Linda Ronstadt: Ένας θηλυκός ροκ χαμαιλέοντας...

Linda Ronstadt: Ένας θηλυκός ροκ χαμαιλέοντας...

Από τον Γιάννη Πετρίδη

Οι γυναικείες παρουσίες στο σύγχρονο τραγούδι, που καλύπτουν τη σημερινή ποπ και το ροκ όπως έχει διαμορφωθεί στην εποχή μας, είναι περισσότερες από κάθε άλλη φορά σε σύγκριση με το παρελθόν.

Δεν θα μπορούσα, όμως, να ισχυριστώ το ίδιο και για την αξία τους, η οποία σαφώς υστερεί σε σχέση με το παρελθόν και πάνω απ' όλα χαρακτηρίζεται από έλλειψη προσωπικότητας και πρωτοτυπίας.

Η Linda Ronstadt είναι μια τραγουδίστρια που και αυτή με τη σειρά της επηρεάστηκε από κάποια παλαιότερη, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Patsy Cline ήταν το πρότυπο στο οποίο βασίστηκε η εξέλιξή της.

Κατάφερε όμως να περάσει στις ηχογραφήσεις της τη δικιά της προσωπικότητα και να συνδυάσει την κάντρι ροκ της Cline με την ανέμελη, τουλάχιστον φαινομενικά, ζωή στον χώρο του ροκ, και να παίξει σημαντικό ρόλο στην άνθηση της κάντρι ροκ στη δεκαετία του '70.

Οπως συμβαίνει συνήθως με τα αστέρια του ροκ, η προσωπική της ζωή περιλάμβανε ερωτικές σχέσεις με γνωστούς αστέρες, όχι μόνο από τον χώρο του ροκ, αλλά και της πολιτικής, όπως ο Jerry Brown, κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, σχέσεις που βοήθησαν στο να κτιστεί ένας μύθος για το απόλυτο θηλυκό…

Αυτή η φιλοσοφία για τις ανθρώπινες σχέσεις έβγαινε και μέσα από τα τραγούδια της, τα περισσότερα από τα οποία ήταν γραμμένα από άλλους, αφού αυτή έγραφε σπάνια, ήξερε όμως πάντα να διαλέγει τους καλύτερους μουσικούς και τα πιο αξιόλογα τραγούδια για να διασκευάσει.

Η Ronstadt, που γεννήθηκε στο Tuscon της Αριζόνας, έκανε την εμφάνισή της στο Λος Αντζελες το 1966 κι έναν χρόνο αργότερα έγινε τραγουδίστρια του συγκροτήματος Stone Poneys, με τους οποίους γνώρισε μια μεγάλη επιτυχία με το Different drum το 1967. Το συγκρότημα δύο χρόνια αργότερα διαλύθηκε, αλλά η Linda είχε καταφέρει να εδραιωθεί σαν η πριγκίπισσα του ροκ στην περιοχή της Καλιφόρνιας και στην παρέα της συμμετείχαν τα μέλη των Eagles, οι οποίοι, πριν κάνουν την δικιά τους καριέρα, ήταν το προσωπικό της συγκρότημα, ο Jackson Browne, ο J.D. Souther. Ολοι αυτοί ανήκαν στην «αυλή της», έπαιζαν στους δίσκους της και της έδιναν τραγούδια βοηθώντας στην επιτυχία της.

Επειτα από μερικά καλά, αλλά μέτρια σε εμπορική επιτυχία άλμπουμ, η Linda το 1974 συνεργάζεται με τον παραγωγό Peter Asher, αδελφό τής Jane Asher, που ήταν φίλη τού Paul McCartney στη δεκαετία του '60. Ο Peter ήταν πρώην μέλος του πετυχημένου ντουέτου Peter and Gordon και ήδη πετυχημένος παραγωγός σε καλλιτέχνες όπως ο James Taylor.

Αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν το άλμπουμ Heart like a wheel, στο οποίο η Linda ερμήνευσε έναν συνδυασμό από σύγχρονα νέα αλλά και κλασικά τραγούδια από το παρελθόν, όπως το You're no good, που μπορεί να ξεκίνησε από την Αμερική και την ερμηνεία της Betty Everett, αλλά προφανώς ο Peter Asher το ήξερε από την ερμηνεία των Swinging Blue Jeans στην Αγγλία, όταν ήταν μέλος του ανταγωνιστικού ντουέτου των Peter and Gordon, οι οποίοι ήταν στις 9 Ιουλίου του 1964 ταυτόχρονα με τους Swinging Blue Jeans μέσα στα 10 της Βρετανίας με το τραγούδι τους Nobody Ι know.

Στα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του '70, η Ronstadt θα συνεχίσει τη φόρμουλα των διασκευών γνωστών επιτυχιών από το παρελθόν στα πλατινένια άλμπουμ της Prisoner in disguise (1975), Hasten down the wind (1976), Simple dreams (1977) και Living in the U.S.Α., με τραγούδια όπως τα Tracks of my tears, Heat wave από τον ήχο της Μοτάουν, Blue Bayou του Roy Orbison, τραγούδια της Karla Bonoff, του Warren Zevon, που τον βοήθησε στο να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό, ενώ επίσης ήταν η πρώτη που έκανε γνωστό τον Elvis Costello στην Αμερική χάρη στη διασκευή της στο τραγούδι του Alison.

Διαβάζοντας το βιογραφικό της, βλέπει κανείς ότι τα είδη της μουσικής με τα οποία έχει ασχοληθεί καλύπτουν το ροκ, την τζαζ, το ρυθμ εντ μπλουζ, την κάντρι, τη φολκ, τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών, τη Λατινική Αμερική, τα cajun, τον ήχο των mariachi και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Από την εμφάνισή της στο Μπρόντγουεϊ στην παράσταση του Pirates of Penzance το 1980 δίπλα στον Kevin Cline, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν και πολύ μακριά από τους ήχους που άκουγαν οι γονείς της όταν ήταν σε νεαρή ηλικία. Ο παππούς της μάλιστα, Fred Ronstadt, φέρεται ως ο δημιουργός της πρώτης ορχήστρας στο Tuscon και η μητέρα της Rythmary Copeman Ronstadt είχε στην κατοχή της μία πλούσια συλλογή από δίσκους των Gilbert & Sullivan, οι οποίοι είχαν γράψει το μιούζικαλ στο οποίο η ερμηνεία της τής απέφερε την υποψηφιότητα για το βραβείο Tony και δύο χρόνια αργότερα, μία υποψηφιότητα για τις Χρυσές Σφαίρες στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου.

Η συμμετοχή της στο μιούζικαλ των Gilbert & Sullivan της άνοιξε την όρεξη και το 1984 έπαιξε ξανά στο Μπρόντγουεϊ τον ρόλο της Mimi στην όπερα του Puccini La Boheme.

Στην ίδια περίοδο, στη δεκαετία του '80, αρχίζει να ηχογραφεί τα άλμπουμ με τα κλασικά τραγούδια της αμερικανικής μουσικής παράδοσης με τη βοήθεια του γνωστού αμερικανού ενορχηστρωτή Nelson Riddle. Η συνεργασία τους θα οδηγήσει στη δημιουργία τριών εξαιρετικών δίσκων: What's new (1983), Lush life (1985) και For sentimental reasons (1986), που θα σημειώσουν όλοι μεγάλη επιτυχία και θα χαρίσουν οριστικά στη μεγάλη τραγουδίστρια τον τίτλο της γυναίκας χαμαιλέοντα στον χώρο του ροκ και από τα 6 συνολικά εξώφυλλα στο περιοδικό «Rolling Stone» θα περάσει πια σε άλλους χώρους και θα φιλοξενηθεί σε εξώφυλλα περιοδικών όπως το «Time».

Η συνεργασία αυτή θα φέρει πιο κοντά στο νεανικό κοινό και τον Nelson Riddle, που μέχρι τότε η νεολαία τον αντιπαθούσε γιατί τον χαρακτήριζε «αρχαίο», λόγω της συνεργασίας που είχε με τους τραγουδιστές της δεκαετίας του '50.

Περίπου την ίδια περίοδο, το 1986, κάνει τη δεύτερη συνεργασία της με τις Dolly Parton και Emmylou Harris ηχογραφώντας το δεύτερο άλμπουμ με το όνομα «Trio» (το πρώτο είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητο το 1978). Η δεύτερη συνεργασία τους έγινε επιτυχία και τους χάρισε το βραβείο Γκράμι, ως καλύτερος δίσκος στον χώρο της κάντρι, ενώ προτάθηκε και για άλμπουμ της χρονιάς μαζί με τους δίσκους των U2, Michael Jackson, Whitney Houston και Prince.

Η συνεργασία θα επαναληφθεί το 1999, με ένα άλμπουμ που είχε ηχογραφηθεί το 1994 και θα τους χαρίσει ξανά το βραβείο Γκράμι στον χώρο της μουσικής κάντρι.

Η καλή σχέση που είχε με τα ισπανικά και το Μεξικό, την οδήγησαν στο να ηχογραφήσει μία σειρά από άλμπουμ σ' αυτή τη γλώσσα και να κερδίσει βραβεία σε μία διαφορετική κατηγορία, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο το ρεπερτόριό της, γεγονός όχι ιδιαίτερα συνηθισμένο και ίσως μοναδικό για μια τραγουδίστρια με τόσο σημαντική παρουσία στον χώρο του ροκ.

Συνολικά έχει κυκλοφορήσει περισσότερα από 30 στούντιο άλμπουμ κι έχει συμμετάσχει σε άλλα 120, καλλιτεχνών όπως οι Philip Glass, Paul Simon, Neil Young, The Chieftains, The Eagles, Randy Newman κ.ά.

Στις συνολικά 27 υποψηφιότητες που κέρδισε για τα βραβεία Γκράμι, προτάθηκε για βράβευση σε είδη μουσικής όπως Rock, Pop, Country, Tropical Latin, Mexican-American, μουσική για παιδιά και παραδοσιακή φολκ.