάνει να μη βλέπω.
Η αγάπη είναι από τα λίγα πράγματα στην καθημερινή μας ζωή που δεν εξαρτώνται μόνο από το τι κάνουμε εμείς ούτε αποκλειστικά από τη δική μας απόφαση αλλά, απλώς, μας προκύπτει. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Αν θυσιάσω, χαλάσω ή ξεγράψω τη ζωή μου για σένα, θα μπορέσω να κερδίσω τον οίκτο σου, την περιφρόνησή σου, τη συμπόνια σου, ίσως και την ευγνωμοσύνη σου, δεν θα καταφέρω όμως να σε κάνω να μ’ αγαπήσεις, γιατί αυτό δεν εξαρτάται από το τι μπορώ να κάνω εγώ.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ»-Χόρχε Μπουκάι