Ψηλαφώντας εντός μου τον τρόπο διασκέδασης της νεολαίας σήμερα, το μυαλό μου πάει αυτόματα, στον τρόπο, τα μέρη, τα σημεία συνάντησης που επιλέγουμε όλοι μας για να βρεθούμε, ν’ ανταλλάξουμε σκέψεις, κουβέντες, τηλέφωνα, να κουτσομπολέψουμε, να ψυχαγωγηθούμε, ν’ ακούσουμε μουσική ή απλώς να χαλαρώσουμε.
Αν ανατρέξουμε στο μακρινό παρελθόν από τους τούρκικους καφενέδες περάσαμε με την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους υπό τον Όθωνα, στα ευρωπαϊκά καφενεία και συγκεκριμένα στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στην διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη το 1939. «Η Ωραία Ελλάς» γνώρισε στα 40 χρόνια λειτουργίας ένδοξες μέρες. Από τον χώρο του πέρασαν όλοι οι καπεταναίοι του 1821, οι ξένοι διπλωμάτες, περιηγητές, πολιτικοί, ποιητές, περίεργοι και κάθε είδους θεριακλήδες που απολάμβαναν στην άνετη αίθουσα του τον καφέ, τον ναργιλέ ή τα αρωματικά τους τσιμπούκια. Ήταν ακόμα και στην σχολικές μας μέρες, το καφενείο που αναφέρονταν στα παλιά αναγνωστικά σαν μια θολή ανάμνηση μιας ένδοξης καθημερινής εικόνας.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα που η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους αλλά και όλων των εξελίξεων, κοινωνικών, πολιτικών αλλά και πολιτιστικών δρώμενων, το κέντρο της τραβά πάντα την προσοχή και όλοι θέλουν να «συνωστίζονται» και να συγχρωτίζονται περί αυτού.
Καφενεία, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια είναι οι νέοι τόποι συνάντησης, διασκέδασης και συγχρόνως χώροι πολιτισμού. Μπορείς να πιείς τον καφέ σου, να φας το γλυκό σου, ν’ απολαύσεις το πρωινό σου με την εφημερίδα, να γευτείς το μεσημεριανό σου, να κεράσεις έναν φίλο σου αλλά και να «τραβήξεις» τον ναργιλέ σου χωρίς φόβο αλλά με πάθος.
Στην Πανεπιστημίου και Μπενάκη του «τότε», θα συναντήσουμε το καφέ «Πανελλήνιον» που εκτός των άλλων έγινε γνωστό για τις παρτίδες σκάκι των θαμώνων του, μέχρι και ο διάσημος Καρπόφ πέρασε από τα τραπέζια του.
Από τα 1888 έως τα 1960 στην πλατεία Συντάγματος λειτουργεί το καφενείο του «Ζαχαράτου». Αρχικά στεγάζεται στο μέγαρο Γιαννόπουλου και αργότερα στην απέναντι γωνία στην οικία Βούρου. Λόγω της γειτνίασης του με το Παλάτι και την Βουλή, γρήγορα γίνεται το στέκι στρατιωτικών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Έτσι τον Μάρτιο του 1928 διαβάζουμε στο «Ελεύθερον Βήμα»: «Δεν είναι καφενείο αυτό. Είναι η “συνισταμένη” των νεοελληνικών παλμών. Ήταν τέτοια η σημασία του στην πολιτική ζωή της Αθήνας, που στον Γεώργιο Παπανδρέου, τον «γέρο», χρεώνεται η φράση ότι «το καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και ίσως πιο ελεύθερο κοινοβούλιο από το πραγματικό».
Δίπλα στου «Ζαχαράτου» στο ισόγειο της οικίας Κορομηλά στην γωνία πλατεία Συντάγματος με Ερμού ήταν το καφέ-ζαχαροπλαστείο του «Ζαβορίτη». Αυτά τα δύο γέμιζαν την πλατεία Συντάγματος με τραπεζάκια τους καλοκαιρινούς μήνες, εμπορική αλλά και λαογραφική τακτική που συνεχίζεται από τους επαγγελματίες του είδους μέχρι και σήμερα.
Στην Πανεπιστημίου εκτός των εμπορικών και των εστιατορίων έχουμε πλήθος ονομαστών ζαχαροπλαστείων για όλα τα γούστα και τις διαθέσεις.
Στην Πανεπιστημίου 5 βρίσκουμε από το 1905 το ζαχαροπλαστείο «Κ.Γιαννάκη», σημείο συνάντησης όλων των Αθηναίων σνόμπ, όπως διατείνονταν ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Απέναντι στο Νο2 το ζαχαροπλαστείο “Maison Dorée”. Απόρροια κοσμικότητας και ανταγωνισμού μεταξύ των δύο, η διασταύρωση που φιλοξενούσε τα δύο μαγαζιά θα πάρει το προσωνύμιο «Δαρδανέλια». Άντρο Βενιζελικών, ο «Γιαννάκης» έπεσε πολλές φορές θύμα βανδαλισμών από βασιλόφρονες, ενώ οι Βενιζελικοί ανταπέδιδαν καταστρέφοντας το “Maison Dorée”, στο οποίο μαζευόντουσαν οι υποστηρικτές του παλατιού.
Πιο κάτω στην Πανεπιστημίου 46 βρίσκουμε το «Ρωσσικόν» και πιο κάτω στην Πανεπιστημίου 56 το ζαχαροπλαστείο με το πιο παράξενο όνομα, για τα δεδομένα της εποχής αλλά και σήμερα, τα «Ηνωμένα Βουστάσια».
Αργότερα στο σημείο αυτό της Πανεπιστημίου θα γκρεμιστεί και θα γίνει ο κινηματογράφος «Τιτάνια» και αργότερα το σημερινό ξενοδοχείο «Τιτάνια». Διάσημοι άντρες θα περάσουν τις αίθουσες τους. ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Σπύρος Μελάς, ο Λάμπρος Πορφύρας και ο Κώστας Βάρναλης.
Καθώς περνούν τα χρόνια νέα καφέ-ζαχαροπλαστεία ξεφυτρώνουν στον δρόμο, όπως το ζαχαροπλαστείο του «Πετρίτση», το «Ideal» και το «Piccadilly».
Εκτός από τις φωτογραφίες και τους πίνακες του παρελθόντος που αποτυπώνουν τα διάσημα αυτά μαγαζιά-στέκια του παρελθόντος, οι παλιές ελληνικές ταινίες αποτελούν κατά την γνώμη μου, συγκλονιστικά πολιτιστικά μνημεία, ενός παρελθόντος που δεν έχουμε εκτιμήσει την αξία του στην καθημερινή ζωή του τότε αλλά και του τώρα.
Στην ταινία ο «Ζηλιαρόγατος» με τον Βασίλη Λογοθετίδη στην αρχή της ταινίας, τον βλέπουμε διασχίζει την Πανεπιστημίου και στο πλάνο εμπρός του βλέπουμε το «Ρωσσικόν». Στην ίδια ταινία, ο Λογοθετίδης με τον Πρωτόπαππα παρακολουθούν με τον αυτοκίνητο την Ίλυα Λυβικού με την Σμαρώ Στεφανίδου που ψωνίζουν στον «Ζαβορίτη». Σε άλλη ταινία σε βραδινό πλάνο στην Πανεπιστημίου, βλέπουμε πίσω αναμμένη μια τεράστια φωτεινή πινακίδα από το ζαχαροπλαστείο «Ηνωμένα Βουστάσια».
Στην οδό Σταδίου 29 βρίσκουμε το ζαχαροπλαστείο «Πέτρογραδ» της οικογένειας Γιάκοβλεφ με καταγωγή από Ρωσσία. Ο γιος της οικογένειας Νίκυ Γιάκοβλεφ γνωστός πιανίστας και μουσικοσυνθέτης θα κάνει μεγάλη καριέρα στην Ελλάδα και στο ελαφρό τραγούδι γράφοντας αξιόλογα τραγούδια που κέρδισαν βραβεία σε φεστιβάλ όπως και για την μετέπειτα σπουδαία τραγουδίστρια και γυναίκα του Μαίρη Λώ, η οποία ήταν αυτή που είπε σε πρώτη-πρώτη εκτέλεση το σπουδαίο τραγούδι του Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Λάτρης της τέχνης ο Νίκυ Γιάκοβλεφ είχε γεμίσει τους τοίχους του μαγαζιού με έργα Ελλήνων αλλά και ξένων ζωγράφων. Το ζαχαροπλαστείο διακοσμημένο σε ρυθμό art-deco, συμπλήρωνε όμορφα το γούστο του ιδιοκτήτη του που συχνά έπαιζε ο ίδιος πιάνο προς χάρη των θαμώνων του. Αν και στο καφέ-Μπραζίλιαν, ο αστικός μύθος λέει πως εκεί διάσημοι και μη Αθηναίοι ήπιαν τον πρώτο espresso στην Ελλάδα, ο Νίκυ Γιάκοβλεφ ήταν ο πρώτος που πήγε στην Ιταλία και έφερε στο «Πέτρογραδ» τις πρώτες σύγχρονες για την εποχή τους μηχανές Gaggia καφέ για espresso & capuchino.
Άλλο ονομαστό μαγαζί που ξεκίνησε από την Σταδίου στα 1888 αλλά μετακόμισε το 1906 σε ιδιόκτητο νεόδμητο κτίριο στην Πανεπιστημίου 43, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη, ήταν το ζαχαροπλαστείο του «Τσίτα». Λόγω της κεντρικής του θέσης αλλά και της ποικιλίας των προσφορών του και των εξαίρετων προϊόντων του, αποτελούσε «αναγκαστική» στάση για όλους τους Αθηναίους αλλά και για τους ταξιδιώτες και περιηγητές του κέντρου της Αθήνας. Στην περίοδο της μεγάλης του ακμής έφτασε ν’ απασχολεί περίπου 180 άτομα. Περίφημα τα ιδιαίτερα διακοσμημένα και περίτεχνα τυλιγμένα σοκολατένια πασχαλινά αυγά του Τσίτα, καθώς και τα τσιπς που αποτελούσε πρωτοπορία για την εποχή τους. Το 1968 έκλεισε το κατάστημα, κατεδαφίστηκε και από το 1975 και μετά στο σημείο αυτό βρίσκεται το κτίριο με τα γραφεία της Alpha Bank.
Ένα άλλο ιστορικό στέκι που συγκέντρωνε όλη την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού κόσμου της Αθήνας στην Σταδίου 38 ήταν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη». Οι Αφοί Λουμίδη ξεκινώντας από ένα μικρό καφεκοπτείο στον Πειραιά στα 1919 και εκμεταλλευόμενοι την δύναμη της ανερχόμενης αγοράς του καφέ στην Ελλάδα με νέες τεχνικές κοπής, τυποποίησης και γεύσης και με την βοήθεια της διαφήμισης και του γνωστού σλόγκαν πλέον «Έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες», άνοιξαν παράρτημα στο κέντρο της Αθήνας σαν καφεκοπτείο. Το «Πατάρι του Λουμίδη» ήταν συμπλήρωμα του καταστήματος τους και αποτελούσε πρόσθετη πηγή εισοδήματος για την επιχείρηση. Βρισκόταν όμως δίπλα στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» και σε επίκαιρη θέση κοντά σε γραφεία γνωστών εφημερίδων και θεάτρων της εποχής. Έτσι το άρωμα των γεύσεων του καφέ που καβουρδίζονταν στο ισόγειο ανέβαινε στο πατάρι και περνούσε μέσα από τις σειρές των τραπεζιών που μαζεύονταν ηθοποιοί, συγγραφείς, στιχουργοί, ζωγράφοι, δημοσιογράφοι και ποιητές. Ο καφές και η συζήτηση ήταν στο κύριο μενού για τον Ελύτη με τον Γκάτσο, για τον Μόραλη με τον Τσαρούχη, αλλά και η ανάπτυξη φιλίας μεταξύ του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γκάτσο. Από το πατάρι περνούσε τακτικά ο Μίκης Θεοδωράκης, ακόμη ο Σεφέρης, ο Σαχτούρης, ο Εμπειρίκος, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος και αμέτρητοι άλλοι άνθρωποι και παράγοντες του πνεύματος..
Αν είχε θεσπιστεί στην χώρα μας, βραβείο λογοτεχνικού-καλλιτεχνικού «Καφέ», αυτό σίγουρα θα δίνονταν με χαρακτηριστική άνεση στο «Πατάρι του Λουμίδη». Αλλά την ακμή ακολουθεί η παρακμή και ή θλίψη. Έτσι η δικτατορία του ’67 δίνει την χαριστική βολή αφού πρώτα κλείνει το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» δίπλα του, έρχεται και ή σειρά του «Λουμίδη» και το κτίριο κατεδαφίζεται.
Ανηφορίζοντας πάλι προς την Πανεπιστημίου στην συμβολή με την Βουκουρεστίου συναντάμε ένα άλλο ονομαστό καφέ-ζαχαροπλαστείο το θρυλικό «Zonar’s» που από το 1940 υφίσταται έως σήμερα, έστω και με άλλη ονομασία κατόπιν μακροχρόνιας δικαστικής διαμάχης και στεγάζεται στο ισόγειο του πρώην μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Το διάσημο πλέον «Zonar’s» είναι έργο του Έλληνα ομογενή Κάρολου Ζωναρά, επιτυχημένου επιχειρηματία από το Ντέϊτον του Οχάιο. Ο περίτεχνος ξύλινος διάκοσμος, δια χειρός Βαράγκη, οι ακριβοί πολυέλαιοι, τα χαρακτικά στα κρύσταλλα, οι βαρείς καθρέπτες, τα ακριβά σερβίτσια και οι προσεγμένες λεπτομέρειες στην υπόλοιπη διακόσμηση, προσδίδουν μια μεγαλοπρέπεια στο χώρο και το περιβάλλον που το συναντάμε μόνο σε αριστοκρατικά αντίστοιχα μαγαζιά της Βιέννης. Αυτή η αίσθηση της απτής πολυτέλειας αποτέλεσε επί δεκαετίες κομμάτι της καθημερινότητας του κέντρου της Αθήνας και προσφιλές στέκι της πολιτικής, καλλιτεχνικής και κοσμικής Αθήνας.
Οι Αθηναίοι γεύονται στην αίθουσα του για πρώτη φορά παγωτό «Σικάγο» και Coca-Cola που έρχεται κατευθείαν από την Αμερική συσκευασμένη σε βαρέλια ειδικά για το «Zonar’s».
Τακτικοί θαμώνες όλη η πολιτική ηγεσία του τόπου Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ευάγγελος Αβέρωφ, Σοφοκλής Βενιζέλος, Γεώργιος Μαύρος, Ξενοφών Ζολώτας, Ηλίας Ηλιού αλλά και Λεωνίδας Κύρκος. Από το καλλιτεχνικό κόσμο ο Μάνος Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Δημήτρης Μυράτ, Τζένη Καρέζη, Φρέντυ Γερμανός, Μίνως Βολανάκης, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Ιάκωβος Καμπανέλλης. Από κοντά και διεθνείς προσωπικότητες γεύονται λίγο από τον αέρα αυτής της ευρωπαϊκής πολυτέλειας, όπως ο Άντονι Κουίν, η Σοφία Λώρεν και ο Χόρχε Λούις Μπόρχες.
Στο χώρο του έγινε και απονομή χρυσού δίσκου στην διεθνή μας τραγουδίστρια Νανά Μούσχουρη. Ακόμη όπως και πιο πάνω ανέφερα για τις ελληνικές ταινίες στην ρομαντική κοσμοπολίτικη αστυνομική ταινία του 1962 «Μην ερωτεύεσαι το Σάββατο» του Βασίλη Γεωργιάδη, ο Δημήτρης Παπαμηχαήλ παρακολουθεί στο κέντρο της Αθήνας και δη στην Πανεπιστημίου, από το πεζοδρόμιο μπροστά από το κατάστημα κοσμημάτων «Λαλαούνης» την ηθοποιό Danielle Launder, μετέπειτα σύζυγο του ηθοποιού και playboy Φοίβου Ραζή, που κρύβεται στο «Zonar’s».
Δίπλα στου «Zonar’s».στην Πανεπιστημίου 9, πάλι στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στα 1940 ανοίγει τις πόρτες του το αντίπαλο δέος του ανταγωνισμού στα γλυκά το ζαχαροπλαστείο «Φλόκας».
Έπειτα από μια πετυχημένη πορεία της σοκολατοποιίας των αδελφών Φλόκα στην Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε από την πλατεία Ελευθερίας στα τέλη του 19ου αιώνα για να εξελιχθεί σε βιομηχανία γλυκών και να εξαπλωθεί γρήγορα στην πόλη και να γίνει σημείο ραντεβού και συνάντησης για ν’ απολαύσει κάποιος μια ζεστή σοκολάτα, έφτασε το 1938 ο καιρός για την κάθοδο στην πρωτεύουσα. Αρχικά στην Κοραή στο μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής και από το 1940 στο κτίριο του Μ.Τ.Σ. Στου «Φλόκα» συχνάζει το πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνος και Αμαλία Καραμανλή αλλά και η ελίτ της διανόησης, αφού το κατάστημα απευθύνεται κυρίως στην μεγαλοαστική τάξη. Μετά από την επιτυχημένη πορεία του και στην πρωτεύουσα, θα ακολουθήσει άνοιγμα και άλλων καταστημάτων στην Φωκίωνος Νέγρη στην Βας. Σοφίας και αλλού. Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε η ακμή, η επέκταση και τα επιχειρηματικά ρίσκα, μερικές φορές όμως και τυχαία συμβάντα, φέρνουν αργά ή γρήγορα την παρακμή, που για τον «Φλόκα» άρχισε από την εποχή της δικτατορίας και μετά. Μια τελευταία επιχειρηματική κίνηση ήταν η συνεργασία των εστιατορίων “Goody’s” με σκοπό την δημιουργία ενός brand in brand με το όνομα “Flocafe”. Κίνηση που τελικά δεν απέδωσε τ’ αναμενόμενα. Πάντως στην εποχή της παντοδυναμίας του, η ατάκα του Γκιωνάκη στην κωμωδία του 1962 «Δέκα μέρες στο Παρίσι» του Ορέστη Λάσκου είναι χαρακτηριστική της ποιότητας των γλυκών του Φλόκα αλλά και των άλλων διάσημων ζαχαροπλαστείων, όταν μονολογεί φλερτάροντας την Άννα Ματζουράνη «το ξένο είναι πιο γλυκό» παρομοιάζοντας τις ερωτικές του επιθυμίες για ν’ αμβλύνει την κριτική τους, με τις αδυναμίες στα καλά γλυκά και όταν απωθείται συνεχίζει με το αμίμητο «και ο Φλόκας κάνει ωραία γλυκά, αλλά όταν θέλει να φάει προφιτερολ, το τρώει στου Ζαβορίτη». Ουδέν μεμπτόν λοιπόν, αν γίνεται με μέτρο την ποιότητα και το εκλεπτυσμένο γούστο.
Ένα άλλο ονομαστό στέκι για αυθεντικό καλό καφέ με όνομα και σημασία προέλευσης βρίσκεται στην Βουκουρεστίου 3 στην άκρη της στοάς Σπυρομήλιου, το διάσημο καφέ Brazilian. Στην δεκαετία του ΄60 & ΄70 υπήρξε πόλος έλξης πολλών ποιητών και συγγραφέων που έπιναν espresso και νοσταλγούσαν τα καφέ του Παρισιού. Όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Κώστας Ταχτσής, με τον τελευταίο να έχει βαφτίζει την πρώτη και μοναδική ποιητική συλλογή του, πριν στραφεί στην πεζογραφία, «η Συμφωνία του Brazilian».
Η ιστορία του Brazilian ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα όταν ο Ευάγγελος Σαραβάνος, με καταγωγή από την Κάρυστο, αφού έχει ζήσει χρόνια στην Βραζιλία έχει γευτεί από πρώτο χέρι τον αυθεντικό βραζιλιάνικο καφέ και έχοντας μάθει τα μυστικά του, δημιουργεί πρώτα στην Αλεξάνδρεια και το Κάϊρο της Αιγύπτου δύο καφέ με το όνομα Brazilian. Παρά την επιτυχημένη τους πορεία, το μυαλό του είναι στην Ελλάδα, έτσι πουλά τα πάντα και επιστρέψει με μεγάλα όνειρα στην πατρίδα. Αρχικά μαζί με τον συμπατριώτη του από την Κάρυστο, τον Λουμίδη, ανοίγουν δύο μαγαζιά το γνωστό «πατάρι» στην Σταδίου και το καφέ Brazil στην στοά Καλλιγά, δίπλα στο σημερινό Public στην πλατειά Συντάγματος. Το 1934 μετά την λύση της συνεργασίας του με τον Λουμίδη, προχωρά στην ίδρυση του πρώτου καφέ Brazilian, στην στην οδό Βουκουρεστίου 3, στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Τον Νοέμβριο του 1944 ο Σαραβάνος καταθέτει εμπορικό σήμα εις το οποίο απεικονίζει το γεωγραφικό χάρτη της Νοτίου Αμερικής με τη Βραζιλία επί μιας κούπας καφέ και έναν κλώνο με φύλλα ανερχόμενο πλαγίως να καλύπτεται άνωθεν με 15 αστερίσκους και με την επιγραφή Brazilian coffee stores.
Η φιλοσοφία του καταστήματος που στηριζόταν σε τέσσερις βασικές αρχές: ποιότητα, εξυπηρέτηση, σοβαρότητα, συνέπεια δεν αργεί να εξαπλωθεί και ν’ αποκτήσει σύντομα απέκτησε μια πιστή πελατεία. Πρώτο το καφέ Brazilian πρόσφερε στην Ελλάδα espresso και κρουασάν στα πρότυπα των παρισινών καφέ.
Στους ονομαστούς θαμώνες συμπεριλαμβάνονται ο Ελύτης, Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Γκάτσος, Βαλαωρίτης, Σινόπουλος που τριγυρνούσαν βέβαια και στα άλλα ονομαστά καφέ της εποχής. Το 2002 όμως το Brazilian κλείνει και στην θέση του ανοίγει το καφέ Clemente, ελπίζοντας να «κλέψει» λίγη από την δόξα του διάσημου προκατόχου του.
Το 2007 ανοίγει ξανά ως Brazilian στην κάθετη της Βουκουρεστίου, επί της οδού Βαλαωρίτου 10 με ιδιοκτήτη πλέον τον Κυριάκο Κακριδά. Η δεύτερη αυτή φάση άντεξε το βαρύ όνομα της έως το 2015 και από τότε πέρασε και το αυτό στις έντονες αναμνήσεις μας.
Ένα άλλο λογοτεχνικό στέκι-καφενείο των αρχών του 20ου αιώνα ήταν ο «Μαύρος Γάτος» στην συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού δίπλα στο σπίτι του Κωστή Παλαμά και σε χώρο ημιυπόγειο. Το οίκημα ήταν ιδιοκτησία των Κερκυραίων αδελφών Σπαταλά αλλά το καφέ, και γραφεία των λογοτεχνικών περιοδικών «Η Νέα Τέχνη». «Νέον Φώς», «Λογοτεχνία», «Ανθρωπότης» και ο θρυλικός «Μαύρος Γάτος», ήταν εκδοτικές ιδέες και προσπάθειες του Γεράσιμου Σπαταλά που το ονόμασε έτσι ακολουθώντας τ’ αχνάρια του παρισινού “Chat Noir” στην Μονμάρτη που φιλοξενούσε τους Γάλλους διανοούμενους της εποχής. Το καφενείο γίνεται γρήγορα στέκι όπου συχνάζουν οι Πορφύρας, Παράσχος, Ταγκόπουλος, Τέλλος Άγρας, Φιλύρας αλλά και Παλαμάς, Λαπαθιώτης, Καριωτάκης και Θεοτόκης.
Στο καφενείο στέγασε για κάποιο διάστημα και την πολιτική συντροφιά «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών» που έκαναν τις συσκέψεις τους στον «Μαύρο Γάτο». Ύστερα από διανομή προκηρύξεων και βραδυνές τοιχοκολλήσεις της ομάδας, που καλούσαν τις εργατικές τάξεις να ξεσηκωθούν εναντίον του καθεστώτος ακολούθησαν συλλήψεις και μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και δύο υπάλληλοι του καφενείου. Έτσι ήταν εύκολο να στοχοποιηθεί ο «Μαύρος Γάτος». Το ίδιο καφενείο άλλωστε στα 1920 στεγάζει και το σωματείο «Καλλιτεχνική Συντροφιά» που είναι το πρώτο στην Ελλάδα που ασχολείται με την προβολή και την προάσπιση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών. Όλες αυτές οι γόνιμες πνευματικές ιδέες και προσπάθειες δεν αργούν να χαρακτηρίζουν το καφενείο ως κέντρο σοσιαλιστικών, δημοκρατικών και αναρχικών λογίων της εποχής με αποτέλεσμα να γίνει στόχος της αστυνομίας και να κλείσει το 1921.
Από τα καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, μποέμ στέκια καφέ-ζαχαροπλαστεία της πλατείας Συντάγματος και των οδών πέριξ αυτής όπου συγκεντρώνονταν η αστική και μεγαλοαστική κοινωνία μιας πρωτεύουσας που συντόνιζε και επηρέαζε τις κάθε είδους εξελίξεις σε όλη την Ελλάδα, πάμε στο τέλος αυτού του πρώτου ταξιδιού στην καθαρά λαϊκή και εργατική αφετηρία της πρωτεύουσας, την πολύπαθη έως και σήμερα πλατεία Ομονοίας.
Η πλατεία Ομονοίας αποτέλεσε διαχρονική πύλη εισόδου για κάθε νεοφερμένο πολίτη, εργάτη, περιηγητή, μετανάστη και περίεργο ταξιδιώτη αυτής της πόλης.
Το γεγονός ότι ήταν ο ομφάλιος λώρος μιας πόλης που απλώνοντας και περνούσαν γύρω της και μέσα της κάθε λογής τροχοφόρα και αφετηρίες λεωφορείων, γκαζοζέν, άλογα, άμαξες και σταθμός για το «θηρίο» της Κηφισιάς, που αφού περνούσε από την 3ης Σεπτεμβρίου κατέληγε ξεφυσώντας, σφυρίζοντας, βρυχώμενο στον σταθμό Λαυρίου (Πλ. Ομονοίας), κάνοντας νόημα έτσι σ’ όλους τους διερχόμενους των οδών να παραμερίσουν, αφού η ατμομηχανή του περνούσε χωρίς καμιά επιπλέον προφύλαξη από το κέντρο των πλακόστρωτων οδών και όποιον «πάρει ο Χάρος», αν δεν πρόσεχε.
Σ’ αυτό το μπερδεμένο μελίσσι των τροχοφόρων και των ανθρώπων ξεφύτρωναν επιβλητικά κτίρια που στέγασαν την αναμονή, την επιθυμία, την επιχειρηματικότητα, το μέλλον και τα όνειρα της εργατικής τάξης που ήθελε να περάσει από το κατώφλι του μόχθου στο όποιο όραμα της αστικής τάξης που βλέπει να ταξινομείται η ζωή του με κανόνες.
Επιβλητικό πάνω στην πλατεία, το καφενείο «Νέον», αρχίζει την λειτουργία του στα 1920 στο ισόγειο του νεόδμητου ξενοδοχείου “Carlton”, αρχικά ονομάστηκε «Νέον Βυζάντιον», μετά όμως την Μικρασιατική καταστροφή μετονομάστηκε σε «Νέον» για να μην θυμίζει την εθνική μας περιπέτεια. Ο εσωτερικός του διάκοσμος και η επιβλητική του επίπλωση ήταν κάτι πρωτόγνωρο και θυμίζουν αντίκα εκείνης της εποχής. Ο Τσαρούχης έχει αποθανατίσει το «Νέον» σε δύο ελαιογραφίες που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη. Είχε πάνω από 100 μαρμάρινα τραπέζια και πολυάριθμους σερβιτόρους για όλα τα γούστα. Αρώματα εκλεκτού καφέ αναμεμειγμένου με γεύσεις από μπακλαβά, γαλακτομπούρεκου, μυρωδάτου ρυζόγαλου και δροσερής κρέμας γεμίζουν τα τραπέζια όλων των θαμώνων που περιμένουν, συζητούν, διαπληκτίζονται, παίζουν σκάκι αλλά διαμορφώνουν και γνώμες σε κοινωνικά, εργατικά και πολιτικά θέματα, όπως άλλωστε με παραλλαγές γίνεται έως και σήμερα στα καφενεία.
Η εργατική τάξη των κτιστών είχε στέκι το «Νέον», σημείο συνάντησης των. Πριν χαράξει καν, μαζεύονταν τα μαστόρια, οι εργάτες για αναζήτηση μεροκάματου, να πιουν τον καφέ με το λουκούμι, να δουν τους φίλους, ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες, να περιμένουν να περάσει από το καφενείο ο εργολάβος ή ο ιδιοκτήτης, να τους πάρει στο γιαπί για δουλειά.
Η κυριαρχία του στον χώρο φτάνει μέχρι το 2010 που παρά την γενναία ανακαίνιση κλείνει οριστικά σαν «Νέον». Ευτυχώς για τον χώρο και τον διάκοσμο του που περισώζεται, ανοίγει το 2013 υπό νέα διεύθυνση και άλλη λειτουργία σαν μέρος της αλυσίδας φούρνων και αρτοποιημάτων «Βενέτη», ως επιχειρηματική κίνηση για την επανεκκίνηση του κέντρου της Αθήνας.
Απέναντι από το «Νέον» υπάρχει η στοά Πιγκουίνου, που συνδέει την πλ. Ομονοίας με την Πατησίων μέσω της οδού Δώρου. Εκεί μέσ’ την στοά υπήρχε ένα μικρό καφενείο «Το πατάρι», που συγκέντρωνε επίσης οικοδόμους-κτίστες. Εκεί μπορούσαν ν’ αφήνουν τις βαριές τσάντες με τα εργαλεία της δουλειάς.
Άλλο εμβληματικό ξενοδοχείο που κτίστηκε μεταξύ 1890-94 σε σχέδια του γερμανού Ε. Τσίλλερ, στην ανατολική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας, ήταν το τετραώροφο αργότερα ξενοδοχείο «Μπάγκειον», κατόπιν δωρεάς του εμπόρου Ιωάννη Μπάγκα. Στο σημείο εκείνο προϋπήρχε οικία όπου έως το 1883 διέμενε η οικογένεια του Χαριλάου Τρικούπη. Από δομικής και αρχιτεκτονικής πλευράς το ξενοδοχείο εγκαινίαζε νέα αισθητικά και λειτουργικά ήθη για την εποχή του. Βασικό νέο στοιχείο του ήταν η ύπαρξη ενός κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, που γύρω του ορθώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες αυτού.
Με αυτά τα στοιχεία τα έντονα χρώματα και τις καινοτόμες κατασκευαστικές του αρετές μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε το “Hilton” μιας άλλης αποχής.
Το παράξενο είναι πως στο υπόγειο άνθισε μια άλλη πραγματικότητα. Διατέθηκε η λειτουργία του ως καφέ-σαντάν αρχικά, προσφέροντας στο καθαρά αντρικό του κοινό, καφέ, ποτό, χορό, ελαφρά μουσική και σκετς σατυρικού θεάτρου. Αυτό μέχρι το 1915 γιατί μετατράπηκε σε καφενείο –λουκουματζίδικο με θαμώνες όλων των κοινωνικών στρωμάτων αντέχοντας μέχρι τις μέρες μας σαν καφενείο-γαλακτοπωλείο, έχοντας περάσει από εκεί άρχοντες και αστοί, εργάτες και φιλόσοφοι, αντάρτες και δωσίλογοι, οι πάντες όσοι έλκονται από το κέντρο.
Σήμερα έναν αιώνα μετά, παρά τις καταστροφές και αλλοιώσεις από τον χρόνο, το 2015 άρχισε η αναπαλαίωση του «Μπάγκειον» και του δίδυμου ξενοδοχείου που κτίστηκε δίπλα του εκείνη την περίοδο, το «Μέγας Αλέξανδρος», έτσι ώστε στις όμορφες και μεγάλες αίθουσες με την συνεργασία της Athens Biennale και του Δήμου της Αθήνας να ενανενεργοποιηθεί ως κεντρικός εκθεσιακός χώρος για την έκθεση της Biennale με τίτλο «Ομόνοια». Κομμάτια της ιστορίας για το «Μπάγκειον» αλλά και τα άλλα στέκια πολιτισμού, συνάθροισης και φιλολογικών καφενείων μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος και στα ντοκιμαντέρ που γύρισε ο αείμνηστος Νίκος Τριανταφυλίδδης «Τα στέκια: ιστορίες αγοραίου πολιτισμού» για την ΕΡΤ.
Δίπλα στην Σατωβριάνδου υπήρχε «Το Στέμμα» ένα καφενείο που αρχικά σύχναζαν βασιλόφρονες αλλά στην συνέχεια και ηθοποιοί, κυρίως άνεργοι δευτεραγωνιστές και τριταγωνιστές που έψαχναν θίασο ή μπουλούκι για να τους εντάξει στο δυναμικό του. Σ’ αυτό το καφενείο έπινε τον καφέ της και η «άγνωστη» Γεωργία Βασιλειάδου με παλιούς συναδέλφους. Το 1939 ο Αλέκος Σακελλάριος ανέβαζε την παράσταση «Κορίτσια της παντρειάς» και έψαχνε ηθοποιό για τον ρόλο της κυρά-Κατίνας, μιάς λαϊκής κουτσομπόλας, αλλά μάταια. Λέει στον παραγωγό το προφίλ του ρόλου αλλά και τι είχε ακριβώς στο μυαλό του και εκείνος συγχυσμένος με τα δικά του, του λέει, «τράβα στο «Στέμμα» και ψάξε μόνος σου». Εκεί ακριβώς πάει ο Σακελλάριος και βρίσκει στην Βασιλειάδου που πίνει τον καφέ της, το πρόσωπο που έψαχνε. Δεν ξέρει όμως αν είναι θαμώνας ή ηθοποιός, την πλησιάζει και η συνέχεια επί του πάλκου και της οθόνης, μας είναι πλέον γνωστή.
Στην Σατωβριάνδου υπήρχε το «Μπαράκι του Μάριου» που περνούσαν όλοι οι ρεμπέτες. Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Νίνου, Καίτη Γκρέυ.
Στην Σατωβριάνδου 29 υπάρχει και αντέχει έως σήμερα το «Καφενείο των μουσικών», από εκεί ξεκίνησε ο Στράτος Διονυσίου, ο Χρήστος Νικολόπουλος και σύχναζε η Ρόζα Εσκενάζυ.
Η Ομόνοια όμως και οι πέριξ αυτής δρόμοι είναι κυρίως στέκια των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου. Για το «Στέμμα» είπαμε, στην οδό Βεραντζέρου στην «Πίνδο» και την «Ζίτσα» μαζεύονται οι μπογιατζήδες. Οι μαρμαράδες παίζουν τάβλι περιμένοντας στον υπόγειο καφενέ της οδού Αιόλου στα Χαυτεία, οι σιδεράδες συχνάζουν στον «Μεγαλέξανδρο», στην γωνιά Πειραιώς με την πλατεία Ομονοίας. Οι σοβατζήδες μαζεύονται στο «Αθήναιον» και οι μπετατζήδες στο καφενείο «Η συνάντηση» στην πλατεία Κοτζιά.
Ακολουθώντας σαν ταξιδιώτης του χρόνου, αυτόν τον περίπατο στο παρελθόν, με την οθόνη της χρονοκάψουλας στραμμένη στα καφενεία, ζαχαροπλαστεία, στέκια αλλά ταυτόχρονα και κέντρα διασκέδασης, ραντεβού, φλέρτ, προβληματισμού, αντιπαραθέσεων, έκθεσης και νοητικών ζυμώσεων των σκεπτόμενων ανθρώπων, παρασύρθηκα από τις εικόνες, από τις διηγήσεις, τα φθαρμένα φύλλα των περιοδικών και των καλλιγράφων καταχωρήσεων σε εφημερίδες, φέιγ-βολάν, αναμεμειγμένα με φλας-μπακ ελληνικών ταινιών και προσωπικών αναμνήσεων που αντί να περάσει στο μυαλό μου σαν μια εικόνα μιας ρομαντικής εποχής που εγώ απλώς δεν έζησα λόγω ηλικίας, αντίθετα μου δημιουργήθηκε ένα déjà-vu ντοκιμαντέρ που ο περιηγητής του χρόνου ταυτίζεται με τον κινηματογραφιστή σε τέτοιο βαθμό που η «πραγματικότητα» που ποτέ δεν έζησα, γίνεται μια δεύτερη φύση που επαρκεί να «πιστοποιήσει» με ακρίβεια τις λεπτομέρειες όσων τελικά καταγράφονται.
Στο επόμενο βήμα στο χρόνο, η «κοινωνία» των κέντρων διασκέδασης και οι «φυλές» των ανθρώπων που συρρέουν εντός τους, αλλάζει και το ρετρό γίνεται απλά σύγχρονο, το καλλιτεχνικό αισθητικό κομμάτι των κέντρων, αποκτά καθαρά αμερικάνικη ταυτότητα ή έστω δυτικού χαρακτήρα και έπεται συνέχεια.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ
Δείτε ακόμη:
>> Κουίζ: Εσείς μπορείτε να βρείτε τα εξώφυλλα στη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ";
>> Οι απαντήσεις στο Κουιζ για τη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ"...
>> Είμαστε για τα πανηγύρια ή κάνουμε εξαγωγή χιούμορ...; Μέρος 'Α
>> Γιορτές, καρναβάλια, πέταμα αετού, διασκεδάσεις και άλλα...πανηγύρια
>> Τσιγάρο και τέχνη στη μουσική αλλά... με εικόνες
>> Άν οι κωφοί τραγουδούν, οι τυφλοί ακούνε...;
>> Χριστούγεννα με άλμπουμ χωρίς σύνορα και Ταμπού...!
>> Πόλεμος, καλλίγραμμα πόδια και αλεξίπτωτα...!
>> Οι Pink Floyd σε κινούμενες περιπέτειες...
>> Το σώμα είναι ο ναός της ψυχής, αλλά ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι...