Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τύπος που τριγυρνούσε μ’ ένα τούβλο στο χέρι. Είχε αποφασίσει ότι κάθε φορά που θα τον ενοχλούσε κάποιος σε σημείο που να τον εξοργίζει, θα τον κοπανούσε με το τούβλο. Η μέθοδος ήταν λίγο παλαιολιθική, φαινόταν όμως αποτελεσματική – έτσι δεν είναι;
Μια φορά συναντήθηκε μ’ ένα φίλο πολύ υπεροπτικό, που του μίλησε με κακό τρόπο. Πιστός στην απόφασή του, ο τύπος του πέταξε το τούβλο.
Δεν θυμάμαι αν τον πέτυχε ή όχι. Το θέμα, όμως, είναι ότι μετά έπρεπε να πάει να πάρει το τούβλο του και δεν το έβρισκε πουθενά. Στεναχωρήθηκε. Αποφάσισε τότε να βελτιώσει το «Σύστημα Αυτοπροστασίας με Τούβλο», όπως το είχε ονομάσει ο ίδιος. Έδεσε το τούβλο σ’ ένα σπάγκο που είχε μήκος ένα μέτρο και βγήκε έξω. Έτσι, το τούβλο δεν θα απομακρυνόταν πολύ. Διαπίστωσε, όμως, ότι και η νέα του μέθοδος είχε προβλήματα. Από τη μια, το άτομο που γινόταν δέκτης της επιθετικότητάς του έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση βολής μικρότερη του ενός μέτρου, και από την άλλη, μόλις πετούσε το τούβλο έπρεπε να κάνει τον κόπο να τραβήξει αμέσως το σχοινί. Εξάλλου, ο σπάγκος έμπλεκε και κουβαριαζόταν και η κατάσταση δυσκόλευε.
Τότε, ο άνθρωπος εκείνος επινόησε το «Σύστημα Τούβλο III». Πρωταγωνιστούσε και πάλι το ίδιο τούβλο, όμως, στο νέο σύστημα ο σπάγκος διέθετε ελατήριο. Τώρα μπορούσε να εκτοξεύει το τούβλο πολλές φορές και να γυρνάει πίσω μόνο του, σκέφτηκε ο τύπος.
Όταν βγήκε στο δρόμο και δέχτηκε την πρώτη επίθεση, πέταξε το τούβλο. Δεν πέτυχε το στόχο του γιατί το τούβλο, με τη δύναμη του ελατηρίου, γύρισε πίσω και κοπάνησε τον ίδιο κατακέφαλα.
Ξαναπροσπάθησε, αλλά έφαγε άλλη μια με το τούβλο στο κεφάλι γιατί δεν είχε υπολογίσει καλά την απόσταση.
Την τρίτη φορά την έφαγε γιατί δεν το εκτόξευσε την κατάλληλη στιγμή.
Η τέταρτη φορά ήταν λίγο ιδιόμορφη γιατί, παρότι είχε αποφασίσει να κοπανήσει με το τούβλο το υποψήφιο θύμα του, ήθελε ταυτόχρονα και να το προστατεύσει από το χτύπημα, κι έτσι το τούβλο κατέληξε πάλι στο δικό του κεφάλι.
Του έκανε ένα τεράστιο καρούμπαλο.
Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί δεν ξαναεπιχείρησε να χτυπήσει άλλον με το τούβλο, κι αν έφταιγαν τα χτυπήματα ή είχε συμβεί κάποια μεταστροφή στην ψυχολογία του.
Όλα τα χτυπήματα είχαν στραφεί εναντίον του.
«Ο μηχανισμός αυτός λέγεται ανάδραση: Σημαίνει ότι προστατεύουμε τους άλλους από τη δική μας επιθετικότητα.»
Κάθε φορά που το κάνουμε αυτό, η επιθετική και βίαιη ενέργειά μας συγκρατείται προτού φτάσει στον άλλον από ένα φράγμα που τοποθετούμε εμείς οι ίδιοι. Το φράγμα αυτό δεν απορροφά την κρούση, απλώς την ανακλά. Κι όλος ο θυμός, όλη η κακοκεφιά, όλη αυτή η επιθετικότητα στρέφεται εναντίον του εαυτού μας, άλλοτε μέσω πραγματικών πράξεων αυτοτιμωρίας (αυτοτραυματισμοί, υπερβολές στο φαγητό, ναρκωτικά, ανώφελη έκθεση σε κινδύνους) κι άλλοτε μέσω κρυμμένων συγκινήσεων ή συναισθημάτων (κατάθλιψη, ενοχές, ψυχοσωματικά προβλήματα).
Είναι πολύ πιθανό ένας «πεφωτισμένος» ουτοπικός άνθρωπος, ευφυής και ακέραιος, να μην οργιζόταν ποτέ. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να μη θυμώναμε ποτέ. Ωστόσο, κάθε φορά που νιώθουμε οργή, λύσσα, τσαντίλα, ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε είναι να τη βγάλουμε από πάνω μας μετατρέποντάς τη σε δράση. Σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα καταφέρουμε, αργά ή γρήγορα, θα είναι να εξοργιστούμε με τον εαυτό μας.
Από το βιβλίο «ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» του Χόρχε Μπουκάι – εκδ. opera