Η Παλιά Πόλη της Ρόδου είναι μνημείο μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, μοναδικό στον κόσμο κι έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, με μια ιστορία που χάνεται στο χρόνο. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα πρέπει να δούμε ποιοι ακριβώς ήταν οι ιππότες που αποτελούσαν το περίφημο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και πώς κατέληξαν τελικά στο πανέμορφο νησί της Ρόδου, όπου δημιούργησαν τη μοναδική μεσαιωνική πόλη.
ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Η ιστορία του τάγματος ξεκινάει στο τέλος της Α' Σταυροφορίας, με την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους, το Νοέμβριο του 1100. Αρκετά νωρίτερα όμως στους Αγίους Τόπους είχαν αναπτύξει έντονη δραστηριότητα οι Βενεδικτίνοι μοναχοί. Ο κανόνας του Τάγματος των Βενεδικτίνων επέβαλλε στα μέλη του, πέρα από τα καθαρά θρησκευτικά τους καθήκοντα, να φροντίζουν για τη φιλοξενία και την περίθαλψη των Χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους. Πιο συγκεκριμένα, μερικοί έμποροι από το Αμάλφι της Ιταλίας, ήδη από το 1070, είχαν δημιουργήσει στην Ιερουσαλήμ ένα μεγάλο άσυλο, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, για άρρωστους προσκυνητές, το οποίο διεύθυναν Βενεδικτίνοι μοναχοί. Το 1099 το άσυλο απέκτησε αυτόνομη υπόσταση κι οι μοναχοί που υπηρετούσαν εκεί αποκόπηκαν από τους Βενεδικτίνους και ονομάστηκαν Τάγμα των Περιθαλπόντων Μοναχών. Πρώτος αρχηγός του νέου τάγματος ήταν ο Gerard Tum, που πέθανε το 1120.
Τον διαδέχθηκε ο Γάλλος Raymond du Puy, κάτω από τη διοίκηση του οποίου ο χαρακτήρας και η δομή του τάγματος άλλαξαν ριζικά. Το γεγονός που οδήγησε τον du Puy στις αλλαγές αυτές φαίνεται ότι ήταν η ίδρυση, την ίδια εποχή, από τον συμπατριώτη του Hugh de Payens, ενός στρατιωτικού τάγματος μοναχών, πάντα στο δόγμα των Βενεδικτίνων, που το ονόμασε Τάγμα των «Πτωχών ιπποτών του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα» ή πιο γνωστό σήμερα ως Τάγμα των Ναϊτών ιπποτών. Επηρεασμένος από το γεγονός ο du Puy, έπειτα από λίγο καιρό ίδρυσε το στρατιωτικό σκέλος του Τάγματος των Περιθαλπόντων Μοναχών και άλλαξε το όνομά του σε «Τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη».
Χαρακτηριστικό έμβλημα του νέου τάγματος ήταν ο σταυρός της Ωβέρνης ή της Μάλτας. Πολλοί ειδικοί στα σύμβολα υποστηρίζουν ότι έχει τις ρίζες του στον ισλαμικό μυστικισμό, αφού οι γραμμές του, εκτός από σταυρό, σχηματίζουν και άστρο. Σήμερα τον συναντάμε και ως αρχιτεκτονικό στοιχείο σε κτίρια των Μαυριτανών και Σαρακηνών, αλλά και ως διακοσμητικό σε τζαμιά της Ιερουσαλήμ, της Δαμασκού και της Βαγδάτης. Στα επόμενα 50 χρόνια οι Ιωαννίτες ιππότες είχαν μεταλλαχθεί σε καθαρά στρατιωτική οργάνωση μοναχών που λογοδοτούσαν μόνο στον πάπα. Θεωρείτο «αδελφό» τάγμα με τους Ναΐτες και ο σκοπός τους ήταν κοινός: η υπεράσπιση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους Άραβες κι η προστασία των χριστιανών προσκυνητών.
Τον Ιούλιο του 1244 οι Άραβες κατέλαβαν τελικά την Ιερουσαλήμ και έως το 1291 ολόκληρη η περιοχή των Αγίων Τόπων είχε πέσει στα χέρια τους. Οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν για ένα διάστημα στην Κύπρο. Το 1307, οι Γενουάτες που κατείχαν το νησί της Ρόδου, αδύναμοι να αντιμετωπίσουν την τουρκική προέλαση του εμιράτου του Αϊδινίου, το πούλησαν μαζί με την Κω και τη Λέρο στους Ιωαννίτες ιππότες, που μετακινήθηκαν το 1309. Σχεδόν δύο αιώνες μετά την ίδρυσή του το τάγμα είχε μετατραπεί σε μια πολυεθνική αδελφότητα, οργανωμένη κατά «Γλώσσες» ή εθνότητες. Όταν οι Ιωαννίτες έφτασαν στη Ρόδο περιλάμβαναν τις «Γλώσσες» της Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Ισπανίας (Καστίλη - Αραγονία), Ιταλίας, Προβηγκίας και Ωβέρνης.
Μάγιστρος των Ιωαννιτών τον 14ο αιώνα |
Τρία χρόνια μετά την εγκατάσταση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο, το 1312, με εντολή του πάπα, ο βασιλιάς Φίλιππος της Γαλλίας κήρυξε εκτός νόμου τους παντοδύναμους Ναΐτες. Πολλοί κατέφυγαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών. Το «νέο αίμα» που μπήκε στους ιππότες του Αγίου Ιωάννη, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία, έφερε (σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς) και τις μυστικιστικές γνώσεις των Ναϊτών. Έτσι στο νησί της Ρόδου εξελίχθηκε σε μεγάλο βαθμό ο δυτικός αποκρυφισμός, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν πολλοί από τους ειδικούς στα θέματα αυτά.
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
Οι Ιωαννίτες χρειάστηκαν 3 χρόνια για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Ρόδο, καθώς αρχικά αντιμετώπισαν περιορισμένη εξέγερση του πληθυσμού, που προτιμούσε την τουρκική από τη λατινική κυριαρχία. Στη συνέχεια όμως οχύρωσαν με εξαιρετικό τρόπο την πόλη και με ορμητήριο το λιμάνι της επεκτάθηκαν στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα (εκτός από την Κάρπαθο και την Κάσο που ήταν υπό Βενετσιάνικη κυριαρχία) και στην Αλικαρνασσό, ενώ ο στόλος τους πραγματοποιούσε πειρατικές επιδρομές στα τουρκοκρατούμενα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου, από τη Μικρά Ασία έως τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Η Ρόδος μεταβλήθηκε έτσι σ’ έναν από τους προμαχώνες της Δύσης κατά της τουρκικής επέκτασης. Η κίνηση στο λιμάνι της πολλαπλασιάστηκε και το νησί έζησε περίοδο οικονομικής άνθησης και ευημερίας. Στην πόλη της Ρόδου χτίστηκαν παλάτια των ιπποτών και μέγαρα των πλουσίων εμπόρων, ενώ η οχύρωσή της ενισχυόταν όλο και περισσότερο. Για την αντιμετώπιση της ολοένα εντεινόμενης τουρκικής απειλής, μάλιστα, οι μεγάλοι μάγιστροι έφεραν στη Ρόδο τους καλύτερους τεχνικούς της εποχής για να βελτιώσουν τα οχυρωματικά έργα.
Η μεγαλύτερη διαφορά, πάντως, των ιπποτών με τον ελληνικό πληθυσμό ήταν θρησκευτική, καθώς είχαν περιορίσει σημαντικά τις θρησκευτικές ελευθερίες των ορθοδόξων, σε μια προσπάθεια να τους προσηλυτίσουν στην Εκκλησία της Ρώμης, ενώ ο χειροτονούμενος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης μητροπολίτης Ρόδου ήταν υποχρεωμένος να παραμένει εκτός Δωδεκανήσου. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά από τις συνόδους της Φεράρα και της Φλωρεντίας (1438-39), όπου παραβρέθηκε και υπέγραψε τα πρακτικά τους ο μητροπολίτης του νησιού Ναθαναήλ. Σύμφωνα με αυτά, οι Έλληνες είχαν το δικαίωμα να ακολουθούν τις δικές τους θρησκευτικές παραδόσεις και να εκλέγουν τον θρησκευτικό τους ηγέτη, ο οποίος όμως ορκιζόταν πίστη στον πάπα και στον μέγα μάγιστρο του ιπποτικού τάγματος. Για δύο περίπου αιώνες οι Ιωαννίτες κατάφεραν να οργανώσουν το νησί σ’ ένα ουσιαστικά ανεξάρτητο κρατίδιο και να αλλάξουν την όψη και το χαρακτήρα του, χωρίς να έρθουν ξανά σε αντιπαράθεση με τον ντόπιο πληθυσμό.
Α' ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων το 1453 σήμανε και την απαρχή της πτώσης της Ρόδου. Οι νέοι κατακτητές της ευρύτερης περιοχής, που θεωρούσαν το χριστιανικό προγεφύρωμα της Ρόδου ως αγκάθι στο πλευρό της αυτοκρατορίας τους, θέτουν στόχο την κατάληψη του νησιού. Σε πρώτο στάδιο κατέλαβαν το ένα μετά το άλλο τα κάστρα των Ιωαννιτών που βρίσκονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας, με κυριότερο αυτό της Αλικαρνασσού. Το 1480 οι Τούρκοι κάνουν την πρώτη απόπειρα για να καταλάβουν τη Ρόδο. Αποβίβασαν στο νησί δύναμη 70.000 ανδρών, με επικεφαλής τον εξωμότη αρχιναύαρχο και μεγάλο Βεζίρη Μεσίχ πασά Παλαιολόγο, κι άρχισαν την πολιορκία του πανίσχυρου κάστρου της, το οποίο υπερασπίζονταν 600 Ιωαννίτες ιππότες και 2.000 στρατιώτες διαφόρων εθνικοτήτων. Η πολιορκία κράτησε δύο μήνες, αλλά η πόλη αντιστάθηκε με στρατιωτικό ηγέτη τον μέγα μάγιστρο Pierre d’ Aubusson. Τελικά οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να φύγουν από το νησί, μετά τις βαρύτατες απώλειες που είχε ο στρατός τους.
Β' ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Τελικά, το καλοκαίρι του 1522 πραγματοποίησαν νέα εκστρατεία κατά της Ρόδου. Αυτή τη φορά η εκστρατευτική δύναμη αποτελείτο από 700 πλοία και 200.000 άνδρες, με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο, τον Σουλεϊμάν Β' τον Μεγαλοπρεπή (1520-66), που πολιόρκησαν την πόλη από στερεά και θάλασσα για 6 μήνες. Παρά τις τρομακτικές τους απώλειες (σε κάθε νεκρό ιππότη αντιστοιχούσαν 73 νεκροί Τούρκοι) επιμένουν στην πολιορκία. Τελικά οι Ιωαννίτες, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν το κάστρο για πολύ ακόμα, ήρθαν σε συμφωνία με τους πολιορκητές για να αποχωρήσουν με τον οπλισμό και τα υπάρχοντά τους. Στις 2 Ιανουαρίου 1523, οι Ιωαννίτες ιππότες μαζί με 4.000 Έλληνες κατοίκους του νησιού το εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στην Κρήτη.[1] Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη την 1η Ιανουαρίου του 1523 και ξέσπασαν τη μανία τους στον άμαχο πληθυσμό της Ρόδου. Οι σφαγές και οι λεηλασίες κράτησαν μερόνυχτα. Η παράδοση λέει ότι ο σουλτάνος έδωσε διαταγή να σταματήσει η σφαγή όταν μπήκε στην πόλη και, κατευθυνόμενος στο παλάτι του μεγάλου μάγιστρου από την οδό Ιπποτών, είδε τα πόδια του αλόγου του να είναι βυθισμένα ως πάνω από τους αστραγάλους στο αίμα που έτρεχε στο δρόμο.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Στην περίοδο αυτή οι νέοι κατακτητές ανάγκασαν όλους τους Έλληνες που έμεναν μέσα στα τείχη να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν έξω από αυτά, για το φόβο τυχόν εξέγερσής τους. Έτσι σχηματίστηκαν διάφορες συνοικίες, τα μαράσια, που απλώθηκαν γύρω από τα τείχη και αποτέλεσαν τη βάση της νέας πόλης. Στο εσωτερικό των τειχών έμεναν μόνο οι Τούρκοι με τις οικογένειές τους. Το παλιό ρυμοτομικό σχέδιο, με τους στενούς και σκολιούς δρόμους και τα μικρά μονώροφα σπίτια με αυλή, υπάρχει ακόμα στα νότια μαράσια. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το παλάτι του μεγάλου μάγιστρου έγινε φυλακή, ενώ οι μιναρέδες από τα τζαμιά των Τούρκων λόγχιζαν τον ουρανό της Ρόδου. Οι περισσότερες εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ από αυτά που σώζονται μέχρι σήμερα ξεχωρίζουν: το τζαμί του Σουλεϊμάν Β' του Μεγαλοπρεπούς, του Ιμπραήμ πασά (1531), του Ρετζέπ πασά (1588), το Ντεμιρλί τζαμί (παλιά βυζαντινή εκκλησία) και το τζαμί του Ρεΐς Μουράτ (η λατινική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη).
Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΡΟΔΟΣ
Την εποχή της ακμής η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ήταν από τις πιο εντυπωσιακές της Ευρώπης. Η πρώτη κίνηση των Ιωαννιτών ιπποτών, όταν εγκαθίδρυσαν την κυριαρχία τους στη Ρόδο, ήταν να ενισχύσουν την οχύρωση της πόλης και της υπαίθρου, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη τουρκική εισβολή. Εύφορο, πλούσιο και ασφαλές, το νησί είχε 50 χωριά προστατευμένα από 11 κάστρα, εκτός από το μεγάλο της πρωτεύουσας, ένα θαυμάσιο οχυρωματικό σύνολο, από τα σπάνια στον κόσμο.
Τα ισχυρά της τείχη της πόλης της Ρόδου, διπλά και τριπλά ακόμα σε κάποια σημεία, έχουν περίμετρο 3,5 χλμ. Έξω από αυτά υπάρχει βαθιά τάφρος, που σε περίπτωση πολιορκίας γέμιζε με θαλασσινό νερό. Κάτω από τις οχυρώσεις και σε μεγάλο βάθος υπάρχει ένα σύστημα στοών μήκους πολλών χλμ., με μυστικές εξόδους σε διάφορα σημεία μακριά από την πόλη. Οι στοές αυτές είχαν κατασκευαστεί από την αρχαιότητα και χρησίμευαν στην επικοινωνία και κυρίως στον ανεφοδιασμό των πολιορκημένων κατοίκων σε περιόδους πολέμων.
Στο εσωτερικό του κάστρου της Ρόδου, χτισμένο ημικυκλικά γύρω από το κεντρικό λιμάνι, το Εμποριό, η πόλη χωριζόταν σε 3 άνισα μέρη: το χώρο του Διοικητηρίου, στο ψηλότερο ΒΔ τμήμα του, το Κολλακιό ή Καστέλο ακριβώς δίπλα, όπου κατοικούσαν οι ιππότες και την περιοχή του Μπούργκου (Burg ή Χώρα), στο νότιο και μεγαλύτερο, όπου κατοικούσαν οι Έλληνες, οι λαϊκοί Φράγκοι και οι Εβραίοι. Έως το τέλος του 14ου αιώνα φαίνεται ότι οι μεγάλοι μάγιστροι απλώς επισκεύαζαν το παλιό βυζαντινό κάστρο. Μετά, όμως, ξεκίνησαν σοβαρότερες και μεθοδικότερες εργασίες, καθώς ο τουρκικός κίνδυνος γινόταν όλο και πιο απειλητικός.
ΠΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΛΙΜΑΝΙΩΝ
Μέχρι το πρώτο μισό του 15ου αιώνα τα δυο λιμάνια της Ρόδου, το Μανδράκι και το Εμποριό, προστατεύονταν από τα τείχη που βρίσκονταν στο βάθος των μυχών τους. Όμως, η εμφάνιση των κανονιών και η απαρχή των τουρκικών επιδρομών ανάγκασαν τους ιππότες να τα οχυρώσουν με 3 πύργους: το Μανδράκι και γενικότερα τη ΒΑ πλευρά της πόλης με τον πύργο του Αγίου Νικολάου (1464-67) και το Εμποριό με τους πύργους του Naillac (1400-1863) και των Αγγέλων ή της Γαλλίας (1461-75):
Ο πύργος του Αγίου Νικολάου χτίστηκε από τον Μάγιστρο Raimondo Zacosta (1461-67). Ο Μάγιστρος Pierre d’ Aubusson τον μετασχημάτισε σε μικρό οχυρό χτίζοντας έναν προμαχώνα γύρο από αυτόν.
Ο πύργος του Naillac χτίστηκε από το Μάγιστρο Naillac (1396-1421), βρισκόταν στην περιοχή Κολώνα για να προστατεύει το λιμάνι, είχε τρείς ορόφους ύψους 49 μ. και τέλειο αμυντικό σύστημα. Μια αλυσίδα από τη βάση του έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του λιμανιού κι απέτρεπε την είσοδο εχθρικών πλοίων. Ο πύργος έπεσε από το σεισμό του 1863, ενώ η αλυσίδα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1863. Ακόμα και σήμερα φαίνονται καθαρά τα θεμέλιά του, ενώ τα οικοδομικά του υλικά είναι διάσπαρτα στο βυθό του λιμανιού της Κολώνας.
Ο πύργος των Αγγέλων ή της Γαλλίας βρίσκεται στη νότια άκρη της φυσικής προκυμαίας του εμπορικού λιμανιού (Εμποριού). Ενισχύθηκε από τον Μάγιστρο Pierre d’ Aubusson και καλείται και πύργος των μύλων επειδή στην προκυμαία που βρίσκεται υπήρχαν 13 μύλοι (σώζονται μόνον 3).
ΟΙ ΠΥΛΕΣ
Επιπλέον, η πόλη διέθετε έως τα τέλη του 15ου αιώνα ισχυρά οχυρωμένες πύλες, που δεν είχαν πάντοτε την ίδια μορφή, την ίδια θέση και το ίδιο όνομα. Ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής και την αρχιτεκτονική, οι πύλες άλλαζαν θέση, σκοπό και όνομα:
D’Amboise ή Αγίου Αντωνίου: Μετά τη θαλασσινή πύλη θεωρείται η πιο ωραία της παλιάς πόλης. Χτίστηκε το 1512 από το μεγάλο Μάγιστρο d’ Amboise. Όπως και οι άλλες πύλες έχει και αυτή γέφυρα που από το 1522 μέχρι το 1912 κανείς Έλληνας δεν είχε το δικαίωμα να μένει μες στην παλιά πόλη. Κάθε βράδυ, στις 6 ακουγόταν μια κανονιά και όλοι οι Χριστιανοί όφειλαν να εγκαταλείψουν την πόλη, επειδή οι κατακτητές φοβόντουσαν τις εξεγέρσεις των ντόπιων. Τα οικόσημα των Μαγίστρων που την έχτισαν βρίσκονται ακόμα και σήμερα σε περίοπτη θέση.
Η Θαλασσινή Πύλη |
Η πύλη του Αγίου Αντωνίου ενσωματωμένη στην πύλη Amboise |
Αγίου Αθανασίου: Βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά της πόλης, κοντά στον καθολικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Πάνω από την πύλη βρίσκεται το οικόσημο του μεγάλου Μαγίστρου d’ Aubusson, που την έχτισε το 1487. Πριν μπούμε στην πύλη υπάρχει μια γέφυρα που ήταν πόρτα και έκλεινε μετά τη δύση του ηλίου. Μετά την άφιξη των Ιταλών, το 1912, όλες αυτές οι πόρτες έγιναν γέφυρες, αφού καμιά πύλη πια δεν έκλεινε το βράδυ.
Αγίου Ιωάννου ή Κοσκινού: Οι Ροδίτες την αποκαλούν (λανθασμένα) και κόκκινη πόρτα. Λέγεται πύλη Κοσκινού γιατί παλαιότερα οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο χωριό Κοσκινού. Πάνω από την πύλη υψώνεται το οικόσημο του μεγάλου Μαγίστρου Ντεμιλλύ, καθώς και το ανάγλυφο ομοίωμα του Αγίου Ιωάννου, από όπου πήρε το όνομα της η πύλη. Πριν μπούμε στην πύλη περνάμε πάνω από μια γέφυρα, που μέχρι το 1912 ήταν μια τεράστια πόρτα που έκλεινε με τη δύση του ηλίου.
Αγίας Αικατερίνης ή «των Μύλων»: Το δεύτερο όνομά της το οφείλει στους 13 μύλους που υπήρχαν στο μόλο (σήμερα έχουν απομείνει μόνο τρεις). Είναι η πιο μικρή και η πιο άγνωστη από όλες τις πύλες, αλλά έχει μεγάλη και καταπληκτική ιστορία. Είχε μεγάλη αμυντική και οχυρωματική αξία καθώς εκεί δόθηκαν μεγάλες μάχες κατά την πολιορκία της Ρόδου από τους Αγαρηνούς το 1480.
Θαλασσινή ή Πύλη του Λιμανιού: Είναι η πιο εντυπωσιακή από τις πύλες, με τους δύο πανίσχυρους κυκλικούς πύργους. Είναι έργο του μεγάλου Μαγίστρου d’ Aubusson και χτίστηκε στα 1477, όπως αναφέρει η επιγραφή πάνω από την είσοδο της πύλης. Πάνω από το κεφάλι του εισερχόμενου, υπάρχει ένα ανάγλυφο σε λίθο που εικονίζει την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη και τον Άγιο Πέτρο. Οι ιππότες την έλεγαν Πόρτα Μαρίνα. Αυτή η πύλη έχει και θρύλους, πέρα από την ιστορία, την ομορφιά και το διάσημο όνομά της.
Ταρσανά: Βρίσκεται κοντά στα στο ναό της λιμένιας Αφροδίτης. Λέγεται και πύλη Ναυπηγείων γιατί οδηγούσε στα ναυπηγεία της περιοχής.
Αγίου Παύλου: Βρίσκεται στο βορειότερο μέρος του κάστρου και οδηγούσε στον πύργο Naillac, στο τέρμα του πιο βόρειου μόλου του λιμανιού, κοντά στην περιοχή Κολώνα. Ονομάζεται έτσι από μια επιγραφή που υπάρχει πάνω στον πύργο της.
Σήμερα, στα τείχη της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου έχουν ανοιχθεί 3 πύλες:
Πύλη της Παναγιάς: Βρίσκεται μετά τη θαλασσινή πύλη και είναι νέα πύλη που ανοίχτηκε στα 1954, για να αναπνεύσει η παλιά πόλη και να έχουν οι Ροδίτες ευκολότερη πρόσβαση στην παλιά πόλη.
Πύλη του Κόβα ή Ακαντιάς: Οδηγεί από την παλιά πόλη στην παραλία και το λιμάνι της Ακαντιάς. Πήρε το όνομά της από έναν Ιταλό του περασμένου αιώνα.
Πύλη Ελευθερίας: Είναι αυτή που οδηγεί από το ιστορικό Μανδράκι στην παλιά πόλη. Χτίστηκε το 1924 και λεγόταν πύλη Μάριο Λάγκο. Από την απελευθέρωση το 1947 μέχρι και σήμερα λέγεται πύλη Ελευθερίας.
Υπήρχαν και οι πύλες του Αγίου Γεωργίου και της Ιταλίας, οι οποίες για λόγους ασφαλείας κλείστηκαν όταν τα τείχη πήραν την τελική τους μορφή μετά το 1480, την εποχή του μεγάλου μάγιστρου d’ Aubusson, ύστερα από την Οθωμανική εκστρατεία. Τη φρούρηση και τη συντήρηση κάθε μιας από τις πύλες είχε αναλάβει μια από τις «Γλώσσες» (εθνότητες) του Τάγματος των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Τα νέα στοιχεία που πρόσθεσαν οι ιππότες αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της εξέλιξης στην πολεμική αρχιτεκτονική. Συγκεκριμένα, προστέθηκαν στρογγυλοί πύργοι, αντί για επίπεδους (όπως ίσχυε μέχρι τότε), αλλά και εντυπωσιακοί προμαχώνες.
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ
Τα σωζόμενα, ακέραια μέσα στο κάστρο, εκατοντάδες κτίρια της εποχής δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της πόλης της Ρόδου στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα. Τα σπουδαιότερα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια βρίσκονται στο Κολλακιό. Το παλάτι του μεγάλου μάγιστρου, το Καστέλο, δεσπόζει με τον όγκο του στην περιοχή του Διοικητηρίου, στο ΒΔ άκρο της πόλης.
Η κατασκευή του είχε αρχίσει τον 7ο αιώνα και προοριζόταν να γίνει η ακρόπολη των βυζαντινών οχυρώσεων. Όμως, στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα, οι Ιωαννίτες ιππότες το μετέτρεψαν σε παλάτι για το μεγάλο μάγιστρο του τάγματος, κτίριο διοίκησης του κράτους τους και τελευταία ζώνη άμυνας σε περίπτωση επίθεσης.
Μετά την παράδοση του νησιού στους Τούρκους, το μεγαλόπρεπο κτίριο πέρασε στα χέρια του νέου κατακτητή σχεδόν ανέπαφο. Όμως, αργότερα, με την έκρηξη στη γειτονική εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, το Καστέλο έπαθε σοβαρές ζημιές και σχεδόν καταστράφηκε.
Οι Ιταλοί, που διαδέχθηκαν τους Τούρκους, το ανακατασκεύασαν ακριβώς στην αρχική του μορφή και έτσι έφτασε ως τις μέρες μας. Κάστρο και συγχρόνως διοικητήριο, έχει στη μέση μια τετράπλευρη αυλή και γύρω, σε 3 ορόφους, τις αίθουσες διοίκησης, διαμονής και αποθήκες.
Νότια του παλατιού σώζονται ίχνη μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, γοτθικού ρυθμού, η οποία ανατινάχθηκε το 1856. Στη θέση της είναι χτισμένο ένα μουσουλμανικό σχολείο.
ΤΟ ΚΟΛΛΑΚΙΟ
Η περιοχή γύρω από το Καστέλο, το Κολλακιό ή Κάστρο, φιλοξενούσε τα δημόσια κτίρια των ιπποτών, τα Καταλύματα των «Γλωσσών» και τις κατοικίες των ευγενών. Βασικός δρόμος στο Κολλακιό είναι η οδός των Ιπποτών. Φτιάχτηκε πάνω σε δρόμο της αρχαίας πόλης της Ρόδου και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους μεσαιωνικούς δρόμους του κόσμου. Είναι λιθόστρωτος, με μήκος 200 μ., πλάτος 6 μ. και δεξιά και αριστερά σώζονται σε θαυμάσια κατάσταση μερικά από τα πιο σημαντικά κτίρια της μεσαιωνικής πόλης.
Ανάμεσά τους, 4 από τα 6 καταλύματα των Γλωσσών, στολισμένα με τα οικόσημα των ιπποτών και των μεγάλων μάγιστρων: το αναστηλωμένο της Προβηγκίας, κτίριο που ολοκληρώθηκε το 1518, της Ισπανίας, της Γαλλίας, ένα από τα ωραιότερα κτίρια της μεσαιωνικής Ρόδου, που ολοκληρώθηκε το 1509, και της Ιταλίας. Ο λιθόστρωτος δρόμος καταλήγει στην Πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρου (αλλιώς Μουσείου), εκεί που στέκει η Παναγιά του Κάστρου.
Στο κέντρο της, απέναντι από το Κατάλυμα της Ισπανίας, βρίσκεται το κτίριο που στέγαζε το Νοσοκομείο των ιπποτών και που σήμερα φιλοξενεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου. Το κτίριο άρχισε να χτίζεται το 1440 από τον μάγιστρο Ντε Λαστίκ και ολοκληρώθηκε το 1484 από το μάγιστρο Ντ’ Αμπουσόν. Στο ισόγειο υπάρχει μεγάλη εσωτερική αυλή με αποθήκες γύρω-γύρω, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου ορόφου καταλαμβάνει ένας μεγάλος θάλαμος όπου νοσηλεύονταν οι άρρωστοι.
Η οδός Ιπποτών καταλήγει στη μεγάλη πλατεία μπροστά στο Καστέλο, όπου δημιουργεί μια μεγαλοπρεπή στοά (λότζια) με γοτθικά πέτρινα τόξα, που οδηγεί στην είσοδο του παλατιού.
Άλλα σημαντικά κτίρια στο Κολλακιό είναι η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, το Οπλοστάσιο και το Ναυαρχείο των Ιπποτών, η έδρα του Λατίνου επισκόπου, η σχεδόν κατεστραμμένη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, το πρώτο Νοσοκομείο, το Ανάκτορο της Αρμενίας, ο ξενώνας της Αγίας Αικατερίνης και ο Πύργος του Ρολογιού.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΓΚΟΥ
Τέλος, στο νότιο τμήμα της πόλης, στην περιοχή του Μπούργκου, βρισκόταν το εμπορικό κέντρο και εδώ χτίστηκαν τα μεγάλα αρχοντικά των Ελλήνων και Φράγκων εμπόρων, αλλά και πολλά λαϊκά σπίτια, από τα οποία σώζεται μεγάλος αριθμός. Στη αρχή της οδού Σωκράτους, του πιο εμπορικού δρόμου της πόλης ακόμα και σήμερα, στην Πλατεία Ιπποκράτους με το σιντριβάνι, βρίσκεται το κτίριο της Καστελανίας, χτισμένο το 1506. Εκεί αρχικά λειτουργούσε, στα πρότυπα των πόλεων της δυτικής Ευρώπης, το Εμπορικό Δικαστήριο, ενώ σήμερα φιλοξενεί τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, καθώς και το Ιστορικό και Λαογραφικό Αρχείο.
Στην άλλη άκρη της οδού Σωκράτους υπάρχει το τζαμί που χτίστηκε προς τιμή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και κοντά του το Αγά Τζαμί.
Την Πλατεία Εβραίων Μαρτύρων στολίζει ένα όμορφο σιντριβάνι με μεταλλικούς ιππόκαμπους και θαλασσινές παραστάσεις. Η πλατεία αυτή σηματοδοτεί και την είσοδό σας στην ομώνυμη συνοικία.
Λίγο πιο πέρα είναι τα ερείπια της Παναγίας των Αγγέλων, στην περιοχή του Μπούργκου. Το εντυπωσιακό θέαμα είναι ό,τι απέμεινε από ένα μικρό τμήμα της γοτθικής εκκλησίας. Οι τρεις αψίδες του ιερού βήματος που στέκουν πεισματικά φαντάζουν ακόμα πιο ατμοσφαιρικές το βράδυ, οπότε και παίρνει τα ηνία ο ειδικός φωτισμός.
ΤΟ ΜΑΝΔΡΑΚΙ
Ένα τμήμα των οχυρώσεων του κάστρου εκτείνεται βόρεια για να προστατεύσει το Μανδράκι, ένα από τα λιμάνια της πόλης, που από την αρχαιότητα φιλοξενούσε τον πολεμικό στόλο του νησιού. Στη συνέχεια έπαιξε τον ίδιο ρόλο στη βυζαντινή περίοδο και στα χρόνια των ιπποτών. Την είσοδο του λιμανιού, που σήμερα φιλοξενεί κυρίως σκάφη αναψυχής, στολίζουν δύο χαρακτηριστικά μπρούντζινα αγάλματα ελαφιών, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά.
Σύμφωνα με την παράδοση, στο σημείο όπου βρίσκονται τα δύο ελάφια στεκόταν κάποτε ο Κολοσσός της Ρόδου, το περίφημο τεράστιο άγαλμα-φάρος του Απόλλωνα, προστάτη θεού του νησιού. Ο Κολοσσός, που καταστράφηκε από σεισμό, ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Στο λιμενοβραχίονα στέκονται εδώ και αιώνες τρεις πέτρινοι ανεμόμυλοι και στην άκρη του δεσπόζει το μικρό αλλά ισχυρό φρούριο του Αγίου Νικολάου, που προστάτευε την είσοδο του λιμανιού. Οι φίλοι του παλιού κινηματογράφου θα το θυμούνται ίσως από την ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε».
ΠΗΓΗ
Περιοδικό Γεωτρόπιο
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Το τάγμα γνώρισε νέα ακμή όταν ο Κάρολος Ε', το 1530, παραχώρησε σ’ αυτό το νησί της Μάλτας και μετονομάστηκε σε Τάγμα των Ιπποτών της Μάλτας. Μετά την απώλεια της Μάλτας από τον Ναπολέοντα (1797), η στρατιωτική και πολιτική δύναμη το τάγματος άρχισε να παρακμάζει. Αφού μετέφερε προσωρινά την έδρα του στην Κατάνη και τη Φεράρα, εγκαταστάθηκε στη Ρώμη (1814), όπου εδρεύει ως σήμερα, λειτουργώντας κυρίως ως φιλανθρωπική οργάνωση για αρρώστους. Το 1961, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ο πάπας αναγνώρισε στα μέλη του τάγματος να ασκούν έλεγχο στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Το τάγμα διατηρεί ακόμα και σήμερα οργανώσεις στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στην Ελβετία, όπου είναι και το μουσείο του (1936), στη Σουηδία και σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αριθμεί περίπου 8.000 μέλη και η δραστηριότητά του έχει κυρίως φιλανθρωπικό χαρακτήρα.