Γεωργία Βασιλειάδου: Η ορφάνια, τα δύσκολα παιδικά χρόνια, ο διαλυμένος γάμος, έζησε μια ζωή σαν ταινία
H Γεωργία Βασιλειάδου γεννήθηκε στην Αθήνα, στην περιοχή της Κυψέλης σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου και από νωρίς αντιμετώπισε την ορφάνια, τη φτώχεια, την ανέχεια.
Στη συνέχεια ήταν μια μάνα που μεγάλωσε μόνη την κόρη της. Έζησε μέχρι τα 83 της χρόνια. Μια ζωή όμως γεμάτη που παρά τις δυσκολίες δεν της έλειψαν και οι λαμπρές ημέρες, η φήμη, η δόξα, η αγάπη.
Γνώρισε τον θάνατο από πολύ νωρίς και βίωσε τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας. Τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας με τη φτώχεια. Οι προκαταλήψεις της εποχής, λίγο έλειψαν να στερήσουν στον κόσμο, την «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για την Βασιλειάδου, ο άλλος σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η ορφάνια
Την Πρωτοχρονιά του 1897, μαζί με τη νέα χρονιά, ήρθε στον κόσμο κι ένα κοριτσάκι, που έμελλε να «σφραγίσει» με την πληθωρική της παρουσία και ταλέντο τον ελληνικό κινηματογράφο. Η Γεωργία Βασιλειάδου γεννήθηκε στα Τουρκοβούνια, στην Κυψέλη, σε μία πραγματικά φτωχή οικογένεια με 10 παιδιά, μαζί με την ηθοποιό.
Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας, ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια.
Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά της και τη χήρα μάνα της. Μια μάνα που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε δύσκολες εποχές. Το μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν για τη μικρή Γεωργία η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.
Στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά. Όχι, όμως, και το τραγούδι. Άλλωστε, διάθετε καλή φωνή και όλοι στη φτωχογειτονιά της Κυψέλης ήθελαν να την ακούνε να τους τραγουδάει. Και ήταν μοιραίο, πως μια μέρα θα την άκουγαν και άλλοι πέρα από τους γείτονές της.
Η καριέρα της Γεωργίας Βασιλειάδου στο τραγούδι
Η Γεωργία Βασιλειάδου συνέχιζε να δουλεύει στο επιπλάδικο της Αιόλου. Κυκλοφορούσε με τρύπια παπούτσια. Χρήματα για εισιτήριο δεν είχε και πολλές φορές καβαλούσε λαθραία τον πίσω προφυλακτήρα του τραμ για να πάει στη δουλειά της.
Κι επειδή, όλα της μοίρας είναι γραμμένα, μία μέρα, καθώς πήγαινε στον θείο της την έφερε ο δρόμος στην εξώπορτα του θεάτρου «Ολύμπια». Εκεί στεγαζόταν την εποχή η Λυρική Σκηνή. Ο θίασος έκανε πρόβα και τα τραγούδια ακούγονταν ως τον δρόμο. Με το θράσος της έφηβης και την ελπίδα για διέξοδο από τη φτώχεια, η Γεωργία μπαίνει μέσα και ζητά να δοκιμαστεί. Την άκουσαν, τους άρεσε και έφυγε από τα «Ολύμπια» με τον τίτλο της μαθήτριας του κλασικού τραγουδιού! Ήδη από την τρέχουσα σεζόν του 1922, η Αθανασίου ήταν μέλος της Λυρικής ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι, «Ο Ερνάνης».
Μετά από πολλά χρόνια, αισθάνεται για πρώτη φορά αισιόδοξη. Σπουδάζει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή. Το 1923, έγινε μέλος στη χορωδία του μελοδράματος. Η βελούδινη φωνή της γοητευτικής κοπέλας μάγευε τους δασκάλους της, οι οποίοι της υπόσχονταν πιο σοβαρούς ρόλους στη Λυρική.
Το όνειρό της όμως δεν το συμμερίζεται η οικογένειά της. Αντιδρούν στα σχέδια της για το τραγούδι, της εκτοξεύουν ακόμη και απειλές. Όμως, εκείνη έχει πια πάρει τις αποφάσεις της. Και είναι η πρώτη φορά που πάει κόντρα στους δικούς της, κοιτώντας τη δική τη ζωή και τα δικά της θέλω.
Μάλιστα, οι σχέσεις με την οικογένεια της διακόπηκαν εντελώς και για να μην τους ντροπιάζει, όπως της έλεγαν, άλλαξε το επίθετό της από Αθανασίου κι έγινε Βασιλειάδου. Η Βασιλειάδου που λάτρεψε όλη η Ελλάδα για το αστείρευτο ταλέντο της και το μοναδικό της χιούμορ.
Εγκατέλειψε τα πάντα για να αφοσιωθεί στην κόρη της
Η Γεωργία Βασιλειάδου είχε μάθει από μικρή να προσφέρει σε όλους. Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε επιτέλους στο σανίδι και το άπλετο ταλέντο της έγινε αμέσως αντιληπτό απ’ όλους. Ακόμη και από τη σπουδαία Κυβέλη, που την πήρε στο θίασό της. Τεράστια επιτυχία για τη νεαρή Γεωργία, η οποία από το πουθενά βρέθηκε να είναι το «μήλο της έριδος» ανάμεσα στις δύο σπουδαίες της εποχής: την Κυβέλη και την Μαρίκα Κοτοπούλη. Η Μαρία Κοτοπούλη την «έκλεψε» από τη μεγάλη αντίζηλό της και την πήρε υπό τη σκέπη της για τα επόμενα χρόνια.
Μεταπήδησε στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη και πλέον, ο δρόμος της καταξίωσης ήταν διάπλατα ανοιχτός. Ωστόσο, τα άφησε στην άκρη για να αφοσιωθεί στο μεγάλωμα της κόρης της, Φωτεινής. Την Φωτεινή την απέκτησε το 1935, όταν, όμως, ο γάμος της με έναν έμπορο, είχε πια διαλυθεί.
Μόνη της κλήθηκε να μεγαλώσει το παιδί. Μάλιστα το Εθνικό θέατρο, επέλεξε να μείνει πιστό στα ταμπού και να κλείσει παγερά την πόρτα του στη μάνα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της. Οι ιθύνοντες δεν το ενέκριναν!
Η δεύτερη και πιο λαμπρή καριέρα για την Γεωργία Βασιλειάδου
Η Γεωργία Βασιλειάδου αηδίασε πείσμωσε κι αποφάσισε να τα παρατήσει όλα. Τη φτώχεια δεν τη φοβόταν.
Μέχρι, που το 1939, ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε για μία μια λαϊκή γυναίκα για το ρόλο της κουτσομπόλας στο έργο του «Τα κορίτσια της παντρειάς». Το έργο θα ανέβαινε στο θέατρο «Ιντεάλ». Βρέθηκε στο θεατρικό καφενείο της εποχής, το «Στέμμα» και μόλις είδε την 42χρονη τότε, Γεωργία Βασιλειάδου, τα έχασε. Της έκανε επί τόπου πρόταση, αφού ήταν η φιγούρα που έψαχνε και δεν έβρισκε: γυναίκα λαϊκή, όχι όμορφη, που θα ενσάρκωνε ιδανικά την κουτσομπόλα. Η ίδια στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούσει για το ρόλο, αλλά τελικά πείστηκε. Και η δεύτερη λαμπρή καριέρα της – έστω και σε μεγάλη ηλικία – μόλις ξεκίνησε.
Η καθολική αναγνώριση ήρθε μέσα από την ταινία, «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) με τον κόσμο να λατρεύει αυτή την γοητευτική άσχημη, με το άπλετο ταλέντο. Βέβαια, η μεγάλη επιτυχία ήρθε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν και ξεκίνησε η συνεργασία της με τον Φίνο και τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Η κυρά μας η Μαμή», «Η θεία από το Σικάγο», «Η Μαρίνα, ο Κλέαρχος και ο κοντός», «Η ωραία των Αθηνών» είναι κάποιες από τις ταινίες της που λάτρεψε το κοινό.
Ήταν ο ορισμός της κωμικής ηθοποιού, που πέρα από το ταλέντο της, είχε κι έναν άλλο άσο στο μανίκι: την εμφάνισή της. Παρόλο που στα νιάτα της υπήρξε μία γοητευτική γυναίκα, στον κινηματογράφο καθιερώθηκε μέσα από τους ρόλους της άσχημης. Μάλιστα, όταν ο Σταμάτης Φιλιπούλης την είχε ρωτήσει, τι θα ήθελε να ήταν αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη»!
«Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα»
Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν συνειδητοποιημένη ως άνθρωπος αναφέρουν όσοι την έζησαν από κοντά. Είχε όλο τον κόσμο στα πόδια της, και εκείνη επέλεξε να αποσυρθεί, θεωρώντας πως είχε κάνει τον κύκλο της τόσο στο σανίδι όσο και στο πανί. «Θέλω να φύγω με ζήτω και όχι με γιούχα», είχε δηλώσει η σπουδαία ηθοποιός. Η οποία προτίμησε να περάσει τα επόμενα χρόνια ήσυχα στον κήπο του σπιτιού της στο Μαρούσι.
Όμως, έκανε μία μικρή εξαίρεση και το 1975 εμφανίσθηκε στο τηλεοπτικό αριστούργημα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου το 1980, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο και μία σημαντική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Άφησε, όμως, κι ένα σπουδαίο μάθημα: η ομορφιά τελικά, κρύβεται μέσα στην ψυχή μας. Και η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν σε αυτό, μία καλλονή.
Για να είναι ένας άνθρωπος όμορφος δεν χρειάζεται να διαθέτει εξωτερική ομορφιά αλλά ομορφιά στην ψυχή του και αυτό το διέθετε η σπουδαία Γεωργία Βασιλειάδου.
Με πληροφορίες από enimerotiko.gr