Περνάς από εποχές της ίδιας σου της ζωής και τις ζεις, ω θεέ μου πως τις ζεις! Με μια λαχτάρα, με ένα πάθος αδιανόητο. Που σε γεμίζει και νιώθεις τόσο τίγκα συναισθηματικά που αρχίζεις και δίνεις ότι έχεις και δεν έχεις. Δανείζεσαι από αποθέματα της ψυχής σου υποσχόμενος στον εαυτό σου πως ΝΑΙ θα τα γυρίσεις πίσω γιατί είσαι σχεδόν σίγουρος πως θα ξαναγεμίσεις. Κι έτσι δανείζεσαι και συνεχίζεις να δίνεις μέχρι που αυτά τα αποθέματα αδειάζουν και πάνω στην άρνηση της παραδοχής ότι « τελείωσες» δημιουργείς ψεύτικες πεποιθήσεις ότι υπάρχει κι άλλο μέσα σου, ότι αντέχεις. Με αποτέλεσμα να συνεχίζεις ακόμη και αν όλα έχουν μετατραπεί σε πάγο.
Όσο βραχυπρόθεσμη και μη είναι αυτή η εποχή η όποια βιώνεις και αναλώνεσαι, συνεχίζεις να πολεμάς αρματωμένος με πάθος και αγάπη για κάτι το πολυπόθητο που ενώ το βλέπεις ανάμεσα στα χεριά σου, ποτέ δεν είχε υπάρξει εκεί. Δεν είχε ποτέ υλική υπόσταση και πραγματική μορφή. Βαδίζεις στη τρέλα χαράζοντας το δέρμα σου με αμαρτίες- μετρώντας διαβολικά βήματα που σε τραβάνε από το φως. Έτσι, εγκλωβισμένος στη φαντασίωση σου και πλήρως ευγνώμων γι αυτή, αποποιείσαι κάθε είδους ευθύνη και πορεύεσαι σε ένα δρόμο που μοιάζει τόσο φωτεινός και ασφαλής μόνο που χάνεσαι σε μια χώρα όπως η Άλικη. Φυσικά χωρίς αίσιο τέλος μιας και εδώ δεν βρίσκεσαι σε παραμύθι μα στη προσωπική σου κόλαση. Φτιαγμένη μοναχά για σένα.
Ζητάς ευχαριστώ από το Θεό, ενώ παράλληλα χορεύεις με το διάβολο και ενώ το γνωρίζεις, το παραβλέπεις σαν κάποιο παράπτωμα απλά και μόνο για το χάδι του αγαπημένου σου που στο πέρασμα του αφήνει χαρακιές τόσο βαθιές που μπροστά στα μάτια σου τα κόκαλα σου θρυμματίζονται. Παραμένεις εκεί λόγω του χείμαρρου έμπνευσης που ο συγκεκριμένος άνθρωπος σου παρέχει, ποσό μάλλον όταν η ιδέα που έχεις σχηματίσει για εκείνον περιβάλει το είναι σου και κάθε σου πράξη, συνειδητή και όχι μόνο, στοχεύει στην ικανοποίηση του. Ψεύδεσαι, κακοποιείς συναισθηματικά τον εαυτό σου μα και τους γύρω σου, διώχνεις μακριά οποιονδήποτε προσπαθεί να σου δείξει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύεις, φίλοι χάνονται γιατί τους διώχνεις μακριά και θα σου δείξω αν μου επιτρέπεις πως πάει η συγκεκριμένη ιστορία.
Κάποτε ήταν ένα κορίτσι απεγνωσμένο για έναν έρωτα που θα την συγκλονίσει, μιας και οι ερωτικές της επιλογές από την πρώτη ημέρα που ξεκίνησε το όλο τρυπάκι του έρωτα βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στο να μην βρεθεί μοναχή της. Σε μια συναυλία παρέα με μια παιδική της φίλη γύρισε και είπε « Δεν έχω κάποιον που να μπορώ να σκέφτομαι όταν παίζει κάποιο τραγούδι ερωτικό, σε ζηλεύω ξέρεις.
Που είχες έναν μεγάλο έρωτα ενώ εγώ μαζεύω κομμάτια κάθε σχέσης και πλάθω στο μυαλό μου κάποιον που θα μπορούσα να ερωτευτώ πραγματικά και να χαθώ στα ονειρικά του χεριά. Έστω για 3-4 λεπτά, όσο διαρκούν οι νότες που αγγίζουν την καρδιά σου ενώ τη δική μου την αφήνουν παγερή αδιάφορη. Είναι απλά λέξεις για μένα, ξέρεις. Δεν αντιστοιχούν κάπου. Δεν είχα κάτι δυνατό για να αναπολήσω.»
Η συγκεκριμένη κοπέλα λοιπόν έψαχνε και έψαχνε ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα να βρει κάτι το συγκλονιστικό μέχρι που απλά έπεσε επάνω του τυχαία και έτσι ξεκίνησε να ζει ένα παραμύθι που στα μάτια της φαινόταν μαγικό και τόσο , μα τόσο υπέροχο. Οι γύρω τις φυσικά, πρόσωπο κοντινά και γνώριμα προσπαθούσαν να της δείξουν πως αυτή της η αγάπη για κάτι το καταστροφικό θα την ρίξει στα πατώματα όπου και βρέθηκε. Βραδινά τηλεφωνήματα στη κολλητή της με κλάματα που τις έκοβαν την ανάσα και οι λέξεις μπλοκάροντας στο λαιμό της από αναφιλητά που την έριχναν στο πάτωμα αγκαλιά με το κινητό της. Και η φωνή της κολλητής της να ωρύεται φωνάζοντας « Ξέχασε το! Απλά αστό να φύγει, δε σου αξίζει!» Και η μικρή μας φίλη να τρέχει στην αγκαλιά της μαμάς της σα μικρό κοριτσάκι που έσπασε το αγαπημένο του παιχνίδι και να χτυπιέται φωνάζοντας « Δεν αντέχω άλλο!». Βράδια αξημέρωτα μπροστά από έναν υπολογιστή τελειώνοντας τα πακέτα των τσιγάρων σαν νεροπότηρο μετά από νύχτα που ξεχείλιζε από αλκοόλ.
Συνεχείς πονοκέφαλοι, πρησμένα μάτια από την αϋπνία ή από την υπερβολική «δόση» ύπνου, καφέδες για να παραμένει όρθια κι αγκαλιά με τη σόμπα της ερωτεύονταν καθημερινά κάτι που την ξεπάστρεψε μέχρι που σιγά ξεκίνησε να πιστεύει πως δεν ήταν εκείνη μα κάποια άλλη. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε ρόλους για να κρατιέται ζωντανή. «Απόψε θα είμαι δυνατή.» Μόνιμος το ίδιο σκηνικό. Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Κι έχοντας πια σπάσει τα δεσμά που την κρατούσαν στο πάτωμα προσπάθησε να ανοίξει τα κατασπαραγμένα της φτερά και να πετάξει μακριά μα κάτι την κρατούσε. Κι όταν πια το κατάφερε, το παρελθόν επέστρεψε για να την κατασπαράξει.
Είναι αυτό που λέμε μοίρα, ξέρεις. Είναι αυτό που στο «Μεταμεσονύκτια Φρίκη» κατέστρεψε την πρωταγωνίστρια μας. Είναι αυτό που σε κρατεί ξύπνιο τα βράδια.
Είναι το παρελθόν που σε κρατεί δέσμεο των επιλογών σου και κάθε φορά επιστρέφει για να σου δαγκώσει τον πισινό σαν κακομεταχειρισμένο σκυλί που φοβάται και γι' αυτό επιτίθεται. Είναι κάτι ξύδια που κατέβασες μονάχος σου, είναι κάτι δάκρυα που έχυσες επειδή σε έπνιγε το άδικο, είναι κάτι «σ’ αγαπώ» που πήγαν χαμένα και κάτι « άντε και στο διάολο» που δεν τήρησες.
Και χορέψαμε με το διάολο και προσευχηθήκαμε να ξεχάσουμε τα βήματα και να πέσουμε μπας και καταφέρουμε να ξεφύγουμε, και δείξαμε τα δόντια μας στους περαστικούς που μας χαλούσαν τη φαντασίωση, και χαλάσαμε φίλιες για κάτι φανταστικό, για κάτι που δεν ήταν ποτέ διπλά μας.
Μια αγκαλιά ρε γαμώτο, ένα φιλί και μια συγγνώμη. Στον εαυτό μας.
Παρελθόν τίποτα δε μου χρωστάς και τίποτα δε σου χρωστάω.
Της Αγγελικής Γιαννακοπούλου
via anapnoes.gr