Μια φήμη που ήθελε το εμβληματικό ξενοδοχείο να ανήκει πλέον σε Άραβες ευτυχώς διαψεύσθηκε από τους σημερινούς ιδιοκτήτες της "Μεγάλης Βρεταννίας" θυμίζοντας την πλούσια ιστορία του ξενοδοχείου και τον ρόλο που έπαιξε μέσα στα χρόνια.
"Μετά τον Παρθενώνα, το περισσότερο γνωστό κτίριο στην Αθήνα είναι η "Μεγάλη Βρετάνια"" είχε γράψει ο φιλέλληνας ιστορικός και δημοσιογράφος Rene Puaux στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τις πολυτελείς αίθουσές της έχουν περάσει προσωπικότητες όπως η Σάρα Μπερνάρ, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Αγά Χαν, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και η Σοφία Λόρεν, αλλά και η αθηναϊκή ελίτ στις μεγαλύτερες κοσμικές συγκεντρώσεις. Στις ίδιες αίθουσες γράφτηκε ιστορία σε κρίσιμες στιγμές του έθνους, από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της.
Μια φήμη που ήθελε το εμβληματικό ξενοδοχείο να αλλάζει χέρια και να ανήκει πλέον σε Άραβες ευτυχώς διαψεύσθηκε από τους σημερινούς ιδιοκτήτες της “Μεγάλης Βρεταννίας” θυμίζοντας παράλληλα σε όλους την πλούσια ιστορία του ξενοδοχείου και τον ρόλο που έπαιξε μέσα στα χρόνια.
Η «Μεγάλη Βρεταννία» ιδρύθηκε το 1866 από τον Σάββα Κέντρο, έναν αγρότη από το Αργυρόκαστρο, που ξεκίνησε ως βοηθός παντοπώλη στο Αγρίνιο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων πριν δημιουργήσει το εμβληματικό ξενοδοχείο της πρωτεύουσας. Το ξενοδοχείο αρχικά εγκαταστάθηκε σε κτίριο επί των οδών Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας. Πρώτος του πελάτης θεωρείται ότι ήταν ο Μπενιζέλος Ρούφος. Το 1874 η ξενοδοχειακή επιχείρηση μετέφερε την έδρα της στο μέγαρο Αντώνη Δημητρίου στο οποίο στεγάζεται μέχρι και σήμερα.
Η ιστορία του μεγάρου ξεκινούσε μερικές δεκαετίες νωρίτερα
Το 1842, ένας εύπορος Έλληνας της διασποράς, ο Αντώνης Δημητρίου, είχε αγοράσει μια μεγάλη έκταση στην Πλατεία Συντάγματος, όπου και έχτισε με αρχιτέκτονα τον Θεόφιλο Χάνσεν ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο, ύστερα από προτροπή του βασιλιά Όθωνα προκειμένου να κοσμήσει την πλατεία των βασιλικών ανακτόρων. Το κτήριο ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο κτίσμα της Αθήνας έπειτα από το παλάτι, λέγεται όμως ότι το ξεπερνούσε σε πολυτέλεια. Η οικογένεια Δημητρίου θα το κατοικούσε για λίγα χρόνια μόνο. Από το 1852 ο Όθωνας το χρησιμοποίησε για να φιλοξενεί τους προσκεκλημένους των ανακτόρων και μετά την έξωση του από το θρόνο το κτήριο νοικιάστηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Το 1878 εισήλθε στο μετοχικό σχήμα ο Ευστάθιος Λάμψας, ένας τολμηρός νέος από την Οδησσό, πρώην μάγειρας του Γεωργίου Α, με θητεία στο Παρίσι στο «Maison Doree» όπου είχε μεταβεί με την βοήθεια των ανακτόρων για να τελειοποιηθεί στην τέχνη της μαγειρικής. Στόχος του,επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η δημιουργία ενός ξενοδοχείου ευρωπαϊκών προδιαγραφών ισάξιο με αυτά των μεγάλων πρωτευουσών της Ευρώπης.
Αυτό βέβαια έμοιαζε σχεδόν ανέκδοτο για την μικρή λασπωμένη και σκονισμένη πόλη των λίγων χιλιάδων κατοίκων. Το κατάφερε χάρη σε ένα δάνειο ύψους 800.000 δραχμών που πήρε από τον Παύλο Σκυλίτση βαθύπλουτο Έλληνα του Λονδίνου και από τον παρισινό εργοδότη του, τραπεζίτη Όπενχάιμ.
Εκείνη την εποχή το ξενοδοχείο διέθετε μόλις δύο λουτρά για 80 κλίνες -όσοι επιθυμούσαν να κάνουν μπάνιο έπρεπε να το δηλώσουν από την προηγούμενη. Το προσωπικό έφερνε το νερό στο κτήριο με τενεκέδες από τον πλανόδιο νερουλά αφού ύδρευση δεν υπήρχε… Πρώτη άλλαξε η κουζίνα του ξενοδοχείου υπό την επίβλεψη του Λάμψα. Είναι η αρχή των χρυσών ημερών του ξενοδοχείου που κορυφώνονται με τα περίφημα χορευτικά δείπνα, diners dansants με ζωντανή ορχήστρα που μεταμορφώνουν τη νυχτερινή ζωή των Αθηνών.
Αλλά και η Γαλλίδα σύζυγος του Λάμψα, Παλμύρα Παλφρουά εισήγαγε νέα ήθη στην εξυπηρέτηση πελατών, διδάσκοντας στο προσωπικό την πρέπουσα συμπεριφορά προς τους πελάτες σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Το 1888 το ξενοδοχείο έγινε ένα από τα πρώτα κτήρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκε μετά από τα ανάκτορα. Την ίδια χρονιά έφυγε από τη ζωή ο Κέντρος αφήνοντας τον Λάμψα μόνο ιδιοκτήτη.
O Ντάγκλας Φέρμπανκς Jr και η σύζυγός του έξω από το ξενοδοχείο το 1950.
Στους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 θα καταλύσουν στη Μεγάλη Βρεταννία όλες οι ξένες αντιπροσωπείες και ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Μέχρι τα τέλη του αιώνα το ξενοδοχείο είχε αποκτήσει διεθνή φήμη ως το καλύτερο ξενοδοχείο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με την μεγάλη πελατεία της εποχής να απαρτίζεται από τους νεαρούς Άγγλους που κάνουν το «Grand Tour».
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, το ξενοδοχείο θα φιλοξενούσε κορυφαίες προσωπικότητες, αρχηγούς κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες, πρωθυπουργούς και διεθνείς επιχειρηματίες, ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου περιηγητές, ακόμη και κατάσκοποι έγιναν οι τακτικοί πελάτες του ξενοδοχείου, που εξελίχθηκε άτυπα στον επίσημο ξενώνα του ελληνικού κράτους.
Στα 1918 το ξενοδοχείο αλλάζει ιδιοκτησία. Πωλείται στον γαμπρό του Λάμψα, Θεόδωρο Πετρακόπουλο, που είχε παντρευτεί την κόρη του Μαργαρίτα. Το 1927 γίνεται η πρώτη επέκταση με πρόσοψη στη Βουκουρεστίου και το 1930 το ξενοδοχείο επεκτείνεται στην οδό Πανεπιστημίου.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η «Μεγάλη Βρεταννία» θα βρεθεί στο επίκεντρο δραματικών γεγονότων. Τον Οκτώβριο του 1940 γίνεται η έδρα της κυβέρνησης του βασιλέως, του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Από τις αίθουσες της εκδόθηκε το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου: «Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Μετά την εισβολή τους στη χώρα οι Γερμανοί επιτάσσουν το ξενοδοχείο τον Απρίλιο του 1941. Εγκαθίσταται εκεί το αρχηγείο της Βέρμαχτ. Το κτήριο θα υποστεί σημαντικές βλάβες στην κατοχή τους.
Στα τέλη του 1944 το ΕΑΜ τοποθέτησε εκρηκτικά στα θεμέλια του ξενοδοχείου του, με σκοπό να το ανατινάξει, δολοφονώντας ταυτόχρονα και τον Τσόρτσιλ, που εσφαλμένα θεωρείτο ότι θα κατέλυε εκεί. Η επιχείρηση ματαιώθηκε τελικά λόγω της επέμβασης μιας βρετανικής περιπόλου. Κατά τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών το ξενοδοχείο χρησίμευσε ως αρχηγείο του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του Υπουργικού Συμβουλίου και του Bρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.
Το 1957 κατεδαφίζεται το αρχικό κτίριο της οικίας Δημητρίου, επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου, και αντικαθίσταται με ένα νέο επιβλητικό κτίριο με περισσότερους ορόφους μεγαλοπρεπές λόμπι μεγάλες αίθουσες, αλλά και 446 δωμάτια διατηρώντας έτσι τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα ξενοδοχεία της Ευρώπης.
Το 2003, με αφορμή τους Ολυμπιακούς αγώνες, το ξενοδοχείο που ανήκει πλέον στον όμιλο Λασκαρίδη, έκλεισε για ένα χρόνο προκειμένου να περάσει από ανακαίνιση κόστους 112 εκατομμυρίων ευρώ, ώστε να επανέλθει στην παλαιά του δόξα. Το εκσυγχρονισμένο πλέον κτίριο διαθέτει 384 δωμάτια 79 σουίτες, συμπεριλαμβανομένων 2 Βασιλικών Σουιτών εμβαδού 550 τετραγωνικών μέτρων. Εξίσου εμβληματικό με το κτήριο της Βουλής, με ιστορία που πλησιάζει τα 150 χρόνια, κορωνοϊού επιτρέποντος θα εξακολουθήσει να πρωταγωνιστεί στην ζωή της Αθήνας και στο μέλλον.
Με πληροφορίες από Hello Greece