Η Laura Nyro υπήρξε μία από τις πιο ξεχωριστές και πολυσχιδείς φωνές της αμερικανικής μουσικής των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Αν και ποτέ δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία που είχαν άλλοι καλλιτέχνες της εποχής, η επιρροή της παραμένει τεράστια — από την Joni Mitchell και την Carole King έως την Kate Bush, τη Rickie Lee Jones και την Tori Amos.
Η Laura Nigro (το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1947 στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης. Κόρη μουσικών, μεγάλωσε μέσα σε ήχους της jazz, της gospel, της folk και της pop, ακούγοντας δίσκους της Billie Holiday και του Miles Davis, αλλά και doo-wop συγκροτήματα της εποχής. Από πολύ μικρή έγραφε ποίηση και συνθέσεις στο πιάνο, αναπτύσσοντας ένα προσωπικό ύφος που συνδύαζε τον συναισθηματισμό της soul με τη λυρικότητα της folk και την πολυπλοκότητα της jazz.
Το 1967 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, More Than a New Discovery (μετέπειτα επανεκδόθηκε ως The First Songs), που περιείχε κλασικά πλέον τραγούδια όπως τα “And When I Die”, “Stoney End” και “Wedding Bell Blues”. Αν και το άλμπουμ δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία τότε, τα τραγούδια της έγιναν τεράστιες επιτυχίες όταν τα ερμήνευσαν άλλοι — οι Blood, Sweat & Tears, η Barbra Streisand και κυρίως οι 5th Dimension, που απογείωσαν το “Wedding Bell Blues” στο Νο. 1 των charts.
Το 1967 συμμετείχε και στο ιστορικό Monterey Pop Festival, αλλά η εμφάνισή της —αν και παρεξηγημένη τότε— έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τη φήμη της ως καλλιτέχνιδας που δεν έκανε εκπτώσεις.
Τα επόμενα χρόνια θεωρούνται η “χρυσή περίοδος” της Nyro. Με τα άλμπουμ “Eli and the Thirteenth Confession” (1968), “New York Tendaberry” (1969) και “Christmas and the Beads of Sweat” (1970), καθιέρωσε ένα εντελώς δικό της μουσικό ιδίωμα. Οι συνθέσεις της είχαν απρόβλεπτες αλλαγές ρυθμού και μελωδίας, ποιητικούς στίχους και μια εκρηκτική ερμηνευτική ένταση. Η μουσική της ήταν γεμάτη πάθος, με θεματολογία που κινούνταν από την αστική μοναξιά έως την αγάπη και τη γυναικεία ταυτότητα.
Το 1971 συνεργάστηκε με τους Labelle στο άλμπουμ Gonna Take a Miracle, μια συγκλονιστική συλλογή από soul και R&B διασκευές που επιβεβαίωσε τη βαθιά σχέση της με τη μαύρη μουσική παράδοση.
Μετά το 1971, η Nyro αποσύρθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τη δισκογραφία, επιλέγοντας μια πιο ήσυχη ζωή μακριά από τη δημοσιότητα. Επέστρεψε περιοδικά με άλμπουμ όπως το Smile (1976), Nested (1978) και αργότερα το Mother’s Spiritual (1984), πάντα με προσωπικό και αντισυμβατικό ύφος.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 επανήλθε με συναυλίες και νέες ηχογραφήσεις, βρίσκοντας μια νέα γενιά θαυμαστών που ανακάλυπτε τη δουλειά της μέσα από καλλιτέχνες που τη θεωρούσαν πρότυπο.
Η Laura Nyro πέθανε το 1997 σε ηλικία μόλις 49 ετών από καρκίνο, αφήνοντας πίσω της μια δισκογραφία που, αν και περιορισμένη, επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη τραγουδοποιία. Το 2012 εισήχθη μεταθανάτια στο Rock and Roll Hall of Fame, αναγνωριζόμενη επιτέλους ως μία από τις πιο καινοτόμες και ευαίσθητες δημιουργούς του 20ού αιώνα.
Η φωνή της , ανεπιτήδευτη, γεμάτη πόνο και πάθος και η θεματολογία της, που συνδύαζε τον ρομαντισμό, την κοινωνική ευαισθησία και τη γυναικεία ενδυνάμωση, συνεχίζουν να συγκινούν. Όπως έγραψε κάποτε η Joni Mitchell:
“Η Laura ήταν μια ολόκληρη πόλη μουσικής μέσα σε μία γυναίκα.”