«Ο βυθισμένος ναός» , ένας μύθος – «La Cathédrale engloutie»

«Ο βυθισμένος ναός» , ένας μύθος – «La Cathédrale engloutie»

Από την Χαρούλα Νικολαΐδου

Η ιστορία του βυθισμένου ναού έχει τη δική της μουσική. Προτείνω σε εσάς τους αναγνώστες, πριν ξεκινήσετε το διάβασμα, να πατήσετε ένα από τα δύο play, όποιο σας κάνει «κλικ». Η καλύτερη επιλογή είναι να φορέσετε ακουστικά για να είναι πιο προσωπική η ακρόαση.

Καλή απόλαυση!

La Cathédrale engloutie ~ Claude Debussy

La Cathédrale engloutie ~ John Zorn’s «Naked City»

fishermen

Στο ξημέρωμα της αγάπης, οι ψαράδες άνοιγαν τα πανιά της βάρκας τους πάνω στην χρυσογάλανη θάλασσα και το γλυκό αεράκι φυσούσε τις καρδιές και τις ελπίδες τους για ένα ακόμα ξημέρωμα. Σιμά τους τα αγόρια τους, για να μάθουν και να γίνουν και αυτά μια μέρα οι καλύτεροι ψαράδες. Και όλοι γνώριζαν πως μία τέτοια ήρεμη μέρα, που το κύμα ίσα που έγλυφε τα πλεούμενα και που ο βυθός φανέρωνε τα κάλλη του μέχρι τα πέρατα της καρδιάς του, γνώριζαν λοιπόν πως θα ακούσουν τις καμπάνες…

Πλησίαζε η ώρα και τα κουπιά μείναν ακίνητα στον αέρα να στάζουν στην επιφάνεια, τα βλέμματα καρφώθηκαν στον ορίζοντα και… νά… η πρώτη καμπάνα , και μετά η δεύτερη. Τα θαλασσοπούλια δεν τρόμαζαν μα ούτε και οι άνθρωποι επειδή γνωρίζανε. Κάθε χτύπος αναδυόταν μέσα από τον ωκεανό και κρατούσε όσο να εμφανιστεί ο επόμενος κι ύστερα ο επόμενος… Η φωνή του βυθισμένου ναού εδώ και αιώνες ακουγόταν στη νοτιοδυτική θάλασσα, θυμίζοντας στους ναυτικούς πως πρέπει να προσέχουν μήπως και γκρεμιστούν στα βράχια, μαγεμένοι από τη φωνή της φρικτής γοργόνας.. Γι’ αυτό και κάθε βράδυ, οι γερόντισσες του τόπου διηγούνταν στα μικρά τους την ιστορία του γενναίου βασιλιά Γκράντλον και το πάθημά του.

18600

Ο Βασιλιάς Γκράντλον.

«Μια φορά κι έναν καιρό, ο βασιλιάς Γκράντλον έχτισε την πιο όμορφη και ζηλευτή πρωτεύουσα και την ονόμασε Ις. Η πόλη ήταν χτισμένη κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και για τον λόγο αυτό φημισμένοι χτίστες ύψωσαν γερά τείχη γύρω της προστατεύοντάς την από τον ορμητικό ωκεανό. Μία μόνο πύλη υπήρχε στο λιμάνι πάνω στο φράγμα. Και μόνο ο βασιλιάς αποφάσιζε πότε θα την ανοίξει για να εξυπηρετηθούν οι ψαράδες και οι εμπορικές του συναλλαγές.

Ο νεαρός βασιλιάς καμάρωνε την ζωντάνια της πόλης του και τη δροσιά των κατοίκων της που ζούσαν ευτυχισμένοι υπό τη βασιλεία του. Κάθε βράδυ πάνω στον πύργο του και στραμμένος στον ωκεανό, ζητούσε από τον Θεό Λεντιάρθ να αγκαλιάζει με την υδάτινη δύναμή του τα τείχη της Ις και να την αγαπάει. Και ο θεός τον άκουγε.

Σύντομα ο βασιλιάς Γκράντλον ερωτεύτηκε βαθιά ένα πλάσμα του ονείρου αλλά και του κόσμου, όμορφο σαν παραμύθι. Ήταν μισή νεράιδα και μισός άνθρωπος. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα και το βλέμμα της θηλυκό και παιδικό μαζί. Την είδε σε ένα ξέφωτο να τραγουδάει και να λούζει τα μαλλιά της στις όχθες ενός χειμαρρώδους ποταμού. Και της υποσχέθηκε αιώνια αγάπη.

Τα χρόνια πέρασαν ήσυχα και τον βασιλιά κάθε βράδυ τον επισκεφτόταν το ίδιο όνειρο. Ο θεός Λεντιάρθ αναδυόταν μεγαλοπρεπής μέσα από τα κύματα και η μορφή του άλλαζε σιγά σιγά και μεταμορφωνόταν σε έναν άνθρωπο, άγιο με χρυσή αύρα γύρω του. Η καρδιά του βασιλιά ήταν καθαρή και δεν άργησε να κατανοήσει το μήνυμα του ονείρου. Κι έτσι αποφάσισε και έχτισε έναν καθεδρικό ναό που όμοιό του ανθρώπινο μάτι δεν είχε ξαναδεί. Και τον αφιέρωσε στον άγιο του ονείρου του που είχε το όνομα Γκουενολέ.

Η ερωμένη του βασιλιά θύμωσε για την αλλαξοπιστία του βασιλιά και εξοργισμένη έτρεξε μακρυά του. Εκείνος την πήρε στο κατόπι μέχρι τον χειμαρρώδη ποταμό που την είχε αντικρύσει για πρώτη φορά. Εκείνη βούτηξε μέσα στα νερά προειδοποιώντας τον να μην την ακολουθήσει γιατί θα πνιγόταν. Ο βασιλιάς Γκράντλον όμως ερωτευμένος και πολύ αναστατωμένος δεν την άκουσε και κολύμπησε ξωπίσω της μέχρι που κόντεψε να πνιγεί. Η νεράιδα λύγισε και τον έσωσε. Όμως μέσα της τον μίσησε γιατί την ανάγκασε να παραδεχτεί με την πράξη της ότι εξακολουθούσε να τον αγαπάει. Κι έτσι τον άφησε…

Ys2

Ντάουτ ήταν το όνομα της κόρης του βασιλιά Γκράντλον, που γεννήθηκε από την ένωσή του με τη νεράιδα. Ήταν κι εκείνη όμορφη με κόκκινα μακριά μαλλιά, αλλά σκοτεινή και φιλόδοξη. Έμεινε στο πλάι του πατέρα της χωρίς μάνα για χρόνια, μιας και η τελευταία τους είχε αφήσει. Η Ντάουτ στα είκοσί της ήταν ξακουστή για τον λόγο της και τις απόψεις της για τη διοίκηση της πόλης. Θεωρούσε ότι η Ις είχε μετατραπεί σε έναν βαρετό και θλιβερό τόπο. Ονειρευόταν μία πόλη όπου θα βασίλευαν μόνο ο πλούτος, η ελευθερία και η χαρά της ζωής. Τα βράδια σπάνια κοιμόταν και οι προσευχές της είχαν σκοτεινή και άγνωστη κατεύθυνση.

Και όλα έγιναν πολύ γρήγορα από τη νύχτα εκείνη που μυστικά και μέσα σε μαύρη ομίχλη ήρθε η μάνα της η ίδια στο δωμάτιό της και με τα μάγια της τη σκοτεινότερη πλευρά της ψυχής της Ντάουτ την κατέλαβε για πάντα.

Χάρισε έναν δράκο στους κατοίκους της Ις, ο οποίος συνέλαβε όλα τα εμπορικά πλοία από τις θάλασσες. Και με τον τρόπο αυτό η Ις έγινε η πιο πλούσια και η πιο δυνατή πόλη στη χώρα. Μετά έχτισε ένα κάστρο γύρω από τον ποταμό όπου η μητέρα και ο πατέρας της γνωρίστηκαν. Εκεί μέσα η Ντάουτ έφτιαξε τον δικό της διεστραμμένο και θανατερό κόσμο. Ένας καλεσμένος κάθε βράδυ περνούσε την πύλη του κάστρου της. Μόλις η πύλη έκλεινε, ο άντρας έπρεπε να φορέσει μία μαύρη μάσκα έτσι ώστε να μην μπορεί να δει το πρόσωπό της. Και τα όργια ξεκινούσαν. Η μάσκα όμως ήταν μαγεμένη και την αυγή δύο μυτερές λεπίδες βγαίνανε μπροστά στο λαιμό του εραστή και του πέρνανε τη ζωή. Τα πτώματα των άτυχων ανδρών πετιόντουσαν από έναν ψηλό λόφο μέσα στον ωκεανό. Και από τότε τα νερά της θάλασσας άρχισαν να αλλάζουν κίνηση και φορές βγάζαν ένα μουγκρητό, θυμωμένο και προειδοποιητικό. Και μόνο ο βασιλιάς Γκράντλον είχε αντιληφθεί αυτή τη συμπεριφορά της θάλασσας και οι προσευχές του προν τον άγιο Γκουενολέ δυνάμωσαν.

Και όπως η φωτιά καίει το ξερόχορτο και τυλίγει θανατηφόρα καθετί στο πέρασμα της, έτσι και η καρδιά της Ντάουτ φούντωσε μία όμορφη μέρα όταν ακτίκρισε έναν άγνωστο επισκέπτη στην πόλη. Ήταν ντυμένος στα κόκκινα και κάποιος δαίμονας κατοικούσε στα μάτια του. Εκείνη τον ερωτεύτηκε αμέσως και αυτός το ήξερε. Πολλές φορές τον είχε καλέσει στο κάστρο της, αλλά ο πρίγκιπας αρνιόταν την πρόσκλησή της, αφήνοντάς την να λιώνει από το πάθος. Ένα βράδυ όμως ο διαβολικός νέος χτύπησε την πόρτα της Ντάουτ κι εκείνη χωρίς να το σκεφτεί τον άφησε να περάσει χωρίς μάσκα μέσα στο δωμάτιό της. Ο πρίγκιπας την τρέλανε με τον έρωτά του κα, αφού την εξασθένισε τελείως, της ψιθύρισε το μυστικό για να κερδίσει την απόλυτη εξουσία στην πόλη της Ις. “Στον λαιμό του πατέρα σου κρέμεται το κλειδί της κυριαρχίας σου και της αιώνιας δύναμής σου. Είναι το κλειδί για την πύλη πάνω στο φράγμα. Πάρ’ το τώρα που είναι νύχτα και κοιμάται και δώσ’ το σ’ εμένα”. Αμέσως η Ντάουτ έφυγε για το παλάτι και σαν σκιά γλίστρησε στο δωμάτιο του πατέρα της και έκοψε το σκοινί που βρισκόταν γύρω από το λαιμό του παίρνοντας το κλειδί. Και το έδωσε αμέσως στον πρίγκιπα.

Και σαν να γνώριζε η καρδιά της πόλης τι έμελλε να συμβεί, ένας σεισμός τράνταξε τη γη και η θάλασσα φούσκωσε απότομα και τα σύννεφα έκρυψαν το φεγγάρι και τ’ άστρα. Και ο διαβολικός πρίγκιπας έφτασε στο φράγμα και ξεκλείδωσε την πύλη. Ο ωκεανός όρμησε μέσα στην πόλη πνίγοντας καθετί και μέσα σε λίγα λεπτά η πόλη βρισκόταν στο βυθό του ωκεανού. Μόνο ο βασιλιάς κατάφερε να ξεφύγει, γιατί αμέσως μετά την κλοπή του κλειδιού από το λαιμό του ξύπνησε από ένα άγριο όνειρο, στο οποίο βροντερή φωνή τον πρόσταζε να σηκωθεί και να καβαλήσει το μαγικό του άλογο, τον Μόρβακ. Και με τον τρόπο αυτό όταν τα κύματα κάλυπταν τα πάντα, εκείνος πάνω στο άλογο κατάφερε να παλέψει. Προσπαθώντας όμως να ξεφύγει, ένα βάρος τον καθυστερούσε και γυρίζοντας ολόκληρος πίσω του να δει, αντίκρισε την Ντάουτ γαντζωμένη στην ουρά του αλόγου του, να προσπαθεί να γλυτώσει. Ο βασιλιάς άπλωσε το χέρι του για να σώσει το παιδί του. Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του με σάρκα και οστά ο άγιος Γκουενολέ και του φώναξε με σκληρή φωνή: “Ρίξε αυτόν τον διάολο που σέρνεις πίσω σου”. Και ο βασιλιάς υπάκουσε τραβώντας το χέρι της Ντάουτ από το άλογο και στη συνέχεια κατάφερε να βγει στην ακτή.

Μέσα στα ορμητικά νερά του ωκεανού η Ντάουτ μεταμορφώθηκε σε γοργόνα. Και ο θρύλος λέει ότι από τότε τραγουδάει με πανέμορφη φωνή για να μαγνητίζει τους ψαράδες και μετά να τους σκοτώνει. Η ψυχή της θα σωθεί μόνο όταν πραγματοποιηθεί και πάλι θεία λειτουργία μέσα στον ναό του Αγίου Γκουενολέ, στη βυθισμένη πόλη της Ις. Και μέχρι σήμερα η καμπάνες του ναού ακούγονται μέσα από τα βάθη της θάλασσας, γι’ αυτό κι εσείς μικρά μου, να έχετε τα αφτιά σας ανοιχτά τις ήρεμες μέρες για να τις ακούσετε».

Πάνε τώρα 15 αιώνες που η πόλη είναι βυθισμένη. Και κάποια μέρα θα ξαναγεννηθεί εξαγνισμένη και πιο όμορφη από ποτέ.

~ΤΕΛΟΣ~

e2kzn0ixke

Η βυθισμένη πόλη Ις.

hastings

Ντάουτ, η κόρη του βασιλιά Γκράντλον.

13933575_10209011309587619_1489960443_n

Η Ντάουτ με το κλεμμένο κλειδί του φράγματος στα χέρια.

Evariste-Vital_Luminais_-_Fuite_de_Gradlon

Ο άγιος Γκουενολέ προστάζει τον βασιλιά Γκράντλον να πετάξει από το άλογο την κόρη του, Ντάουτ.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί ένα συνδυασμό των εκδοχών για τον μύθο, με πρόσθετες λεπτομέρειες από τη φαντασία της γραφούσας.

Η μυθική πόλη Ις (Ys) βρισκόταν στη Γαλλία, στην περιοχή της Βρετάνης. Υπάρχουν πολλές εκδοχές του μύθου και για όποιον ενδιαφέρεται μπορεί να ψάξει στα παρακάτω link και να μάθει περισσότερα.

https://en.wikipedia.org/wiki/Ys

https://en.wikipedia.org/wiki/Gradlon

https://en.wikipedia.org/wiki/Dahut

Ο γάλλος συνθέτης Claude Debussy ( 1862-1918 ) , συνέθεσε το πρελούδιο για πιάνο La Cathédrale Engloutie το οποίο δημιοσιεύτηκε το 1910 , εμπνευσμένο από τον μύθο της Ys.

Το 1972 το ιταλικό progressive rock συγκρότημα Il Balletto di Bronzo κυκλοφόρησε το άλμπουμ Ys με προφανείς επιρροές από τον μύθο της βυθισμένης πόλης.

To 1973 το βρετανικό συγκρότημα Renaissance κυκλοφόρησε το άλμπουμ Ashes Are Burning . Το κομμάτι At The Harbour ξεκινάει με ένα μεγάλο απόσπασμα του La cathédrale engloutie.

Το 1992, ο John Zorn με ένα από τα πολλά συγκροτήματά του, τους Naked City , κυκλοφόρησε το άλμπουμ Grand Guignol , μέσα στο οποίο βρίσκεται η καταπληκτική διασκευή του πρελούδιου του Debussy.

Τροφή για τα αυτιά από το YouTube:

[via]

Η Χαρούλα κάθε βράδυ κάνει εκπομπές στον NGRadio.gr