Αρκετό θαυμασμό συνεχίζει να προκαλεί ο Bob Dylan, στην ηλικία-ρεκόρ 83 ετών, με κυκλοφορίες νέων δίσκων!
Το πρώτο του άλμπουμ ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο μέρες, τον Νοέμβριο του 1961, όταν ήταν 20 ετών. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του δίσκου ήταν διασκευές σε γνωστά μπλουζ ή τραγούδια που είχε γράψει ο ίδιος, με επιρροές όμως από τη φολκ και τα μπλουζ. Όπως θα δήλωνε αργότερα ο ίδιος, το πρώτο τραγούδι του, που ήταν για την Brigitte Bardot, το είχε γράψει όταν ήταν μόλις 16 ετών.
Ο μεγάλος Pablo Picasso κάποτε είχε αναφέρει ότι δεν δίσταζε καθόλου να κλέψει όταν έβρισκε κάποια ιδέα σε έργο άλλου καλλιτέχνη, όχι μόνον από το παρελθόν, αλλά και από συγχρόνους του, αξιοποιώντας την αρχική ιδέα με το δικό του ταλέντο και βάζοντας τη δική του σφραγίδα σ' αυτό που προέκυπτε.
Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για αρκετούς μεγάλους δημιουργούς, όπως ο αινιγματικός Bob Dylan, ο οποίος συχνά αξιοποίησε αρκετούς ήχους από το παρελθόν, ειδικά από τον χώρο του μπλουζ και της γκόσπελ, για να δώσει στα τραγούδια του το πλεονέκτημα που προσφέρει η δοκιμασμένη αποδοχή ενός παλαιότερου τραγουδιού. Οπως ο Picasso, έτσι και ο Dylan πάντα ανέφερε τους καλλιτέχνες που τον επηρέαζαν στις συνθέσεις του, ακόμη και όταν είχε αντιγράψει το τραγούδι νότα προς νότα.
Σε νεαρή ηλικία ο Dylan ήταν ήδη καλός γνώστης των μπλουζ, της γκόσπελ, του ρυθμ εντ μπλουζ και της λαϊκής μουσικής της αφροαμερικανικής παράδοσης. Στο Γυμνάσιο που πήγαινε, όλοι είχαν προσέξει τη μανία του να ανακαλύπτει παλιούς δίσκους και να παίζει στο πιάνο πολλά από τα τραγούδια τους, που περιείχαν όμως εντελώς διαφορετικούς ήχους από αυτούς που άκουγαν συνήθως οι νέοι της εποχής.
Οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες εκείνη την περίοδο ήταν οι Hank Williams, Jimmie Rodgers, Jelly Roll Morton, Woody Guthrie, Carl Perkins και ο Elvis στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Η ικανότητά του να απορροφά με ταχύτητα όλα όσα άκουγε από δίσκους και ραδιοφωνικά προγράμματα θα εστιαστεί κυρίως στο κάντρι μπλουζ και τα γκόσπελ.
Τον Σεπτέμβριο του 1959, ως φοιτητής πια στο Πανεπιστήμιο της Μινεάπολης, θα συνεχίσει τις μουσικές αναζητήσεις του και θα αποκτήσει φίλους με ανάλογα ενδιαφέροντα, μερικοί από τους οποίους είχαν ήδη ασχοληθεί με τη μουσική επαγγελματικά και έτσι θα τον βοηθήσουν να μάθει περισσότερα για τον χώρο. Σύντομα θα αρχίσει να ασχολείται περισσότερο με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, την οποία για πρώτη φορά χρησιμοποίησε στην ηλικία των 10 ετών, και τον Ιανουάριο του 1961 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο και τη Μινεάπολη και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη, για να συναντήσει, όπως είχε πει τότε, το είδωλό του, που ήταν ο τραγουδιστής Woody Guthrie.
Τελικά θα τον συναντήσει τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς σε νοσοκομείο του Νιου Τζέρσεϊ. Μερικές μέρες αργότερα, ανοίγοντας μια συναυλία του John Lee Hooker, θα παρουσιάσει μερικά τραγούδια του Guthrie μαζί με διασκευές του σε παραδοσιακά μπλουζ. Στη Νέα Υόρκη ο Dylan αποκτά γρήγορα τη φήμη του χαρισματικού καλλιτέχνη στην περιοχή του Γκρίνγουιτς Βίλατζ.
Τα τραγούδια του ήταν εμπνευσμένα από τους ήχους που αρκετά χρόνια πριν είχε παρουσιάσει ο Woody Guthrie και ανάμεσα στους φίλους του εκείνη την περίοδο ήταν οι μουσικοί Dave Van Ronk και Ramblin Jack Elliot, οι οποίοι επηρέασαν αρκετά τα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής του πορείας.
Το πρώτο του άλμπουμ είχε για τίτλο απλώς το όνομά του και παραγωγό τον John Hammond, ο οποίος ήταν φανατικός της τζαζ, είχε ήδη ανακαλύψει δεκάδες καλλιτέχνες και εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις που είχε στα μπλουζ ο νεαρός τότε Dylan. Ο Hammond είχε πάρει καλές συστάσεις για τον Dylan από τον γιο του, (λεγόταν επίσης John Hammond) και αργότερα κι έκανε αυτός καριέρα ως παραγωγός στη μουσική), που τον είχε δει να τραγουδά στη Μινεάπολη.
Με το χαρακτηριστικό καπελάκι του θα γίνει γρήγορα αντικείμενο συζήτησης στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, όπου θα παρουσιάζει τα τραγούδια που υπήρχαν στο πρώτο του άλμπουμ, διασκευές κυρίως σε γνωστά μπλουζ, όπως τα House Of The Rising Sun, Set That My Grave Is Kept Clean του Blind Lemon Jefferson και Fixin'Το Die του Bukka White, αλλά και δικές του συνθέσεις.
Ανάλογη τακτική θα ακολουθήσει και σε μερικά από τα επόμενα άλμπουμ του, ενώ στο πρόσφατο θα στραφεί και στην Tex-Mex, ένα παρακλάδι της κάντρι που παίζουν συνήθως οι Τεξανοί μουσικοί, οι οποίοι αντλούν επιρροές από ήχους του Μεξικού.
Ο Robert Allen Zimmerman, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Dylan (το 1962 άλλαξε επίσημα το επώνυμό του σε Dylan, επηρεασμένος από τον ποιητή Dylan Thomas), είναι σήμερα ο πιο σημαντικός εν ζωή μουσικός και όλα δείχνουν ότι η ρήση του George Harrison των Beatles θα βγει αληθινή, ότι ύστερα από 500 χρόνια θα θεωρείται ο πιο χαρακτηριστικός και σημαντικότερος μουσικός της εποχής του,σημείο αναφοράς γι' αυτήν, και θα ξεπεράσει σε φήμη τους Beatles και Elvis Presley.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια του έχουν συμμετοχή στο «σάουντρακ» της κάθε γενιάς που έζησε μετά το 1960 και φράσεις όπως ο τίτλος του τραγουδιού του The Times They Are Α-Changin θα ακούγονται για πάντα. Οι περισσότεροι από τους στίχους των τραγουδιών του έδωσαν την αφορμή για κοινωνικές αλλαγές και, όχι τυχαία, αναφέρεται ως ένας από τους βασικούς υπεύθυνους, με τις αναφορές του, για το τέλος που δόθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Στις αρχές του 1962 ο Dylan δήλωνε για το μέλλον «Θέλω να γράφω τραγούδια και να τραγουδώ όπως τώρα, δεν με νοιάζει το αν θα αποκτήσω ένα εκατομμύριο δολάρια» και κλείνοντας τα μάτια συνέχιζε: «...αν είχα λεφτά, τι θα τα έκανα; Ε..., θα αγόραζα μερικές μοτοσικλέτες, ένα air-condition και μερικά αυτοκίνητα».
Το τραγούδι του Dylan 'Murder Most Foul', το οποίο κυκλοφόρησε πρόπερσι, το θεωρώ σαν επίλογο μιας ολόκληρης εποχής και πρόλογο σε μια άλλη ζοφερή που έρχεται. Ένα τραγούδι που αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την μεγαλοφυΐα του Dylan.
Το θεωρώ ένα από τα 3-4 σπουδαιότερα που βγήκαν μέσα στον καινούριο αιώνα.
Σήμερα 24 Μαΐου συμπληρώνει τα 83 του χρόνια και έχει ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει ένας άνθρωπος.