Από τον Γιάννη Πετρίδη
Ένας από τους μουσικούς που δικαιούνται τον χαρακτηρισμό του χαρισματικού μουσικού, είναι χωρίς αμφισβήτηση ο Ry Cooder που έγινε χθες 76 ετών.
Παράλληλα είναι εμφανές το ότι αυτός ο μεγάλος μουσικός είναι σχετικά αδικημένος σε σχέση με άλλους μεγάλους κιθαρίστες που, χωρίς να είναι απαραίτητα καλύτεροί του, κατάφεραν να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση από πλευράς κοινού, γιατί από την πλευρά των ειδικών της μουσικής ο Ry Cooder έχει εκτιμηθεί όσο του αξίζει και το περιοδικό«Rolling Stone» σε μία λίστα που δημοσίευσε πριν από μερικά χρόνια, τον κατατάσσει στην 8η θέση με τους σημαντικότερους κιθαρίστες όλων των εποχών.
Αυτό που κάνει τον Cooder να ξεχωρίζει σε σχέση με άλλους, είναι η ικανότητά του να παίζει όλα τα είδη της μουσικής: ροκ, μπλουζ, τζαζ, φολκ, τεξ-μεξ, γκόσπελ, μελωδίες της Χαβάης, καλύψο και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθεί κανείς.
Όλοι αυτοί οι ήχοι μπορούν να βγούνε από τα χέρια ενός μουσικού που στην κυριολεξία μπορεί να παίξει με όλα τα είδη της κιθάρας και τα παράγωγά της.
Το πραγματικό όνομα του Cooder είναι Ryland Peter Cooder και γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1947 στο Λος Αντζελες. Αρχισε να μαθαίνει κιθάρα από παιδί. Όταν ήταν 8 χρονών κάποιος από το περιβάλλον του τού έκανε δώρο το πρώτο του άλμπουμ, που ήταν ένας δίσκος του μπλουζίστα Josh White και ο μικρός Ry πέρναγε ολόκληρες ώρες ακούγοντάς τον.
Η πρώτη του κιθάρα ήταν μία 6χορδη Martin δώρο του πατέρα του όταν έγινε 10 ετών. Με αυτήν έκανε τα πρώτα του μαθήματα, αλλά όπως θυμάται δεν ήταν ιδιαίτερα υπάκουος στον δάσκαλό του και έκανε ό,τι ήθελε, με επακόλουθο από τα 13 του να αρχίζει να μαθαίνει μόνος του προσπαθώντας να μιμείται τους μουσικούς που άκουγε από δίσκους της κάντρι και παραδοσιακών ήχων της πατρίδας του.
Ο ιερωμένος Gary Davis ήταν αυτός που του μετέφερε την αγάπη για την παραδοσιακή μουσική, μαθαίνοντάς του παράλληλα και διάφορες τεχνικές. Ο Cooder θυμάται ότι του έδινε 5 δολάρια και του ζητούσε να παίξει κιθάρα όση ώρα ήθελε. Ο νεαρός υποψήφιος κιθαρίστας, στη συνέχεια, προσπαθούσε να αντιγράψει αυτά που είχε παρακολουθήσει.
Στα 17 του χρόνια ήταν μέλος της μπάντας που συνόδευε την τραγουδίστρια Jackie DeShannon κι έναν χρόνο αργότερα, το 1965, μαζί με τους Taj Mahal και τον μετέπειτα ντράμερ των Spirit, Ed Cassidy, φτιάχνουν το πρώτο τους συγκρότημα με το όνομα The Rising Sons.
Τότε κυριαρχούσε ο ήχος συγκροτημάτων όπως οι Byrds και το μπλουζ-ροκ που έπαιζαν οι Rising Sons προκάλεσε αμέσως το ενδιαφέρον της CBS. Όμως ο δίσκος που είχαν ετοιμάσει δεν κυκλοφόρησε (κυκλοφόρησε μόνο ένα σινγκλ) και το συγκρότημα έπαψε να υπάρχει.
Όλα αυτά πριν γίνουν γνωστοί οι Butterfield Blues Band, οι οποίοι γνώρισαν μεγάλη επιτυχία παίζοντας ανάλογη μουσική.
Ο παραγωγός Terry Melcher, γιος της Doris Day, τον βοήθησε να παίξει σε μερικές από τις ηχογραφήσεις των Paul Revere and the Raiders και λίγο αργότερα έγινε για μερικούς μήνες μέλος της μπάντας του Captain Beefhart, παίζοντας μάλιστα στο πρώτο τους άλμπουμ Safe As Milk, στο οποίο έχει κάνει και ενορχήστρωση στα τραγούδια Ι've Grown So Ugly και Rolling And Tumbling, αλλά αρνήθηκε να γίνει μόνιμο μέλος τους και συνέχισε τις συμμετοχές του σε δίσκους άλλων μουσικών, όπως ο Randy Newman, οι Little Feat και ο Van Dyke Parks.
Οι συμμετοχές του, με τη βοήθεια του Jack Nitzsche, στη μουσική ταινιών, όπως Candy και Performance, οδήγησαν στη συνεργασία του με το συγκρότημα των Rolling Stones και έπαιξε μαζί τους στο άλμπουμ Let It Bleed. Εκείνη την περίοδο πολλοί ήταν αυτοί που έλεγαν ότι ο Cooder θα έπαιρνε τη θέση του Brian Jones στο συγκρότημα των Stones, αλλά η διαμάχη του με τον Keith Richards, για το σε ποιον ανήκει το γνωστό ριφ του τραγουδιού Honky Tonk Woman, ψύχρανε τη σχέση του μαζί του. Παρ' όλα αυτά, αργότερα, έπαιξε και στο Sticky Fingers, όπου συμμετέχει στην ηχογράφηση του Sister Morphine.
Στην ίδια περίοδο, μαζί με τους Mick Jagger, Bill Wyman, Charlie Watts και τον Nicky Hopkins, που ήταν μόνιμος συνεργάτης των Stones, ηχογράφησαν το άλμπουμ Jamming With Edward.
Το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1970 και περιλάμβανε συνθέσεις γνωστών καλλιτεχνών από τον χώρο του μπλουζ, όπως οι Leadbelly, Sleepy John Estes και Blind Willie Johnson, ενώ όλος ο δίσκος ήταν ένα απάνθισμα από ήχους που είχαν σαν πηγή προέλευσης όλες τις περιοχές της Αμερικής.
Σε ολόκληρη τη δεκαετία του '70 θα συνεχίσει τις αναζητήσεις του στην αμερικανική μουσική παράδοση σαν μουσικολόγος, φτάνοντας συχνά πίσω στη δεκαετία του '30 για να εμπλουτίσει τους δίσκους του με ήχους ίσως ξεχασμένους, αλλά βαθιά ριζωμένους στην παράδοση, που ο χρόνος πάντα τους παρέχει μια δεύτερη ευκαιρία για να ακουστούν. Σημαντικά άλμπουμ γι' αυτήν την περίοδο είναι τα Paradise & Lunch (1974), Chicken Skin Music (1976), Into the Purple Valley (1971).
Στην επόμενη δεκαετία το βάρος του θα πέσει στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής, κερδίζοντας ακόμα μεγαλύτερη εκτίμηση από τους φίλους της μουσικής. Ανάμεσα στα επιτεύγματά του, η μουσική για την ταινία τού Βιμ Βέντερς Παρίσι, Τέξας (1984), της οποίας το ομώνυμο χαρακτηριστικό κομμάτι είναι βασισμένο στο Dark Was The Night (Cold Was The Ground) του Blind Willie Johnson, η ίδια μελωδία είχε επηρεάσει και το Powis Square στην ταινία Performance.
Αλλες ταινίες για τις οποίες έγραψε μουσική ήταν το Long Riders (1980), The Border (1981), Southern Comfort (1981), Brewster's Millions (1985), Alamo Bay (1985), Blue City (1986), Johnny Handsome (1989), Trespass (1992), Geronimo: an American Legend (1993), Last Man Standing (1996), The End Of Violence (1997) και το Primary Colours του Mike Nichols (1998). Το 1986 είχε παίξει όλο το κιθαριστικό μέρος στην ταινία Crossroads, που είχε ως θέμα της τη ζωή του τραγουδιστή των μπλουζ Robert Johnson, που πέθανε σε νεαρή ηλικία στη δεκαετία του '30.
Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη συνεργασία του Eddie Vedder των Pearl Jam με τον πακιστανό τραγουδιστή Nustrat Fateh Ali Khan στην ταινία Dead Man Walking, όπου ερμηνεύουν μαζί δύο τραγούδια, στη μουσική της ταινίας έχει συμμετοχή και ο ίδιος ο Ry Cooder, όπως και ο Bruce Springsteen, που ερμηνεύει το ομώνυμο τραγούδι.
Στη δεκαετία του '90 θα ασχοληθεί με τη μουσική της Ινδίας και, σε συνεργασία με τον ινδουιστή μουσικό κλασικής μουσικής V. Μ. Bhatt, θα ηχογραφήσει το 1993 το άλμπουμ Α Meeting By The River.
Το 1995 θα στραφεί στη μουσική της Αφρικής και θα ηχογραφήσει το άλμπουμ Talking Timbuktu, μαζί με τον Ali Farka Toure, τα δύο αυτά άλμπουμ θα βραβευτούν με Γκράμι.
Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας θα ασχοληθεί ως παραγωγός με την παραδοσιακή μουσική της Κούβας και θα μας χαρίσει το ανεπανάληπτο Buena Vista Social Club, που οδήγησε στην επιστροφή αρκετών υπερήλικων μουσικών της Κούβας στην επικαιρότητα. Το ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς γι' αυτούς τους μουσικούς θα κερδίσει την υποψηφιότητα για τα Οσκαρ.
Στην περασμένη δεκαετία, με το άλμπουμ Chavez Ravine, θα ασχοληθεί με τη μουσική των Λατίνων που ζούσαν στο Λος Αντζελες λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το τέλος της περασμένης δεκαετίας θα κυκλοφορήσει άλλα δύο άλμπουμ, με θέμα τους τη μουσική από το παρελθόν.
Όλες του οι δραστηριότητες πιστοποιούν ότι είναι ένας από τους καλλιτέχνες που αποτελούν πραγματικό θησαυρό για τη μουσική.