Ο Ηλίας του 16ου είναι μια θεατρική κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Το 1959 μεταφέρθηκε από τη Φίνος Φιλμ στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Η συγκεκριμένη σκηνή έχει γυρισθεί σε μία από τις πιο γνωστές πλατείες της Κυψέλης, την Πλατεία Αγίου Γεωργίου
Ο Ηλίας του 16ου είναι μια θεατρική κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου. Το 1959 μεταφέρθηκε από τη Φίνος Φιλμ στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Ο Ηλίας είναι άνεργος σερβιτόρος που ψάχνει για δουλειά. Μένει σε ένα ξενοδοχείο στο οποίο όμως, λόγω ανεργίας, χρωστά 320 δραχμές νοίκια. Αποφασίζει, λοιπόν, να ζητήσει βοήθεια από τον φίλο του τον Βαγγέλη, ο οποίος δουλεύει σε ένα καφενείο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο τοκογλύφος κυρ-Λάμπρος. Εκεί συναντά τον τρίτο της παρέας τον Θωμά, ο οποίος βρίσκεται στο ίδιο οικονομικό αδιέξοδο μιας και έκλεισε το μαγαζί όπου δούλευε. Για κακή τύχη και των δυο ο Βαγγέλης έχει και ο ίδιος ανάγκη από 500 δραχμές για να βγάλει από το νοσοκομείο τη γυναίκα του, τη Φώτω, που έκανε εγχείρηση.
Ενώ ο Ηλίας κάθεται σκεφτικός στο καφενείο, στο διπλανό τραπέζι κάθονται ο κύριος Ορέστης και η κυρία Αλέκα Κωνσταντινίδη, μανιώδεις χαρτοπαίκτες, και παζαρεύουν ένα μονόπετρο δακτυλίδι μεγάλης αξίας με τον Λάμπρο. Το συγκεκριμένο κόσμημα ανήκει σε μια φίλη τους, τη Λουκία, η οποία λείπει στην Αιδηψό. Στόχος τους είναι να δανειστούν χρήματα από τον Λάμπρο για να παίξουν στο βραδινό καρέ και να ρεφάρουν τη χασούρα των προηγουμένων ημερών. Τελικά ο Λάμπρος το κρατά ενέχυρο και τους δανείζει για 15 ημέρες 10.000 δραχμές με τόκο 1 χιλιάρικο. Εντωμεταξύ ο Ηλίας παρακολουθεί την όλη συζήτηση. Όταν τελικά επιστρέφουν οι δυο του φίλοι στο καφενείο και το καφενείο αδειάζει από κόσμο, κάθονται και οι τρεις να συζητήσουν για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται.
Τότε ο Ηλίας αναφέρει τα όσα είδε πριν και ο Βαγγέλης τους λέει για τις δουλειές του Λάμπρου και τα κοσμήματα που κρατά ως ενέχυρα ή τα αγοράζει από ανθρώπους που είναι σε ανάγκη. Τους λέει επίσης πως τα κρύβει σε μια αρβύλα και με δισταγμό τους λέει το σχέδιο του με το οποίο οι δυο μπατίρηδες φίλοι συμφωνούν αμέσως. Να αρπάξουν την αρβύλα.
Στις 11 το μαγαζί έχει κλείσει και ο Λάμπρος έχει πάει σε ένα γειτονικό καφενέ για τάβλι. Μαζί του αυτή τη φορά και ο Βαγγέλης, ο οποίος θέλει να έχει ένα ισχυρό άλλοθι. Εντωμεταξύ ο Ηλίας έχει ντυθεί αστυνομικός στο σπίτι του Θωμά, ο οποίος συγκατοικεί με έναν εξάδελφό του αστυφύλακα που υπηρετεί στο 16ο αστυνομικό τμήμα και λείπει από το σπίτι, έχοντας αφήσει εκεί την στολή του. Οι δυο φίλοι ξεκινάνε και φτάνουν στη μάντρα πίσω από το δωματιάκι του κυρ-Λάμπρου. Ο Θωμάς πηδά τη μάντρα και ο Ηλίας κόβει βόλτες απέξω, παριστάνοντας τον αστυφύλακα προσφέροντας έτσι ασφάλεια στον συνεργό του, που προσπαθεί από την άλλη μεριά του τοίχου να αρπάξει την πολυπόθητη αρβύλα, που θα τους σώσει.
Στο σπίτι των Κωνσταντινίδη το παιχνίδι πόκερ που διοργάνωσαν οι οικοδεσπότες δεν τους πήγε και τόσο καλά. Έχουν χάσει τα λεφτά από το δαχτυλίδι της Λουκίας, αδυνατούν να εξαργυρώσουν τις μάρκες της συμπαίκτριάς τους Έλλης, ενώ παράλληλα χρωστούν και τρία μηνιάτικα στην υπηρέτρια τους, Τασία Μπέρμπερη, που ετοιμάζεται να φύγει για το χωριό της. Τότε έρχεται η χαριστική βολή, καθώς στο σπίτι τους καταφθάνει εκτάκτως από την Αιδηψό η Λουκία, η οποία ζητά το δαχτυλίδι της, το οποίο είχε αφήσει ως ενέχυρο σε μια βραδιά πόκερ στο σπίτι τους. Η Αλέκα σκαρφίζεται μια ιστορία που θα βγάλει αυτήν και τον άνδρα της από τη δύσκολη θέση. Λέει πως η μπιζιουτιέρα της, στην οποία βρισκόταν και το δαχτυλίδι της Λουκίας, εκλάπη. Οι υποψίες της Λουκίας πέφτουν πάνω στην Τασία που ετοιμάζεται να πάει στο χωριό της να δει την άρρωστη μητέρα της. Βγαίνει, λοιπόν, στο δρόμο προς αναζήτηση αστυνομικού, όταν, τελικά, πέφτει πάνω στον Ηλία.
Η Λουκία σέρνει τον Ηλία στον σπίτι των Κωνσταντινίδη για να ψάξει και να συλλάβει την Τασία. Εκεί ο Ηλίας αναγνωρίζει τα πρόσωπα των οικοδεσποτών που είχε δει το πρωί στο καφενείο. Παριστάνοντας τον αστυνομικό, καταλαβαίνει σύντομα πως η ιστορία της κλοπής είναι ψεύτικη και πως το δαχτυλίδι που πήρε το πρωί ο Λάμπρος είναι της Λουκίας. Παρ' όλα αυτά προσπαθεί με διάφορες δικαιολογίες να φύγει, αλλά μια η εξοργισμένη Λουκία μια η θιγμένη Τασία τον κρατούν εκεί. Μετά από λίγο καταφθάνει και ο ξάδερφος της Τασίας, Πανάγος Μπέρμπερης, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα με την έλευση του αρχιφύλακα του γειτονικού τμήματος που τους παίρνει όλους και πηγαίνουν στο τμήμα.
Στο τμήμα οδηγούνται όλοι στο γραφείο του υπαστυνόμου, όπου και αρχίζει, εν μέσω φωνών και τσακωμών, η ανάκριση. Ο Ηλίας, ως αστυνομικός βεβαίως του 16ου τμήματος, προτείνει στον υπαστυνόμο την εκδοχή το δαχτυλίδι να μην το έχει πάρει η υπηρέτρια αλλά να το έχει πουλήσει η κυρία Κωνσταντινίδη στην οποία είχε ανατεθεί η φύλαξη του, αλλά ο υπαστυνόμος αρχικά δεν πείθεται. Σε λίγο καταφθάνει ένας αστυφύλακας που έχει συλλάβει τον Θωμά και φέρνει μαζί και τα κλοπιμαία από την αρβύλα. Οι δυο φίλοι παριστάνουν πως δεν γνωρίζονται ενώ ο υπαστυνόμος αναγνωρίζει μέσα στα κλοπιμαία και ένα βραχιόλι του οποίου η κλοπή είχε αναφερθεί το πρωί από την κυρία Λογοθέτη. Ύποπτος είναι ο Σπανομαρίας, μικροαπατεώνας της περιοχής, ο οποίος συλλαμβάνεται και ομολογεί πως το είχε πουλήσει στον Λάμπρο. Η αστυνομία βρίσκει τον Λάμπρο που δηλώνει πως το βραχιόλι αλλά και το δαχτυλίδι που βρίσκονταν στην αρβύλα τα είχε πάρει από τον Σπανομαρία και από την κυρία Κωνσταντινίδη αντίστοιχα.
Έτσι το μυστήριο ξεδιαλύνεται και ο υπαστυνόμος επαινεί τον «αστυφύλακα» Ηλία για το κοφτερό του μυαλό. Διατάζει τον Ηλία να οδηγήσει το «διαρρήκτη» Θωμά στα κρατητήρια. Αυτή είναι η ευκαιρία που ζητούν οι δυο φίλοι και φεύγουν τρέχοντας από το αστυνομικό τμήμα.