Από τον πόλεμο κερδίζουν μόνο οι πολεμικές βιομηχανίες, οι λαοί απλά πεθαίνουν

Από τον πόλεμο κερδίζουν μόνο οι πολεμικές βιομηχανίες, οι λαοί απλά πεθαίνουν

Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η διαμόρφωση ενός νέου ψυχροπολεμικού τοπίου μεταξύ Δύσης και Μόσχας (με υπό διερεύνηση προεκτάσεις) και ο φόβος ενός Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου ωθεί τη μια μετά την άλλη χώρες σε δραστικές αυξήσεις των αμυντικών τους δαπανών, κυρίως εντός αλλά και εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Ειδικά στην περίπτωση της Γερμανίας, η ανακοίνωση του προγράμματος-«μαμούθ» των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για εξοπλισμούς και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων σηματοδότησε την πλήρη αναθεώρηση του μεταπολεμικού αμυντικού της δόγματος και της εξωτερικής πολιτικής της.

Για την Ευρώπη των «27», όπου οι αμυντικοί προϋπολογισμοί παίρνουν αλυσιδωτά την ανιούσα -σε αρκετές περιπτώσεις άνω και του νατοϊκού στόχου του 2% του ΑΕΠ- το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα ήταν, είναι και καταπώς φαίνεται θα παραμείνει η αμυντική αυτονόμηση από τη Συμμαχία και τις ΗΠΑ.

Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας οδηγούν σε ενίσχυση των οπλοστασίων στην ευρύτερη περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού.

Πρόκειται για μια νέα κούρσα εξοπλισμών που διαμορφώνει μια νέα ισορροπία τρόμου, η οποία θα μπορούσε να καταρρεύσει οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ρευστότητας και ανασφάλειας, μοναδικός σίγουρος κερδισμένος δείχνει να είναι η πολεμική βιομηχανία.

Συνολικής αξίας σήμερα ήδη μισού τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αναμένεται να δει τεράστια αύξηση σε έσοδα και κέρδη. Για πολλοστή φορά.

Οι πέντε χώρες που δαπάνησαν τα μεγαλύτερα ποσά για την αγορά εξοπλισμών ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Από κοινού αντιπροσώπευαν το 62% των στρατιωτικών δαπανών παγκοσμίως. Ειδικά για την Κίνα, ήταν αυξημένες για 26η συναπτή χρονιά.

Η Ινδία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία.

Συνολικά, τα τελευταία συγκεντρωτικά στοιχεία για τις συνολικές στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως δείχνουν ότι έφτασαν τα 1,981 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, σημειώνοντας αύξηση 2,6% σε ετήσια βάση.

Πρακτικά, όλοι αυτοί οι πακτωλοί χρημάτων για εξοπλιστικά προγράμματα και τη συντήρηση στρατών το 2020 ξεπέρασαν ακόμη και τις δαπάνες που γίνονταν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Όλα αυτά, δε, πριν καν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία…

Πλέον, υπό τη «σκιά» της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Γερμανία σχεδόν τριπλασίασε τον αμυντικό προϋπολογισμό της για το 2022, ενώ στοχεύει σε αύξηση των ετήσιων στρατιωτικών δαπανών από περίπου 1,5% στο 2% του ΑΕΠ έως το 2024.

Η κυβέρνηση της Πολωνίας ανακοίνωσε αντιστοίχως αλλαγές στον σχεδιασμό της, με στόχο τη διάθεση του 3% του ΑΕΠ στην άμυνα το 2023 (από 2,2% που είναι φέτος) και περαιτέρω αυξήσεις για τα επόμενα έτη.

Την ανιούσα παίρνουν οι αμυντικές δαπάνες και στη Ρουμανία, στο 2,5% του ΑΕΠ.

Κατά 18 δισεκατομμύρια κορώνες (2,65 δισεκατομμύρια δολάρια) θα αυξηθούν σταδιακά οι ετήσιες αμυντικές δαπάνες της Δανίας, ώστε να φτάσει το 2% του ΑΕΠ έως το 2033, όπως ανακοίνωσε η πρωθυπουργός της χώρας Μέτε Φρέντρικσεν.

Ανάλογα σχέδια, χωρίς να τα έχει ακόμη συγκεκριμενοποιήσει, εξήγγειλε και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του Απριλίου.

Τα «σκήπτρα» στην πολεμική βιομηχανία έχουν μακράν οι ΗΠΑ, με μερίδιο 37% επί του συνόλου των εξαγωγών όπλων την περίοδο 2016-20. Ακολουθεί η Ρωσία με 20%, η Γαλλία (8,2%), η Γερμανία (5,5%) και η Κίνα (5,2%).

Όχι τυχαία, με τη ρωσική εισβολή Ουκρανία, οι τιμές των μετοχών αμερικανικών αμυντικών κολοσσών «πέταξαν».