Όταν οι γονείς χωρίζουν νωρίς:
Ο χωρισμός των γονιών, όταν συμβαίνει στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, μπορεί να βιωθεί σαν μια απώλεια που το ίδιο αδυνατεί να εξηγήσει. Χάνει κάτι που δεν πρόλαβε να γνωρίσει: τη συνέχεια, τη συντροφικότητα, την εικόνα δύο ανθρώπων που είναι εκεί μαζί γι’ αυτό.
Για τα μοναχοπαίδια, αυτή η απώλεια μπορεί να γίνει πιο σιωπηλή. Δεν έχουν κάποιο αδελφάκι για να τη μοιραστούν, ούτε κάποιον συνοδοιπόρο μέσα στο σπίτι που να περνά το ίδιο και να μπορεί να καθρεφτίσει ή να εξωτερικεύσει το βίωμα. Συχνά, αυτό οδηγεί σε μια εσωτερίκευση των συναισθημάτων ή και σε πρόωρη "ωρίμανση", καθώς το παιδί προσπαθεί να καταλάβει και να ισορροπήσει τις νέες δυναμικές των σχέσεων μέσα στο σπίτι.
Φυσικά, κανένα παιδί δεν είναι ίδιο με κάποιο άλλο. Η επίδραση του χωρισμού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το πώς χωρίζουν οι γονείς (με σύγκρουση ή με σεβασμό), αν παραμένουν παρόντες στη ζωή του παιδιού, τη στήριξη που προσφέρει το ευρύτερο περιβάλλον.
Στην ενήλικη ζωή, κάποια από αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται να εμπιστευτούν ή να παραδοθούν σε βαθιές συναισθηματικές σχέσεις. Η πρώιμη εμπειρία της απώλειας ή της εγκατάλειψης μπορεί να τα κάνει πιο επιφυλακτικά, πιο μοναχικά. Άλλοι, στην προσπάθειά τους να νιώσουν ασφάλεια, παραμένουν σε σχέσεις που δεν τους ταιριάζουν ή υπομένουν συμπεριφορές χειριστικές, από φόβο μήπως μείνουν πάλι μόνοι. Η ανάγκη για σταθερότητα –αν δεν έχει χτιστεί εσωτερικά– μπορεί να γίνει παγίδα. Και η σιωπή του παιδιού, γίνεται επιλογή μοναχικής ζωής του ενήλικα, όχι πάντα επειδή έτσι το θέλει, αλλά επειδή δεν έμαθε ότι μπορεί να ζητά και να του προσφέρεται αγάπη χωρίς όρους.
Η σιωπή που μαθαίνει να κρατά συχνά γίνεται σιωπή κι ως ενήλικας.
Ποτέ δεν είναι αργά να την μετατρέψει σε λέξεις, σχέσεις, κατανόηση.
Σύμφωνα με την ψυχολογική βιβλιογραφία, τα παιδιά που μεγαλώνουν με έναν γονέα έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν:
- Ανασφάλεια στις σχέσεις, καθώς μπορεί να μην έχουν εμπειρία ενός σταθερού, αμοιβαίου δεσμού μεταξύ δύο ενηλίκων.
- Τάσεις υπεραντισταθμιστικής συμπεριφοράς, προσπαθώντας να “κρατήσουν” τους άλλους κοντά τους ή να αποφύγουν κάθε νέα απώλεια.
- Υψηλό αίσθημα ευθύνης από μικρή ηλικία, κάτι που μπορεί να εκτιμηθεί θετικά, αλλά συχνά κουβαλά ένα βάρος που δεν τους αναλογεί.
- Δυσκολία στην έκφραση του θυμού ή της θλίψης, ειδικά αν ένιωσαν πως έπρεπε να προστατεύσουν τους γονείς τους από τα δικά τους συναισθήματα.
Η έρευνα του Paul Amato (2001), που βασίστηκε σε μεγάλο αριθμό ενηλίκων που είχαν βιώσει το διαζύγιο των γονιών τους, έδειξε ότι:
Η ποιότητα της σχέσης με τον γονέα που τους ανέθρεψε και η παρουσία σταθερών υποστηρικτικών προσώπων, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ψυχική τους ανθεκτικότητα. Ενίσχυσε επίσης τη διαπίστωση ότι η συναισθηματική επάρκεια και όχι απλώς η παρουσία δύο γονιών, είναι αυτή που αφήνει τα πιο σταθερά αποτυπώματα.
Βιβλιογραφική αναφορά:
Amato, P. R. (2001). Children of divorce in the 1990s: An update of the Amato and Keith (1991) meta-analysis. Journal of Family Psychology, 15(3), 355–370.
Δημήτριος Φυλακτόπουλος MD PhD 9/5/2025