(24 Σεπτεμβρίου 1896 - 21 Δεκεμβρίου 1940)
Φαίνεται ότι μια ακραία και εξαιρετικά δυνατή βροχή στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας που οδήγησε σε προσωρινή διακοπή των γυρισμάτων της ταινίας ‘The Great Gatsby’, έδωσε την ευκαιρία στο σκηνοθέτη Baz Luhrmann να συνομιλήσει με το γνωστό μουσικό Jay-Z και να επιμεληθούν τελικά μαζί το soundtrack του τελευταίου φιλόδοξου εγχειρήματος του. Οι δύο καλλιτέχνες επέλεξαν να επενδύσουν την ταινία με ήχους μοντέρνους, βασισμένους κυρίως στο Rap και στο Hip Hop, σε μια απόπειρα να μεταφέρουν τον ενθουσιασμό και την υπερβολή της εποχής εκείνης σε ένα κοινό μοντέρνο. Τα κομμάτια που επιλέχθηκαν, αν και ποικίλης καλλιτεχνικής αξίας, συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας φαντασμαγορικής ατμόσφαιρας, ενώ οι αναφορές μέσω των στίχων σε Αμερικανικά πρότυπα του εικοστού αιώνα, καθώς και κάποιες ανά διαστήματα ‘ενέσεις’ Jazz ήχων προσπάθησαν να συνδέσουν την εποχή μας με την τόσο διαφορετική περίοδο κατά την οποία ο F. Scott Fitzgerald έγραφε κατά πολλούς το σημαντικότερο από τα μυθιστορήματα του.
Ωστόσο, ίσως το δίδυμο σκηνοθέτη-μουσικού να παρέβλεψε μια σημαντική παράμετρο του έργου του συγγραφέα. Η μουσική για τον Fitzgerald, εκτός από έμπνευση, αποτέλεσε ένα καθοριστικό εργαλείο για τη διαμόρφωση και παρουσίαση της ατμόσφαιρας των σκηνών που περιέγραφε, ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε συχνά ως μέσο για την εις βάθος ανάπτυξη της προσωπικότητας των χαρακτήρων του.
Ο Fitzgerald άλλωστε βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής του και είχε θεωρηθεί ως ένας αναλυτής την επιρροής της τότε μοντέρνας κουλτούρας στην αμερικανική καθημερινότητα. Πολλοί τον θεωρούν ως τον κύριο εκπρόσωπο μιας εποχής στην οποία άνθισε η μουσική Jazz και ο χορός και η οποία είναι γνωστή ως ‘The Jazz Age’, ένας όρος ο οποίος μάλιστα είναι δικής του έμπνευσης. Η μουσική σήμαινε για εκείνον συναίσθημα. Πίστευε ότι τα τραγούδια, είτε του σήμερα είτε του χθες, είχαν τη δυνατότητα να επαναφέρουν μνήμες, να ξυπνήσουν χαμένες αγάπες, να δημιουργήσουν μια γέφυρα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Η μοντέρνα μουσική δεν ήταν απλά ένα κομμάτι του καλλιτεχνικού έργου μιας εποχής, μα περισσότερο ήταν ένα σύμβολο, η σύνοψη μιας ολόκληρης περιόδου σε μια διαδοχή από ρεφραίν.
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος επικροτούσε πάντοτε την καλλιτεχνική αξία των σύγχρονων τραγουδιών και αρκετά συχνά είχε επικρίνει μέσα από τα κείμενά του τη φρενίτιδα που επικρατούσε για τη μουσική Jazz. Είχε την επίγνωση ότι εκείνο τον καιρό η δημοφιλής μουσική ήταν ένα μέσο που προωθούσε μια αισθηματική ελαφρότητα, μια ρομαντική ψευδαίσθηση, δρώντας πολλές φορές ανασταλτικά στην έκφραση ώριμων και βαθιών συναισθημάτων. Θεωρείται ότι ο Fitzgerald προσπαθούσε να κρατήσει μια απόσταση από την υπερβολή της περιόδου, έχοντας όμως παράλληλα χρησιμοποιήσει ρυθμούς και στίχους από τη μοντέρνα μουσική στο έργο του. Σαν τον Nick Carraway στο ‘The Great Gatsby’, φαίνεται ότι έβρισκε τους έξαλλους ρυθμούς της ‘Jazz Age’, καθώς και την ίδια τη Jazz μουσική, ταυτόχρονα τόσο δελεαστικές μα και αποκρουστικές.
Ο Fitzgerald χρησιμοποίησε τη μουσική καταρχάς σαν συναισθηματικό υπόβαθρο σε μια πληθώρα σκηνών στο σύνολο του έργου του. Άλλωστε, βασίστηκε πολλές φορές στις λέξεις και στους ήχους των πιο διάσημων τραγουδιών της εποχής είτε κατά την παρουσίαση του συναισθηματικού επιπέδου των χαρακτήρων του, είτε για τη δημιουργία και την υποστήριξη της ατμόσφαιρας των εικόνων που περιέγραφε. Μεταξύ άλλων χαρακτηριστική θεωρείται η χρήση της μουσικής στο μυθιστόρημα ‘The Great Gatsby’. Για παράδειγμα, η σκηνή από το πρώτο πάρτυ ξεκινάει με την άφιξη της ορχήστρας, η οποία με μια ποικιλία από όμποε, τρομπόνια, σαξόφωνα, βιολιά και τύμπανα, εισάγει τον αναγνώστη στο σκηνικό ενός υπερβολικού μουσικού πλουραρισμού.
Εκτός όμως από υπόβαθρο, η μουσική στο έργο του Fitzgerald πολλές φορές λειτουργεί τόσο ως σχόλιο στα γεγονότα όσο και ως ρυθμιστής εξελίξεων. Γνωστά τραγούδια της εποχής αποκτούν σημασία για παράδειγμα στο ‘The Great Gatsby’ και δρουν ως ειρωνικά σχόλια στις εξελίξεις του μυθιστορήματος. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ο Klipspringer έπαιξε δύο κομμάτια, το ‘The Love Nest’ και το ‘Ain’t We Got Fun’ τα οποία ειρωνεύονται αντίστοιχα τόσο την πολυτελέστατη έπαυλη που δημιούργησε ο Gatsby για χάρη της Daisy όσο και την ψυχρότητα που έκρυβε η άμετρη πολυτέλεια των πάρτι. Επίσης, η αποχώρηση της Daisy από το πάρτι συνοδεύεται με ένα μελαγχολικό βαλς εκείνου του έτους, το ‘Three O’Clock in the Morning’, το οποίο παντρεύεται αριστουργηματικά με το κείμενο παρουσιάζοντας από τη μία τη νοσταλγία της για το χαμένο ρομαντισμό της και από την άλλη μια ανασφάλεια για τη θέση της στην καρδιά του Gatsby.
Ο Fitzgerald εκτός από τη μουσική είχε επηρεαστεί επίσης από τις ταινίες και τις μουσικές κωμωδίες της εποχής του και ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει με ακρίβεια όλες αυτές τις επιρροές του, έχοντας αναγνωρίσει την αξία αλλά και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της Αμερικανικής κουλτούρας και δίκαια θεωρείται ως ο συγγραφέας που περισσότερο από κάθε άλλον αντιλήφθηκε και παρουσίασε το σφυγμό της δεκαετίας του 1920, κατά την οποία γνώρισε η Αμερική ίσως την πιο απότομη οικονομική άνθιση της ιστορίας της. Κι ενώ φαίνεται απίθανο να μην είχαν μελετήσει σε βάθος οι Luhrmann και Jay-Z τη συμβολή του ρόλου της Jazz κυρίως μουσικής στο έργο του Fitzgerald, κι ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας αν ήταν σήμερα παρόν ίσως επικροτούσε τη προώθηση και χρήση ήχων και ρυθμών που χαρακτηρίζουν τη δική μας εποχή, η παράλειψη των τραγουδιών που αναφέρονται στο κείμενο δεν οδήγησε απαραίτητα σε μη ακριβή παρουσίαση της ατμόσφαιρας του μυθιστορήματος, μα περισσότερο σε μια ελαφρά απώλεια ίσως του βάθους και της συνέχειας της πλοκής. Το κείμενο βασίζεται στο άρθρο της Ruth Prigozy ‘Poor Butterfly: F. Scott Fitzgerald and Popular Music’ (1977) όπου παρουσιάζεται μια λίστα 71 τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκαν από τον συγγραφέα στο έργο του.
Παπαλαζάρου Βασίλης