Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη-Νίκος Καββαδίας

Να κάθεσαι τις δώδεκα ώρες από τις εικοσιτεσσαρες, επί δεκαπέντε, 
είκοσι, τριάντα μέρες, γυρίζοντας πότε λίγο δεξιά, ποτε αριστερά μια ξύλινη ρόδα γιοματη καβίλιες, κοιτάζοντας αδιάκοπα τον μπούσουλα και προσπαθώντας να κρατάς τη γραμμή σου πάντα στον ίδιο καιρό..... 

Την ημέρα πάει καλά, βλέπεις τον ουρανό , τη θάλασσα, ακούς να μιλαν κάπου κάπου, μα τη νύχτα......

Δεν παν δύο ώρες που έπιασα βάρδια κι όμως νυστάζω απελπιστικά. 
Ο σύντροφός μου κοιμάται όρθιος δίπλα μου και ξυπνάει κάθε που χάνει την ισορροπία του γα να ξανακοιμηθεί σε λιγάκι........

Τέτοιαν ώρα στο σπίτι μου πέφταμε για να κοιμηθούμε. Η μητέρα είχε διπλωσει την εφημερίδα της και η αδερφή θα αποτελείωνε για εκατοστή ίσως φορά, δακρυσμένη το ημερολόγιο της ΜαρίαςΜπασκιρτσέφ.......Εγώ στη συνηθισμένη μου θέση θα'κλεινα ....Τα φανταστικά ταξίδια του λοστρόμου Γουηλ, ή τον Ροβινσωνα Κρουσο από το Αμβούργο. 
Και τωρα !.....

Τώρα σε μια κλειστή γέφυρα, δίπλα από ένα σύντροφο που δε με συνδεει τιποτ' άλλο με δαύτον εκτός από την κούραση, σ'ενα καράβι γιοματο κάρβουνο, που κυλάει πάνω στην υγρή έκταση του Ινδικού και πηγαίνει στο Τογκίνο, νυστάζω θανάσιμα. 

Ο αξιωματικός της Πορείας περιπατεί από τη μιαν άκρη στην άλλη και χτυπάει τις μπότες του δυνατά, προσπαθώντας να ξεμουδιάσει τα πόδια του. 

Θυμάμαι την πρώτη μου αναχώρηση μ'  ένα μεγάλο ποσταλε. Τη στιγμή εκείνη που πραγματοποιούσα το λαμπροτερον όνειρο μου , ήμουνα γιομάτος αμφιβολία και φόβο. 

Θυμάμαι την κωμικοτραγικήν αρρώστια της θάλασσας, που για καιρό με βασάνιζε. Έπειτα τις αφίξεις στα Χαρούμενα λιμάνια της Μεσογείου. 

Η Μαρσίλια,  η Νεάπολης, η Μπαρτσελόνα, οι βαμμενες γυναίκες που ταξιδευουνε, οι αποχαιρετισμοί , τα δάκρυα, οι σβησμενοι λυγμοί και τα μαντηλια, που ανεμίζονταν μ'ειχαν τόσο μαγέψει, ώστε να σβηστεί κάθε αμφιβολία και φόβος που είχε γεννηθεί μέσα μου 
Ύστερα στα μαύρα, σαν πένθιμα 
φορτηγά. 

Δεν υπάρχει θλιβεροτερη αναχώρηση, και η ζωή μέσα σ'αυτά είναι πένθιμη. 
Η σιγή που βασιλεύει είναι βασανιστική. 

Εδώ μέσα στα φορτηγά δεν μιλούν ποτέ δυνατά. 

Οι πλωρες είναι πάντοτε σκοτεινές, γεμάτες βαριά μυρωδιά, και μοιάζουν σαν μεγάλα κελιά φυλακών. ....