Λίντα Γίγα: Το ανεκπλήρωτο όνειρο και ο εφιάλτης που έζησε για 20 χρόνια μέχρι τον θάνατό της στα 52 της χρόνια
Λίντα Γίγα, η σeξι γυναίκα στο πλευρό του Μιχαλόπουλου, του Ψάλτη και άλλων πολλών ηθοποιών τη δεκαετία του ’80. Έχτισε την καριέρα της την εποχή της βιντεοταινίας και ήταν μια από τις δημοφιλέστερες ηθοποιούς της γενιάς της. Αλλά μια μέρα χάθηκε και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά.
Αποκαλυπτική και ανεπιτήδευτη, η «Ρlaymate» Λίντα Γίγα είχε το σeξαπίλ της να ανοίγει πόρτες και να ρίχνει τα αρσενικά στα πατώματα. Χάριζε λαχταριστές πόζες σε ταινίες και ιλουστρασιόν περιοδικά. Την απεικόνιζαν συνήθως γuμνή ή ημίγuμνη.
Πλάι στις άλλες καυτές υπάρξεις της βιντεοκασέτας, όπως η Βίνα Ασίκη και η Ισμήνη Καλέση. Η Λίντα Γίγα γδύθηκε για να ποζάρει για τον Μιχαλόπουλο στο «Αδελφή μου, αγάπη μου» και καθιερώθηκε πριν καν πέσουν τα ρούχα της στο πάτωμα.
Μετά ήρθαν οι ανεπανάληπτοι «The Κόπανοι» να την εγκαθιδρύσουν ως ένα ακόμα σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μιας ολόκληρης δεκαετίας. Κι εκείνη πλαισίωνε τη σeξι παρουσία της με ένα μελαγχολικό ύφος. Με μια κοριτσίστικη φωνή συνθέτοντας ένα εκρηκτικό μείγμα που έβρισκε το ανδρικό κοινό τουλάχιστον ακαταμάχητο!
Η γοητευτική Λίντα Γίγα ήταν ωστόσο ένα διαχρονικό μυστήριο. Εξαφανίστηκε εξάλλου όσο γρήγορα καθιερώθηκε και κανείς δεν άκουσε έκτοτε νέα της. Η κοινωνία την ξαναθυμήθηκε τραγικά τον Ιούλιο του 2016, όταν η μόλις 52χρονη ηθοποιός έφευγε πρόωρα από τον κόσμο, αν κι αυτό θα ήταν όλο, μια είδηση και δυο καλά λόγια.
Ποια ήταν η Λίντα Γίγα
Το δροσερό κορίτσι που μάθαμε από το ελληνικό σινεμά και τη βιντεοκασέτα αργότερα ως Λίντα Γίγα γεννιέται το 1964. Και εκεί εξαντλούνται όσα ξέρουμε για το σeξι φαινόμενο των ’80s.
Θα τη δούμε για πρώτη φορά στο σελιλόιντ το 1985 να πλαισιώνει τους Βουτσά και Μουστάκα στα αξέχαστα «Τούβλα« του Όμηρου Ευστρατιάδη. Πραγματική φήμη θα αποκτήσει ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, στο «Αδελφή μου, αγάπη μου» (1987) του Γιάννη Χαρτοματζίδη. Ο οποίος έχει ήδη επιλέξει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Πάνο Μιχαλόπουλο, που σκίζει καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980, και ψάχνει ένα φρέσκο πρόσωπο με σeξαπίλ και θηλυκότητα. Αλλά και γλύκα και σεμνότητα, για να τον πλαισιώσει. Και το βρίσκει στην όλο νάζι Λίντα Γίγα.
Η ταινία κάνει την παρθενική της προβολή τον Μάρτιο του 1987 και το ανδρικό κοινό έρχεται αντιμέτωπο με την αιθέρια οπτασία. Η οποία βγάζει τα ρούχα της για να ποζάρει για τον χρωστήρα του Μιχαλόπουλου, μένει μονάχα με ένα μπλε σεντόνι. Πόσο μάλλον που την ίδια χρονιά η αποκαλυπτική Γίγα θα κάνει εκείνη τη μοιραία φωτογράφιση στο ανδρικό περιοδικό «Ρlayboy». Θα παίξει την πέτρα του σκανδάλου δίπλα στον Γιώργο Κωνσταντίνου στο καλτ αριστούργημα του τελευταίου «The Κόπανοι» (1987)!
Η κινηματογραφική Λιάνα της ταινίας με υπότιτλο «Και οι 8 ήταν βλήματα» θα εξαργυρώσει τη φήμη της με δύο ακόμα κινηματογραφικές ταινίες. Εντωμεταξύ θα την ανακάλυπτε ο κόσμος του βίντεο. Πλάι στις οκάδες των βιντεοταινιών που γυρίζει τον μήνα, προλαβαίνει να παίξει δίπλα στον Στάθη Ψάλτη στον «Πρωτάρη μπάτσο και την τροτέζα» (1989), αλλά και στο «Oh Babylon» (1989) του Κώστα Φέρρη.
Από την Αθήνα στην Ιαπωνία
Στην κινηματογραφική εκδοχή της τραγωδίας των Βάκχων που αποπειράθηκε ο Φέρρης όπου όνειρο και πραγματικότητα μπλέκονται με όρια δυσδιάκριτα, η Λίντα Γίγα πλαισιώνει τους Γιώργο Μοσχίδη, Άλκη Παναγιωτίδη και Κωνσταντίνο Τζούμα, αλλά και τον θρυλικό Νικόλα Άσιμο, και φτάνει μέχρι και την Ιαπωνία. Η ταινία του Φέρρη ταξίδεψε σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ του πλανήτη, δίνοντας την ευκαιρία στην ηθοποιό να αποδείξει πως είχε σαφώς μεγαλύτερες ερμηνευτικές δυνατότητες από όσες είχε προλάβει να δείξει στο εμπορικό σινεμά της εποχής.
Στο μυαλό των περισσότερων όμως η Λίντα Γίγα είναι συνυφασμένη με τη γενιά της βιντεοκασέτας, την οποία τίμησε ολόθερμα. Οι τίτλοι πολλοί και δηλωτικοί: «Για ψύλλου πήδημα» (1987), «Και πετάει και πηδάει» (1987), «Ο κρεββατοκυνηγός» (1987), «Ακαταμάχητος πιλότος» (1988), «Σήμα κινδύνου» (1988), «Άβε Μάφια: Εθνική Ακαδημία Απατεώνων» (1989), «Ένα μωρό στο ταξί μου» (1989), «Καλοκαιρινές αταξίες» (1989), «Φιλιππινέζα σε τιμή ευκαιρίας» (1989), «Eρωτικές παραλλαγές» (1989), «Τα κορίτσια θέλουν ξύλο» (1989), «Κύριε καθηγητά πού κοιμηθήκατε χθες;» (1989), «Ο πειρατής και η Φιλιππινέζα» (1990), «Τα eρωτικά» (1990) κ.ά.
Στην τηλεόραση το 1989
Η Γίγα πρόλαβε να περάσει και από το γυαλί, καθώς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της επόμενης τις ανήκαν ολότελα. Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1989 στη σειρά «Οι άγγελοι κι εγώ» (ΕΤ2), πλάι στον Κώστα Ρηγόπουλο και τον Παύλο Ευαγγελόπουλο, και δύο χρόνια αργότερα έπαιξε δίπλα στον Γιάννη Μιχαλόπουλο στο σίριαλ «Οι Εργένηδες» (ΑΝΤ1), σε σκηνοθεσία Όμηρου Ευστρατιάδη.
Η Γίγα έπαιξε και στη βραχύβια μεταφορά του «Κύριε καθηγητά πού κοιμηθήκατε χθες;» (MEGA – 1991) που έφερε στην τηλεόραση ο Γιώργος Κωνσταντίνου, για να ολοκληρώσει τις εμφανίσεις της σε μικρή και μεγάλη οθόνη με τη «Γαλάζια κρουαζιέρα» (ANT1 – 1993), πλάι στον Χαϊκάλη και τον Εσκενάζι.
Και μετά εξαφανίστηκε ως διά μαγείας από παντού.
Τα τελευταία χρόνια της ηθοποιού
Η Λίντα Γίγα μετά τη χρυσή γι’ αυτή δεκαετία του 1980 συνδέεται ενδεχομένως με την οικογένεια που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αποτραβήχτηκε από τη showbiz για να μεγαλώσει όπως ήθελε το παιδί της. Οι φιλοδοξίες της μεγάλης υποκριτικής καριέρας υποχώρησαν μπροστά στο θαύμα της μητρότητας. Και τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Όπως έγινε εξάλλου γνωστό από τα δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν κατά την ημερομηνία του θανάτου της, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 χτυπήθηκε από το επικίνδυνο αυτοάνοσο νόσημα «Λύκος». Μια ρευματική πάθηση που προσβάλλει τις αρθρώσεις και περιλαμβάνει συχνά και ανωμαλίες του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ο εφιάλτης που έζησε για είκοσι χρόνια ήταν αυτός που θα την ανάγκαζε να αποσυρθεί οριστικά από τα καλλιτεχνικά πράγματα. Κουραζόταν πια πολύ και μάλιστα δυσανάλογα γρήγορα. Το κορίτσι που έκοβε άλλοτε την ανάσα με τις τολμηρές φωτογραφίσεις ήθελε να επιστρέψει χρόνια αργότερα στα καλλιτεχνικά δρώμενα με ένα σενάριο που είχε γράψει και συζητούσε για να γυριστεί ταινία. Το όνειρό της θα έμενε ωστόσο ανεκπλήρωτο, καθώς έχανε ολοένα και περισσότερο τη μάχη για τη ζωή της. Μια μάχη που έδινε με αξιοπρέπεια και πελώρια υπομονή για ένα καλό τμήμα του βίου της.
Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 13 Ιουλίου 2016, στα 52 της χρόνια, λίγοι ήταν αυτοί που τη θυμήθηκαν για το ύστατο χαίρε. Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου, παρουσία συγγενών και φίλων, και δημοσίως την αποχαιρέτισε μόνο η συνάδελφός της Καίτη Φίνου. Η Καίτη Φλινου ενημέρωσε από το Facebook για τον θάνατό της: «Ένα κορίτσι των 80ς έφυγε σήμερα από τη ζωή. Η ηθοποιός Λίντα Γίγα υπέκυψε στην αρρώστια που την ταλαιπωρούσε από τα μέσα του ’90. Καλό σου ταξίδι κορίτσι μου».
Και έτσι έφυγε από τη ζωή το κορίτσι εκείνο με την απαράμιλλη ομορφιά και το εκφραστικό βλέμμα.