Από τον Γιάννη Πετρίδη
Ο Β.Β. King που πέθανε σε ηλικία 89 ετών στις 14 του Μάη, το 2015, ήταν ο μοναδικός καλλιτέχνης των μπλουζ που κατάφερε να προσεγγίσει όλους τους μουσικόφιλους, ανεξαρτήτως του αν ήταν φίλοι των μπλουζ ή παρακολουθούσαν κάποιο άλλο μουσικό είδος.
Οχι τυχαία, οι ρίζες για όλους τους μεγάλους κιθαρίστες της ροκ φτάνουν στον μαύρο καλλιτέχνη, που γεννήθηκε στην Ιντιανόλα, στο Μισισίπι πριν από 96 χρόνια, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1925, και το πραγματικό του όνομα ήταν Riley Β. King.
Η περιοχή όπου γεννήθηκε είναι διάσημη για τη δημιουργία του κάντρι μπλουζ από καλλιτέχνες που μεγάλωσαν εκεί.
Μεγάλωσε δίπλα στη γιαγιά του, όπου τον είχε στείλει η μητέρα του όταν εγκατέλειψε τον πατέρα του. Ο King ήταν τότε μόλις τεσσάρων ετών. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν 9 ετών.
Στα 15 του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα με 8 δολάρια και ένας θείος του ήταν αυτός που του έκανε τα πρώτα του μαθήματα, οδηγώντας σύντομα στο πρώτο του συγκρότημα, που ήταν ένα κουαρτέτο της μουσικής γκόσπελ.
Στην ηλικία των 20 ετών κι ενώ πρόσφατα είχε παντρευτεί, άφησε τη γυναίκα του στην Ιντιανόλα και πήγε να δοκιμάσει την τύχη του ως μουσικού στο Μέμφις, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του μακρινού του εξαδέλφου Bukka White, που και αυτός έγινε γνωστός στον χώρο του μπλουζ.
Εκεί έμεινε μερικούς μήνες, αλλά αποφάσισε να επιστρέψει στη γυναίκα του και να μείνουν για τα επόμενα δύο χρόνια στην Ιντιανόλα.
Ο King βέβαια δεν ήταν ο πρώτος κιθαρίστας που χρησιμοποίησε την ηλεκτρική κιθάρα, πριν από αυτόν υπήρχαν σημαντικοί κιθαρίστες, όπως οι Charlie Christian και Τ-Bone Walker, που μαζί με τον Django Reinhardt ήταν αυτοί που τον επηρέασαν, αλλά ο Β.Β. King ήταν αυτός που έβαλε τη σφραγίδα του Μισισίπι στον τρόπο παιξίματος που χρησιμοποίησαν μετά από αυτόν οι Buddy Guy, Albert King, Otis Rush, Freddie King και αμέτρητοι κιθαρίστες από τον χώρο του ροκ.
Η κιθάρα που χρησιμοποιεί όλα αυτά τα χρόνια είναι μάρκας Gibson και την έχει ονομάσει Lucille.
Ο King, για να ζήσει, σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά της γενιάς του που πήγαιναν σχολείο, όταν ήταν μικρός μάζευε βαμβάκι εισπράττοντας ελάχιστα χρήματα και τα βράδια τραγουδούσε ερασιτεχνικά στους δρόμους της Ιντιανόλα, πριν πάει στο Μέμφις το 1949 για να αρχίσει την επαγγελματική του καριέρα.
Στις αρχές του '50 μάλιστα δούλευε ως dj σε ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιζε μουσική των μαύρων, χρησιμοποιώντας το
όνομα Beale Street Blues Boy, το οποίο αργότερα συντόμευσε σε Β.Β.
Στον σταθμό τον είχε συστήσει ο Sonny Boy Williamson, στο σόου του οποίου έκανε την πρώτη του εμφάνιση.
Μαζί του εκείνη την εποχή έπαιζαν μουσική οι Bobby «Blue» Bland και Johnny Ace, οι οποίοι έκαναν αργότερα μουσική καριέρα, αλλά ο Ace είχε άσχημο τέλος παίζοντας ρωσική ρουλέτα το 1954, στα παρασκήνια ενός συναυλιακού χώρου, στο Χιούστον.
Η πρώτη επιτυχία του ήταν ένα τραγούδι που είχε ακούσει να το ερμηνεύει ένα από τα είδωλά του, ο Lowell Fulson, το Three Ο'Clock Blues, το 1951, που του άνοιξε τον δρόμο για εμφανίσεις σε συναυλιακούς χώρους, όπως το Apollo στη Νέα Υόρκη.
Εκτός από τον Fulson, ο King αναφέρει ως επιρροές του ονόματα από τον χώρο του μπλουζ, όπως οι Elmore James, Johnny Moore, Τ-Bone Walker, αλλά και από την τζαζ, Duke Ellington, Count Basie, Jimmy Rushing και ο τυφλός τραγουδιστής Al Hiibbler.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '50 ηχογράφησε δεκάδες τραγούδια, πολλά από τα οποία ποτέ δεν κυκλοφόρησαν σε δίσκο, γιατί παρά τη σχετική επιτυχία που γνώρισαν μερικά από τα τραγούδια που κυκλοφόρησε σε δίσκο, ο Β.Β. King δεν είχε καταφέρει αρχικά να έχει απήχηση στους λευκούς, όπως άλλοι μαύροι μουσικοί της εποχής π.χ. οι: John Lee Hooker, Howlin' Wolf, Muddy Waters, Little Walter. Ετσι οι εμφανίσεις του ήταν περιορισμένες και έπαιζε μεμονωμένες βραδιές σε κάποιους χώρους, χωρίς να υπάρχει συνέχεια. Τη χρονιά του 1956 έπαιξε σε 342 διαφορετικά μέρη, σε ισάριθμες βραδιές.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό των εμφανίσεων του είναι το γεγονός ότι έχει παίξει σε 100 διαφορετικές φυλακές της Αμερικής, αριθμός απλησίαστος για άλλον καλλιτέχνη.
Τα τραγούδια που έπαιζε ο King δεν μπορούσαν να βρουν ανταπόκριση στο κοινό μαύρων καλλιτεχνών που έπαιζαν ροκ, όπως οι Chuck Berry και Little Richard, από την άλλη, οι μαύροι φίλοι της μουσικής θεωρούσαν το είδος του μπλουζ που έπαιζε ο κιθαρίστας αρκετά εμπορικό σε σύγκριση με αυτά που έπαιζαν ονόματα όπως οι Big Bill Broonzy και Mississippi John Hurt.
Οι πωλήσεις τραγουδιών του, όπως τα Everyday Ι Have The Blues, Did You Ever Love Α Woman, Five Long Years και You Upset Me Baby, έφερναν κέρδη στην εταιρεία του, αλλά ο ίδιος ο King έπαιρνε ελάχιστα χρήματα σαν δικαιώματα και η όλη κατάσταση μπορούσε να περιγραφεί μέσα από ένα τραγούδι του, οι στίχοι του οποίου λένε: Είμαι καλός άνθρωπος, παρότι είμαι φτωχός.
Η μουσική του King βρήκε την ανταπόκριση που της άξιζε αρχικά από τους νεαρούς βρετανούς μουσικούς που έψαχναν το αμερικανικό μπλουζ στις αρχές της δεκαετίας του '60· κιθαρίστες όπως οι Eric Clapton και Larry Coryell εντυπωσιάστηκαν από την τεχνική του.
Ανάλογη αντιμετώπιση είχε στη συνέχεια και στην Αμερική, όπου ο Mike Bloomfield δήλωσε φανατικός φίλος του και αντέγραψε τον τρόπο ερμηνείας του.
Η άνθηση του βρετανικού μπλουζ στη δεκαετία του '60 έκανε πιο γνωστή τη μουσική του King, ο οποίος άρχισε να εμφανίζεται σε γνωστά φεστιβάλ και μεγάλες συναυλιακές αίθουσες.
Το 1969 μάλιστα έκανε περιοδεία σε αρκετές πόλεις της Αμερικής μαζί με τους Rolling Stones, γεγονός που τον έκανε ακόμα πιο γνωστό σε όλη την Αμερική.
Το 1970 κυκλοφορεί η μεγάλη του επιτυχία The Thrill Is Gone από το άλμπουμ Completely Well, που του χάρισε το βραβείο Γκράμι -συνολικά έχει κερδίσει 15- και είχε μία ακόμα μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι Το Know You Is Το Love You και το περιοδικό «Guitar Player» τον ονομάζει κιθαρίστα της χρονιάς.
Στη δεκαετία του '80 κερδίζει νέο κοινό χάρη στη συνεργασία του με το συγκρότημα των U2 στο τραγούδι When Loves Come Το Town, από το άλμπουμ Rattle And Hum.
Το 2000 ηχογραφεί με τον Eric Clapton το άλμπουμ Riding With The King και το 2006 κάνει τις τελευταίες του αποχαιρετιστήριες, όπως τις ονομάζει, εμφανίσεις του στην Ευρώπη, με τη συνοδεία του Gary Moore. Το 2009, σε ηλικία 84 ετών, θα κάνει ακόμα μία εμφάνιση στο Λονδίνο μαζί με τον John Mayall.
Δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά ο αγαπημένος του τραγουδιστής ήταν ο Frank Sinatra, για τον οποίο τρελαινόταν, όπως δήλωνε στην αυτοβιογραφία του, και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, άκουγε το άλμπουμ του In The Wee Small Hours.
Ο Sinatra ήταν αυτός που άνοιξε τον δρόμο για εμφανίσεις του Β.Β. King στα κλαμπ του Λας Βέγκας, στη δεκαετία του '60.
Ο θάνατος του άφησε φτωχότερο ένα μουσικό είδος που έχει μεγάλη απήχηση στον κόσμο περισσότερο από έναν αιώνα.