Ξεκίνησα τη Λωξάντρα
σαν ατζαμής, στα γηρατειά μου,
και δεν ήξερα πώς ν' αρχίσω.
Έπιασα τη Λωξάντρα απ' τη μέση και
την έβγαλα γριά στην πρώτη σελίδα.
Έτσι έγινε η Λωξάντρα.
Πριν απ' αυτό
η ζωή μου ήταν γεμάτη βιοπάλη.
Όταν εργάζεσαι
δεκαέξι και δεκαοκτώ ώρες
το εικοσιτετράωρο,
όταν έχεις να μεγαλώσεις δυο παιδιά
και μια μητέρα γριά,
δεν σου μένει καιρός ανάσα να πάρεις,
να θυμηθείς αν υπάρχεις -
τι να γράψω...
Εγώ τώρα αποχαιρετάω
τα χρόνια που έφυγαν.
Ξέρεις πόσο γρήγορα
φεύγει ο χρόνος όταν γερνάς
και πώς φαίνεται;
Πώς ήμουν πριν δυο χρόνια
και πώς είμαι τώρα...
Δεν μπορώ να γράψω
ούτε με μαρκαδόρο.
Εσένα τώρα ούτε που σε βλέπω.
Σαν σκιά...
Και όσο πάω
ακούω και πιο λίγο.
Καλά που δεν ακούω,
αλλά και να μη βλέπω...
Σφαλνώ τα μάτια μου
και πηγαίνω πίσω και ζω...
Θυμάμαι
μια να είμαι μωρό στα Ταταύλα,
μια είμαι κοπέλα στη Ρωσία.
Μια φορά είχα ωραίο σώμα.
1914...
Αυτός είναι ο χρόνος.
Ζωή μια φορά...
Να μη μαυροφορεθεί κανείς.
Ούτε στεφάνια.
Όποιος θέλει, να δώσει το αντίτιμο
στο δήμαρχο Νέας Σμύρνης υπέρ
της υπηρεσίας απορριμμάτων.
Ακόμα να μη με κλάψετε καθόλου.
Τα κλάματα δεν χρειάζονται
όταν ο θάνατος είναι φυσιολογικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
της Μαρίας Ιορδανίδου: «Η αυλή μας»