Ποιος δεν έχει δοκιμάσει τα Μπισκότα Παπαδοπούλου - Ένα όνομα γεμάτο ιστορία και Ελλάδα

H πορεία της ιστορικής βιομηχανίας μπισκότων ξεκινά στην κουζίνα της οικογένειας Παπαδοπούλου, εκεί όπου με μια απλή ξύλινη σφραγίδα έφτιαξαν το πρώτο μπισκότο Παπαδοπούλου. Κανείς δεν φανταζόταν τότε ότι θα ερχόταν η μέρα που αυτό το μπισκότο δεν θα έλλειπε από κανένα Ελληνικό σπίτι.

Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος με την μητέρα του και τους αδερφούς του, επιβιβάζονται σε πλοίο για να τους μεταφέρει μαζί με άλλους πρόσφυγες στη Μασσαλία. Το πλοίο έδεσε για ανεφοδιασμό στον Πειραιά και η οικογένεια βρήκε την ευκαιρία να επισκεφθεί την πόλη. Στο καφενείο που κάθισαν, έμαθαν με μεγάλη  έκπληξη ότι τα μπισκότα δεν ήταν διαδεδομένα στην Ελλάδα. Σε ένα λεπτό πήραν τη μεγάλη απόφαση. Δεν θα συνέχιζαν το ταξίδι τους για τη Μασσαλία, θα έμεναν στην Ελλάδα!

Αυτή είναι η αρχή της μεγάλης σημερινής βιομηχανίας μπισκότων. Το 1938 η οικογένεια εγκαθίσταται σε προσφυγική πολυκατοικία στο Λυκαβηττό και αγοράζει έναν μικρό φούρνο, ξεκινώντας τη γνωστή τους τέχνη: η μητέρα ζυμώνει και ψήνει τα Πτι-Μπερ, τα παιδιά τα πουλούν χύμα. Η σφραγίδα είναι η ίδια παλιά ξύλινη: «Αδελφοί Παπαδοπούλου, Ελλάς».

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα…και συνεχίζουν ως σήμερα όπου τέσσερις μεγάλες παραγωγικές εγκαταστάσεις των Μπισκότων Παπαδοπούλου διαχέουν το άρωμα των προϊόντων της σε όλη την Ελλάδα.

Μπισκότα Παπαδοπούλου. Ένα αληθινό παραμύθι!

Η ιστορία της μπισκοτοβιομηχανίας Παπαδοπούλου μοιάζει λίγο με παραμύθι. Έχει το δράκο της, τη βασιλοπούλα της, έχει την κουζίνα με τις μαγικές συνταγές, έχει φτωχά παιδιά που γυρνάν όλη μέρα στους πλούσιους μαχαλάδες πουλώντας μπισκότα. Έχει πλούσιους και φτωχούς, ταξίδια και περιπέτειες· πολλές περιπέτειες. Και φυσικά διαθέτει ένα καλό τέλος: «…Με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο».

Μια φορά κι’ ένα καιρό λοιπόν ζούσε σε μια πλούσια πόλη που την έλεγαν Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτεύουσα μιας απέραντης  αυτοκρατορίας,  μια φτωχή ελληνική οικογένεια με το πιο κοινότυπο όνομα: οικογένεια Παπαδοπούλου. Ο πατέρας Γιάννης ήταν ξυλουργός και τα έφερνε δύσκολα βόλτα με την πολυμελή του οικογένεια: τη γυναίκα του Μαρία και τα τρία μικρά παιδιά τους τον Νίκο, τον Ευάγγελο και τον Θεόφιλο. Για να βοηθήσει τον άνδρα της και τα παιδιά της, η κυρά-Μαρία ζύμωνε και έψηνε κάθε μέρα κάτι θεσπέσια, γευστικά μπισκότα με μυστική συνταγή φυσικά. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε... Τα τρία αδέλφια ξεχυνόντουσαν με το πανεράκι τους στους μαχαλάδες της Πόλης πουλώντας τα πεντανόστιμα μπισκότα της μητέρας τους. Κάπως έτσι κατόρθωνε η φτωχή οικογένεια Παπαδοπούλου να τα βγάζει πέρα.

Βρισκόμαστε στο 1916. Η κυρά-Μαρία κάθε μέρα φουρνίζει όλο και περισσότερα μπισκότα, τα τρία μικρά αλωνίζουν καθημερινά την Πόλη και γυρίζουν κάθε βράδυ σπίτι τους εξαντλημένα, αλλά με άδεια πανέρια. Η κυρά-Μαρία έχει δώσει τώρα πια και όνομα στα μπισκότα της! Τα ονομάζει «πτι-μπερ», ενώ ο άνδρας της φτιάχνει μια ξύλινη σφραγίδα, με την οποία τα μπισκότα σφραγίζονται και γίνονται έτσι (πιο) αναγνωρίσιμα. Η γαλλική ονομασία (πτι μπερ = μικρά μπισκότα βουτύρου) είναι επιβεβλημένη,  αφού η γαλλική ζαχαροπλαστική είναι φημισμένη σ’ όλη την Ευρώπη και η Κωνσταντινούπολη, ως μεγάλη πρωτεύουσα, ακολουθεί κι΄αυτή τον συρμό (=μόδα) της εποχής.

Και φτάνουμε στο σκοτεινό 1922. Η Μικρασιατική Καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα Μικρασιατικά παράλια δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στους Έλληνες της Πόλης. Η Μαρία Παπαδοπούλου χωρίς τον άνδρα της και με τα τρία παιδιά της επιβιβάζονται εσπευσμένα στο πλοίο που θα τους φέρει στη μακρινή Μασσαλία. Το ταξίδι κουραστικό Το πλοίο θα σταματήσει μερικές μέρες για ανεφοδιασμό υποχρεωτικά και στον Πειραιά. Η οικογένεια Παπαδοπούλου κατεβαίνει στο λιμάνι και αποφασίζει να δει και την Αθήνα λίγο προτού το πλοίο τους συνεχίσει το ταξίδι του για τη Μασσαλία…
Ας κάνουμε κι εμείς μια μικρή παύση στη διήγησή μας και ας επισκεφθούμε νοερά την Αθήνα του 1922.

Τα πρώτα χρόνια η παρουσία των προσφύγων έδινε μια πολύ θλιμμένη όψη στο κέντρο της Αθήνας. Ιδιαίτερα σε όλο το μήκος της Αθηνάς, στο Μοναστηράκι και την πλατεία Λουδοβίκου-Δημαρχείου, οι περιφερόμενοι ρακένδυτοι πρόσφυγες ήταν μια ζωντανή, διαρκής υπενθύμιση της μεγάλης καταστροφής. Μιας καταστροφής, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεχάσουν το γρηγορότερο. 

Οι δρόμοι είχαν γεμίσει παράγκες και πάγκους, όπου οι αγωνιούσες προσφυγικές οικογένειες προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους, πουλώντας από τρόφιμα και ρούχα μέχρι οικιακά σκεύη κι εφόδια. Από κοντά, φυσικά, ακόμη πιο πρόχειρα «καφενεία» και «μαγέρικα» συνέθεταν με την αταξία, τη βρωμιά και το συνωστισμό τους μια χαοτική εικόνα. Η εικόνα συμπληρωνόταν από τα υπαίθρια σαράφικα της Αιόλου, όπου οι πρόσφυγες αντάλλασσαν τα τιμαλφή τους.

 Για να μην ξεφύγει τελείως η κατάσταση, ο Δήμος αναγκάστηκε να δημιουργήσει στην Αθηνάς, στη Βαρβάκειο, μια νέα πιο συμμαζεμένη παραγκούπολη, ειδικά για την «αγορά των προσφύγων».

Από την σελίδα Μαύρος Κύκνος