Benny Goodman: Ο Βασιλιάς του Swing - 113 χρόνια από την γέννηση του

Benny Goodman: Ο Βασιλιάς του Swing - 112 χρόνια από την γέννηση του

 

Πρόκειται για το λαμπρότερο jazz κλαρινέτο και από τα χαρακτηριστικότερα στις Big Band, πολλοί τον αποκαλούσαν “καθηγητή” και απέκτησε δίκαια τον τίτλο του βασιλιά του Swing. Η μπάντα του ήταν από τις πρώτες που έπαιζαν μαύροι και λευκοί μουσικοί. Το παίξιμό του, ευγενικό και λαμπρό, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις ηχογραφήσεις των Big Band τη δεκαετία του ’30. Ο Goodman κατάφερε στο κλαρινέτο σχεδόν τα πάντα παικτικά και στυλιστικά.

 

Τα Πρώτα Χρόνια

 

Ο Benjamin David Goodman γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Μαΐου του 1909. Οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική από την Ρωσική Αυτοκρατορία και ήταν το ένατο παιδί από τα δώδεκα της οικογένειας. Ο πατέρας του, David Goodman, έφτασε στην Αμερική από τη Βαρσοβία και έμαθε την τέχνη του ράφτη. Η μητέρα του, Dora Grisinsky, καταγόταν από τη Λιθουανία και εγκαταστάθηκε στη Βαλτιμόρη, όπου και γνώρισε το σύζυγό της. Μετά το γάμο τους μετακόμισαν στο Σικάγο, όπου και έφεραν στον κόσμο τα παιδιά τους. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η οικογένεια, εγκαταστάθηκαν στο προάστιο Maxwell, το οποίο ήταν μία παραγκούπολη κοντά στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις της πόλης και στα εργοστάσια. Πρόκειται για μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, της οποίας ο πληθυσμός απαρτιζόταν κυρίως από Ιταλούς, Γερμανούς, Ιρλανδούς και Εβραίους μετανάστες. Οπότε, ο Benny Goodman μεγάλωσε σε μία γειτονιά περιθωριοποιημένη, με ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, με σχεδόν ανύπαρκτη εκπαίδευση και υγεινομική περίθαλψη. Ο πατέρας του Goodman κάθε Κυριακή πήγαινε τα παιδιά του στο Douglas Park, όπου και διεξάγονταν δωρεάν συναυλίες. Εκεί για πρώτη φορά ο νεαρός Benny Goodman ήρθε σε επαφή με τη μουσική και αντιλήφθηκε πως αυτό είναι που θέλει να κάνει στη ζωή του. Η μουσική ήταν επίσης ένας τρόπος διαφυγής από τον τόπο στον οποίο ζούσε. Σε κάποια συνέντευξή του το 1975 είχε δηλώσει: «Να παίζω μουσική ήταν μεγάλο διέξοδο από τη φτώχεια για μένα. Ήθελα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Και η μουσική ήταν σπουδαίος τρόπος για μένα. Ήμουν απόλυτα συνεπαρμένος από αυτήν. Ξεκίνησα λοιπόν σε νεαρή ηλικία για να κάνω αυτό που θα μπορούσα -αφιέρωσα τις προσπάθειές μου σ ‘αυτό και το απολαμβάνω».

 

Το γκέτο της Οδού Μάξουελ στο Σικάγο, 1915.

 

The Ghetto of Chicago 1024x658 640x411

Ο Benny Goodman σε ηλικία 10 ετών πήρε τα πρώτα μαθήματα μοσυικής. Ο πατέρας του τον έστελνε μαζί με τα δύο μικρότερα αδέρφια του στη συναγωγή Jacob, όπου μάθαιναν μουσική έναντι 25 σεντς για κάθε μάθημα και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα όργανα που είχε στη διάθεσή της η συναγωγή. Σε ηλικία 11 ετών, ο Goodman έγινε μέλος ενός συγκροτήματος που απαρτιζόταν από μαθητές και δρούσε στο Hull House. Την περίοδο αυτή έπαιρνε μαθήματα από τον διαυθυντή του Hull House, τον James Sylvester. Το συγκρότημα αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να περάσει δύο εβδομάδες σε καλοκαιρινή κατασκήνωση μακριά από το Σικάγο. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που ο Goodman θα απομακρυνθεί από το μίζερο περιβάλλον της Maxwell. Για δύο χρόνια έκανε μαθήματα με τον κλαρινετίστα Franz Schoepp, ο οποίος τον δίδαξε κλασικό ρεπερτόριο και τεχνικές. Τα πρότυπα του Goodman ήταν από νεαρή ηλικία κλαρινετίστες της τζαζ, προερχόμενοι από τη γενέτειρα της τζαζ, τη Νέα Ορλεάνη. Επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από τον Leon Roppolo, τον Jimmie Noone και τον Johnny Dodds, οι οποίοι ήταν τζαζίστες, προερχόμενοι από τη Νέα Ορλεάνη, όπου εργάζονταν στο Σικάγο. Ο Goodman μάθαινε γρήγορα, παρατηρούσε, και πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε έναν άξιο μουσικό.

 

Η Άνοδος

 

Το 1921 το Central Park Theater φιλοξένησε το επαγγελματικό ντεμπούτο του Benny Goodman. Το 1922 ξεκίνησε να φοιτά στο Harrison High School και την αμέσως επόμενη χρονιά έγινε μέλος της Ένωσης Μουσικών. Ο Goodman από την εφηβεία του ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική και ήταν ενταγμένος σε μπάντες. Σε ηλικία 14 ετών ήταν μέλος της μπάντας του φημισμένου Bix Beiderbecke. Δύο χρόνια μετά, στην ηλικία των 16 ετών, ηχογράφησε για πρώτη φορά, όντας μέλος της μπάντας του Ben Pollack. Η πρώτη προσωπική ηχογράφηση, που έφερε το όνομά του σε ηλικία 19 ετών, έλαβε χώρα στην εταιρεία “Vocalion”.

 

Η εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη σήμανε επισήμως την ανοδική του πορεία στο χώρο της τζαζ. Στις 21 Μαρτίου 1928 έπαιξε μαζί με τον Glenn Miller, τον Tommy Dorsey και Joe Venuti, στην ορχήστρα All-Star, με διευθυντή τον Nathaniel Shilkret. Την περίοδο αυτή ηχογραφεί και μουσική για διάφορες ταινίες μικρού μήκους. Ο παραγωγός John Hammond έκλεισε μία συμφωνία με την Columbia, η οποία αφορούσε ηχογραφήσεις τζαζ κομματιών και έτσι ο Benny Goodman υπέγραψε συμβόλαιο με την RCA Victor και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο ραδιόφωνο. Η επαγγελματική εμπειρία του Goodman φάνηκε χρήσιμη, όταν διαλύθηκε η μπάντα του Χέντερσον. Οι δύο αυτοί μουσικοί συνεργάστηκαν, ο Χέντερσον έκανε ενορχηστρώσεις και ο Γκούντμαν προσέλαβε μέλη του συγκροτήματός του για να τους διδάξει πώς να παίζουν τη συγκεκριμένη μουσική. Αν και η ορχήστρα του Χέντερσον ήταν στο απόγειο της δημιουργικότητάς της, δεν είχε καταφέρει να γίνει πολύ δημοφιλής. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, η ορχήστρα του διαλύθηκε. Στις αρχές του 1935 το συγκρότημα του Γκούντμαν ήταν ένα από τα τρία που εμφανίστηκαν στο «Let’s Dance» -τα άλλα δύο ήταν του Xavier Cugat και του Kel Murray. Ο ίδιος και η μπάντα του παρέμειναν στο πρόγραμμα μέχρι τον Μάιο εκείνου του έτους, όταν μια απεργία από τους υπαλλήλους του χορηγού της σειράς, οδήγησαν στην ακύρωση της ραδιοφωνικής εκπομπής. Μια εμφάνιση στο Ρούσβελτ Γκριλ (Roosevelt Grill) του Μανχάταν δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς το ακροατήριο περίμενε να ακούσει πιο «γλυκιά» μουσική. Το συγκρότημα ξεκίνησε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Μάιο του 1935, αλλά απέτυχε ξανά. Μέχρι τον Αύγουστο αυτού του έτους, ο Γκούντμαν βρέθηκε με μια σχεδόν διαλυμένη μπάντα, απογοητευμένος και έτοιμος να τα παρατήσει.

 

Σειρά είχε η απογείωση του Benny Goodman στο είδος του Swing. Τα χαρακτηριστικά του Swing που έπαιζε ο Goldman ήταν ο γρήγορος, επαναλαμβανόμενος ρυθμός, οι αυτοσχεδιασμοί στη μελωδία και η συλλογική χρήση του συγκοπτόμενου ρυθμού. Η αρχή έγινε με την κυκλοφορία του «King Porter Stomp» σε βινύλιο, στις 31 Ιουλίου του 1935.

 

Συγκεντρωμένο πλήθος για τη συναυλία του Goldman στο Όκλαντ, το 1935.

 

lossy page1 420px Oakland California. Hot Jazz Recreation. A crowd of young people at the concert of the Benny Goodman Band which took NARA 532264.tif

Στις 19 Αυγούστου η ορχήστρα του Goodman φτάνει στο Όκλαντ της Καλιφόρνια και πλήθος νεαρών χορεύουν ασταμάτητα με τη μουσική του μεγάλου τζαζίστα, τον οποίο είχαν γνωρίσει μέσω του ραδιοφώνου. Την αμέσως επόμενη βραδιά, η ορχήστρα δεν είχε την ίδια αντιμετώπιση στο live που έδωσε στο Prismo Beach. Στις 21 Αυγούστου στο Λος Άντζελες έρχεται μια ακόμη επιτυχημένη συναυλία, η οποία θα σβήσει την χλιαρή εντύπωση που άφησαν στο Prismo. Πολλοί συνδέουν την εμφάνιση αυτή στο Λος Άντζελες με την απαρχή του Swing και το απόγειο του. Κύριος εκφραστής του είδους αυτού της τζαζ εννοείται πως είναι ο Benny Goodman και το ιδιαίτερο παίξιμό του. Τον Νοέμβριο του 1935, ο Goodman δέχτηκε να παίξει στο Σικάγο, τη γενέτειρά του. Η παραμονή του εκεί επεκτάθηκε σε έξι μήνες και η δημοτικότητά του παγιώθηκε από ραδιοφωνικές εκπομπές, μέσω θυγατρικών σταθμών του NBC. Αυτές οι συναυλίες περιελάμβαναν εμφανίσεις του Goodman μαζί με τη μπάντα του Φλέτσερ Χέντερσον και θεωρούνται, ίσως, το πρώτο μικτό (λευκοί και μαύροι μουσικοί), ολοκληρωμένο μεγάλο συγκρότημα που εμφανίστηκε ενώπιον ενός ακροατηρίου στην Αμερική. Στις ραδιοφωνικές εκπομπές από το Σικάγο, κατά τις χρονιές 1935-6, παρουσίαζαν τον Goodman ως «Βασιλιά του Ρυθμού» («Rajah of Rhythm»), ενώ ο τίτλος «Βασιλιάς του Σουίνγκ» τού αποδόθηκε αποκλειστικά, μετά το 1937. Στα τέλη Ιουνίου του 1936, ο Goodman πήγε στο Hollywood για να ξεκινήσει το «Camels Caravan» του CBS, το τρίτο και το μεγαλύτερο ραδιοφωνικό του σόου.

 

Η Συναυλία στο Carnegie Hall

 

MI0002109115

Το κοντσέρτο πραγματοποιήθηκε το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου 1938. Υπήρχε sold-out στα εισιτήρια εβδομάδες πριν, για 2.760 θέσεις και μεγαλύτερη τιμή στα 2,75 δολάρια, υψηλή τιμή για εκείνη την εποχή. Η συναυλία ξεκίνησε με τρεια σύγχρονα κομμάτια από τη μπάντα του Goodman: «Do not Be That Way», «Sometimes I’m Happy» και «One O’Clock Jump». Στη συνέχεια, οι μουσικοί έπαιξαν μια αναδρομή στην ιστορία της τζαζ και, για ακόμη μια φορά, η αρχική αντίδραση του κοινού, αν και ευγενική, ήταν χλιαρή. Η κορύφωση της βραδιάς επήλθε όταν η μπάντα έπαιξε με τον Κάουντ Μπέιζι και τον μεγάλο Ντιουκ Έλινγκτον. Καταλυτικές ήταν και οι ερμηνείες της Μάρθα Τίλτον. Μέχρι τη στιγμή που η μπάντα έπαιξε το κορυφαίο «Sing, Sing, Sing (With a Swing)», η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Το κομμάτι εκτέλεσαν ο τενόρος σαξοφωνίστας Babe Russin, ο τρομπετίστας Harry James και ο Goodman, υποστηριζόμενοι από τον ντράμερ Gene Krupa. Όταν ο Goodman τελείωσε το σόλο του, έδωσε απροσδόκητη «πάσα» στον πιανίστα Jess Stacy, ο οποίος έπαιξε εκπληκτικά. Η συναυλία του 1938 θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της τζαζ. Μετά από πολυετή, κοπιαστική δουλειά μουσικών από όλη τη χώρα, η τζαζ είχε τελικά γίνει αποδεκτή από το κοινό. Έγινε ηχογράφηση της συναυλίας αλλά, ακόμα και με την τεχνολογία της εποχής, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν της καλύτερης ποιότητας.

 

Η Συνέχεια

 

Ο Goodman συνέχισε την επιτυχία του στα τέλη της δεκαετίας του ’30 με τη μεγάλη μπάντα του, αλλά και με το τρίο, το κουαρτέτο, και το σεξτέτο του -που σχηματίστηκε τον Αύγουστο του 1939, τον ίδιο μήνα που επέστρεψε στην Columbia Records, μετά από τέσσερα χρόνια με την RCA Victor. Στην Columbia, ο Τζον Χάμοντ -μελλοντικός του γαμπρός- ήταν παραγωγός στις περισσότερες από τις συναυλίες του. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, ωστόσο, οι μεγάλες μπάντες είχαν χάσει μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς τους. Από το 1942 έως το 1944 και, πάλι, το 1948 η ένωση των μουσικών έκανε απεργία εναντίον των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι τραγουδιστές οικειοποιήθηκαν τη δημοτικότητα που είχαν κάποτε οι μεγάλες μπάντες. Κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1942-44, η Υπηρεσία Πολέμου (War Department) προσέγγισε την ένωση και ζήτησε την παραγωγή των περίφημων «δίσκων V», που περιείχαν καινούργιες ηχογραφήσεις προορισμένες για τους στρατιώτες, ενισχύοντας έτσι την άνοδο νέων καλλιτεχνών. Επίσης, στη δεκαετία του 1940, το σουίνγκ δεν ήταν πλέον το κυρίαρχο στυλ των μουσικών της τζαζ.

 

O Benny Goodman το 1971.

 

Benny Goodman1.1971 334x480

Αφού κέρδισε πολυάριθμες δημοσκοπήσεις με την πάροδο των ετών, ως καλύτερος κλαρινετίστας της τζαζ, ο Goodman μπήκε στο Hall of Fame του Down Beat Jazz το 1957. Συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί σε δίσκους και σε μικρά γκρουπ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνεργάστηκε με τον Τζορτζ Μπένσον (George Benson). Σε γενικές γραμμές, ο Goodman εξακολούθησε να παίζει με το «σουίνγκ ύφος» του, για τον οποίο ήταν πιο γνωστός. Ωστόσο, εξασκείτο και εκτελούσε κλασικά κομμάτια κλαρινέτου και παρήγγειλε συνθέσεις για το κλαρινέτο. Το 1960, για παράδειγμα, συνέχισε να μαγεύει ακροατήριο χιλιάδων ατόμων σε μια παράσταση του Κοντσέρτου για κλαρινέτο του Μότσαρτ, στον ανοικτό συναυλιακό χώρο του Σταδίου Λιούισον στη Νέα Υόρκη. Περιστασιακά οργάνωνε μια νέα μπάντα για να παίξει σε ένα φεστιβάλ τζαζ ή να κάνει μια διεθνή περιοδεία. Παρά τα αυξανόμενα προβλήματα υγείας, συνέχισε να παίζει μέχρι το θάνατό του από καρδιακή προσβολή στη Νέα Υόρκη το 1986, σε ηλικία 77 ετών, στο σπίτι του στο Manhattan House, 200 East 66th Street. Μια μικρή ιδιωτική κηδεία, μόνο για την οικογένειά του, πραγματοποιήθηκε στο Στάμφορντ του Κοννέκτικατ, όπου είχε κατοικήσει για πολύ καιρό. Σύμφωνα με επιθυμία του, δεν παρέστη κάποιος ιερέας και τα μέλη της οικογένειας οργάνωσαν την τελετή. Ενταφιάστηκε δίπλα στη σύζυγό του, στο Νεκροταφείο του Λονγκ Ριτζ (Long Ridge). Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε με το βραβείο Grammy Lifetime Achievement Award, ενώ τα διάφορα μουσικά χαρτιά του (παρτιτούρες, χειρόγραφα κ.λπ) δωρήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.

 

 

Πηγή: https://www.maxmag.gr/afieromata/benny-goodman/