Κάποτε οι άνθρωποι μιλούσαν μια κοινή γλώσσα. Όταν όμως αποφάσισαν να φύγουν από την Αφρική και να ζήσουν ως νομάδες, τότε αυτό άλλαξε και η κάθε ομάδα διαμόρφωσε διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας. Έτσι, αναπτύχθηκαν πολλές διαφορετικές γλώσσες, οι οποίες δέχτηκαν αρκετές αλλαγές ανάλογα με την ιστορία κάθε λαού και την επαφή του με άλλους λαούς, σε σημείο που να μην υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ ορισμένων γλωσσών και να υπάρχει συγγένεια μεταξύ άλλων.
Σήμερα, οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι ομιλούνται γύρω στις 7000 γλώσσες στον κόσμο και πολλές ακόμα είναι αυτές που βρίσκονται σε απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη και δεν έχουν ανακαλυφθεί. Το μέλλον όμως δεν είναι ευοίωνο για όλες αυτές τις γλώσσες. Μέσα σε αυτές υπολογίζονται ακόμα και όσες έχουν ελάχιστους ομιλητές. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στα επόμενα χρόνια πολλές γλώσσες θα χαθούν μαζί με τους ομιλητές τους και αυτό είναι πολύ δυσάρεστο, καθώς η γλώσσα αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας ενός πολιτισμού. Υπολογίζεται πως κάθε δύο εβδομάδες μια γλώσσα πεθαίνει.
Η γλώσσα, λοιπόν, σχετίζεται με τη δημογραφία. Η κινεζική γλώσσα ομιλείται από περίπου 1,3 δις ανθρώπους και αυτή τη στιγμή είναι η περισσότερο ομιλούμενη στον κόσμο. Δεύτερη έρχεται η ισπανική, τρίτη η αγγλική, τέταρτη η χίντι (η πιο διαδεδομένη στην Ινδία) και πέμπτη η αραβική.* Οι ισορροπίες όμως πρόκειται να αλλάξουν. Οι δημογραφικές εκτιμήσεις δείχνουν, για παράδειγμα, πως στο τέλος του αιώνα η Ινδία θα ξεπεράσει την Κίνα σε πληθυσμό. Από την άλλη, δύο από τις περισσότερο ομιλούμενες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα γαλλικά και τα γερμανικά, που κάποτε άνηκαν μέσα στη δεκάδα με τις περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες στον κόσμο, πλέον βρίσκονται εκτός λίστας και χάνουν όλο και περισσότερο έδαφος όσο ο πληθυσμός τους γερνά και μειώνεται.
Σε μερικές δεκαετίες από τώρα, θα ονομάζουμε άλλες γλώσσες "γλώσσες του μέλλοντος", θα βλέπουμε πολλές γλώσσες να εξαφανίζονται (γλώσσες μειονοτήτων, γλώσσες λαών σε απομακρυσμένα τμήματα της γης αλλά και τοπικές) και νέες να αναδύονται. Προς το παρόν οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν ως δεύτερη γλώσσα τα αγγλικά, καθώς έχει οριστεί ως η lingua franca και έπειτα τα ισπανικά. Αυτό ενδέχεται να αλλάξει στο μέλλον, λόγω οικονομικών, πολιτικών και δημογραφικών παραγόντων. Εξάλλου και τα αγγλικά κατέκτησαν αυτήν τη θέση λόγω της βρετανικής αυτοκρατορίας και της αποικιοκρατικής της παράδοσης και καθιερώθηκαν όταν οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν ως υπερδύναμη. Στην εποχή μας, πάντως, όλο και περισσότεροι άνθρωποι γοητεύονται από διαφορετικές και "δύσκολες" γλώσσες, οπότε το ενδιαφέρον για εκμάθηση γλωσσών όπως τα κινεζικά και τα αραβικά, διαρκώς αυξάνεται.
Σύμφωνα με στατιστικά της Εthnologue (2014)