Αυτή είναι η ιστορία ενός μεγάλου και σχετικά άγνωστου, φλογισμένου ερωτικού ειδυλλίου, που σημάδεψε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής την δεκαετία του 1950. Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την «αγαπημένη του» Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μία παθιασμένη σχέση που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια, για να τελειώσει με ένα από τα πιο αναγνωρίσα κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας.
Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι ώρα» ήταν ο τρόπος του μεγάλου συνθέτη να πει στην ερωτευμένη Νίνου πως ο δεσμός τους είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η θρυλική ιστορίας μίας μεγάλη αγάπης;
Ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 και από μικρή ηλικία κατάλαβε (και εκείνος και οι γύρω του) πως η μουσική είναι η ζωή του. Κατέβηκε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική αλλά αποδείχθηκε άδικος κόπος, αφού το μυαλό ήταν μόνο στο τραγούδι και τη μουσική.
Τον Ιούλιο του 1942, ο Τσιτσάνης, παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά μετά από 19 μήνες που υπήρξαν αρραβωνιασμένοι. «Καρποί» του συγκεκριμένου γάμου η Βικτωρία και ο Κώστας.
Σχεδόν σε μια παράλληλη ιστορία, η σπουδαία ερμηνεύτρια Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Στα 17 της παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, τον Αρμένιο Χάικ Μεσποριάν και αποκτούν έναν γιο. Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, χωρίζει και το 1944 ερωτεύεται τον δεύτερο σύζυγό της, ακροβάτη και ζογκλέρ Νίνο Νικολαΐδη.
Εμφανίζεται σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα μαζί με το Νίνο και το παιδί της. Το σχήμα ονομάζεται «Ντούο Νίνο και μισό» και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η Ευαγγελία αλλάζει το όνομά της σε Μαρίκα, προς τιμήν, όπως η ίδια έλεγε, της Μαρίκας Κοτοπούλη, «υιοθετεί» το όνομα του συζύγου της για επώνυμο όντας πιο… καλλιτεχνικό από το Αταμιάν και ρίχνεται με πάθος στη δουλειά προκειμένου να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο της όνειρο. Να γίνει τραγουδίστρια.
Και κάπως έτσι οι δυο παράλληλες, αυτές ιστορίες, γίνονται μία για πρώτη φορά το 1949. Ο Τσιτσάνης βάζει «φωτιά» στις αθηναϊκές νύχτες τραγουδώντας μαζί με την αξέχαστη Σωτηρία Μπέλλου στου «Τζίμη του Χονδρού» στην Αχαρνών. Η Νίνου τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας στο πλευρό του Στελλάκη Περιπινιάδη και του Μιχάλη Γενίτσαρη.
Ένα βράδυ ο Τσιτσάνης πηγαίνει στο κέντρο που τραγουδούσε η Νίνου για την ακούσει διότι πολλά του είχαν μεταφέρει για εκείνο το «ανερχόμενο αστέρι του ρεμπέτικου». Λίγο καιρό αργότερα ένα τυχαίο και ολίγον τι βίαιο επεισόδιο θα φέρει τον ένα δίπλα στον άλλο.
Ένα βράδυ και ενώ το κέφι στου «Τζίμη του Χονδρού» βρίσκεται στο ζενίθ μια παρέα θαμώνων που απαρτιζόταν από γνωστούς φιλοβασιλικούς έστησε έναν μεγάλο «τσαμπουκά» με την Μπέλλου.
Η παρέα ζήτησε από την ορχήστρα να παίξει το τραγούδι «του αητού ο γιος». Η Μπέλλου τους αποκάλεσε «Χίτες» και αρνήθηκε να το ερμηνεύσει. Στο μαγαζί έγινε χαμός και δεδομένων των πολιτικών συνθηκών το κλίμα δεν την σήκωνε πλέον. Έπρεπε να φύγει από το μαγαζί και ο Τσιτσάνης δεν δυσκολεύτηκε να βρει την τραγουδίστρια που θα την αντικαταστήσει.
Ο Στελλάκης Περπινιάδης γράφει στην αυτοβιογραφία του πως τότε η Νίνου έπαιρνε νυχτοκάματο 25 δραχμές. Ζήτησε αύξηση και όταν της είπε όχι, εκείνη του είπε πως είχε πρόταση να πάει να δουλέψει με 90 δραχμές δίπλα στον Τσιτσάνη. «Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, αλλά με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε» γράφει ο Περπινιάδης.
Από εκεί και πέρα όλα έγιναν με έναν, σχεδόν, φυσικό τρόπο. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το δίδυμο Τσιτσάνη- Νίνου «σαρώνει» τα πάντα στο πέρασμά του. Όπου παίζουν γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Τσιτσάνης γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο για την μούσα του και η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη.
Παράλληλα, οι δυο τους ζουν έναν δυνατό, «παράνομο» έρωτα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι και με παιδιά αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να εκδηλώνονται ακόμα και δημόσια.
Ο Τσιτσάνης, λέγεται, πως από την αρχή της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έχει πρόθεση να διαλύσει την οικογένειά του. Εκείνη φάνηκε να το αποδέχεται, ωστόσο, απαιτούσε να έχει την αποκλειστικότητα στο πάλκο και στην δισκογραφία. Δεν δεχόταν να μοιράζεται τον καλλιτέχνη Τσιτσάνη με καμία άλλη. Ήλπιζε πως έτσι, σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου, θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά.
Μια από τις απαιτήσεις της Νίνου ήταν να πάψει ο Τσιτσάνης κάθε συνεργασία με την Μπέλλου. Όταν το έμαθε αυτό η Μπέλλου ορκίστηκε εκδίκηση. Είχε πει δημόσια πως αν την έβρισκε ποτέ μπροστά της θα την «έσπαγε στο ξύλο».
Ένα βράδυ η Μπέλλου δέχθηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα σύμφωνα με το οποίο η Νίνου ήταν στο καφενείο του Μάριου, στο κέντρο της Αθήνας, στέκι των μουσικών εκείνη την εποχή. Η Μπέλλου δεν έχασε καθόλου χρόνο. Έφυγε από το σπίτι της, έφτασε στο καφενείο, μπήκε μέσα και έκανε πράξη την απειλή της. Έσπασε στο ξύλο την Νίνου η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες.
«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα…»
Όσο περνούσε ο καιρός η Νίνου γινόταν και περισσότερο πιεστική. Εν έτη 1953, ωστόσο, τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν συνεχής. Είναι ενδεικτικό πως εκείνη τη χρονιά Τσιτσάνης και Νίνου εμφανίζονταν και πάλι στου «Τζίμη του χονδρού» αλλά δεν μιλιόντουσαν.
Λίγο καιρό αργότερα, ο καρκίνος «χτύπησε» την πόρτα της σπουδαίας ερμηνεύτριας. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστέκεται όσο μπορεί και την πηγαίνει στους κορυφαίους γιατρούς της χώρας. Κάποιοι από αυτούς της συστήνουν θεραπεία στην Αμερική και εκείνη προτείνει στον Τσιτσάνη να πάνε μαζί ώστε να συνδυάσουν την θεραπεία μαζί με μια περιοδεία.
Εκείνος είναι αρχικά αρνητικός και στη συνέχεια όταν μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους είναι κάθετος πως δεν πρόκειται να πάει μαζί της. Το ζευγάρι τσακώνεται άσχημα και η σχέση τους βρίσκεται πλέον ένα «βήμα» πριν το τέλος.
Το 1954 δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνον τον σπουδαίο έρωτα. Λίγο προτού φύγει η Νίνου για την Αμερική ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει.
Ακούστε εδώ το τραγούδι στην αυθεντική του εκτέλεση:
Η Νίνου δεν άντεξε. Λύγισε αλλά επειδή ήταν περήφανος άνθρωπος έφυγε από το στούντιο για να μην την δουν να κλαίει. Επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και τραγούδησε το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», μόνο μια φορά. Το είπε τέλεια. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Λένε πως αν προσέξει κάποιος καλά την ερμηνεία της υπάρχουν φορές που η φωνή της έχει ένα φυσικό λυγμό.
Λίγο καιρό αργότερα η Νίνου έφυγε για τις ΗΠΑ. Τα χρήματα τα συγκέντρωσαν με έρανο διάφοροι συνάδελφοί της. Εκεί όμως η υγεία της χειροτέρεψε. Ο καρκίνος έκανε πολλές μεταστάσεις και έτσι η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Επέστρεψε στην Ελλάδα εξαιρετικά αδυνατισμένη. Εργάστηκε για λίγο ακόμη και με φοβερούς πόνους. Πέθανε λίγους μήνες μετά, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της.
Εξώφυλλο από κοινό τους δίσκο.
Ο μεγάλος ρεμπέτης συνάντησε την Νίνου μόνο μία φορά από τότε που εκείνη επέστρεψε στην Ελλάδα. Την επισκέφθηκε στο σπίτι της στο Αιγάλεω τα Χριστούγεννα του 1956. Όταν η Νίνου τον είδε του είπε: «Σαν άστρο εβασίλεψα…»!
Αυτά τα λόγια θα είναι οι πρώτοι στίχοι ενός ακόμα τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης για την μούσα του. «Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω, θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω», έγραψε ο μεγάλος ρεμπέτης και τραγούδησε η Καίτη Γκρέυ. Ήταν το δικό του αντίο, η δική του συγγνώμη στην Μαρίκα Νίνου.
«Δουλεύαμε εκείνη την εποχή (σσ: έχουμε φτάσει ήδη στο 1961) με τον Τσιτσάνη. Είχε πεθάνει η Μαρίκα η Νίνου. Μια μέρα λοιπόν, ο Βασίλης είχε μια κασέτα στο αυτοκίνητό του και μου λέει: "Καιτούλι, έλα να ακούσεις ένα τραγούδι που έγραψα για τη Μαρίκα". Μόλις το άκουσα ξετρελάθηκα. Αμέσως μου το έδωσε να το ερμηνεύσω εγώ. Όποτε με άκουγε ο Βασίλης να το τραγουδάω, δάκρυζε», είχε πει παλαιότερα η Καίτη Γκρέυ