Η ταινία Casino Royale, που έκανε πρεμιέρα, στις 19 Απριλίου του 1967, είναι η απόδειξη πως, ακόμα και μέσα από το απόλυτο χάος, μπορεί να γεννηθεί μια ταινία – έστω και μια εντελώς ανορθόδοξη. Με πέντε διαφορετικούς σκηνοθέτες, αμέτρητες αλλαγές στο σενάριο, έναν πρωταγωνιστή που αρνούνταν να συνεργαστεί και μια παραγωγή που βρισκόταν συνεχώς εκτός ελέγχου, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι καταστροφικό. Κι όμως, αυτή η χαοτική παρωδία του Τζέιμς Μποντ κατέληξε να αποκτήσει καλτ status, ακριβώς λόγω της εκκεντρικότητας και του αναρχικού της πνεύματος. Σήμερα, πολλοί θεατές τη θεωρούν μια μοναδική ταινία, εκτιμώντας την ιδιαιτερότητά της και την ασυνάρτητη, αλλά παράδοξα γοητευτική, πλοκή της.
Παράλληλα, δεν είναι λίγοι όσοι τη θυμούνται περισσότερο για τα καμώματα του Πίτερ Σέλερς κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, όπου η εκκεντρική και συχνά αψυχολόγητη συμπεριφορά του απέδειξε περίτρανα πόσο δύσκολος συνεργάτης μπορούσε να γίνει, συμβάλλοντας έτσι στο γενικότερο χάος που περιέβαλε την παραγωγή.

Ο Ίαν Φλέμινγκ έγραψε το πρώτο βιβλίο της γνωστής σειράς Τζέιμς Μποντ, το 1953 και ήταν το Casino Royale. Ο παραγωγός Τσαρλς Κ. Φέλντμαν είχε αποκτήσει τα δικαιώματα του βιβλίου πριν εμφανιστεί η EON Productions και κυριαρχήσει. Όταν, το 1967, ετοίμαζε ακόμα την ταινία του, είχαν ήδη παιχτεί οι τέσσερις πρώτες ταινίες Τζέιμς Μπόντ με τον Κόννερυ πρωταγωνιστή και ετοιμαζόταν η επόμενη, το You Only Live Twice, που βγήκε δύο μήνες μετά το Καζίνο Ρουαγιάλ.
Αδυνατώντας να έρθει σε συμφωνία με τους Άλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν, τους βασικούς παραγωγούς της επίσημης σειράς, ο Φέλντμαν αποφάσισε να μετατρέψει το έργο σε μια αναρχική κωμωδία, ενσωματώνοντας στοιχεία φάρσας, ψυχεδέλιας και σάτιρας. Αν και βασίζεται στο μυθιστόρημα του Φλέμινγκ, η κινηματογραφική του απόδοση απέχει σημαντικά από την κλασική αφήγηση και δομή που χαρακτηρίζει τις επίσημες παραγωγές της EON Productions. Αντί να είναι μια συμβατική ταινία κατασκοπείας, το Casino Royale είναι μια σατιρική, υπερβολική και συχνά αποπροσανατολιστική κωμωδία, που απομακρύνεται ριζικά από τη σοβαρότητα και τον ρεαλισμό του βιβλίου, επιλέγοντας αντ' αυτού έναν χωρίς συνοχή, σουρεαλιστικό και γεμάτο αυτοσαρκασμό τόνο.

Η παραγωγή της ήταν χαοτική, καθώς σκηνοθετήθηκε από έξι διαφορετικούς σκηνοθέτες: ξεκίνησε με τον John Huston, ο οποίος πρόσφερε στην 15χρονη κόρη του Anjelica, τον πρώτο της μικρό ρόλο στο σινεμά. Ο Χιούστον, ο οποίος είχε επίσης έναν μικρό ρόλο στην ταινία ως ένας από τους πολλούς Τζέιμς Μποντ, γύρισε κυρίως τις σκηνές του Ντέιβιντ Νίβεν και αποχώρησε νωρίς από το πρότζεκτ λόγω διαφωνιών με τον Φέλντμαν. Επόμενος ήταν ο Ken Hughes που σκηνοθέτησε τις σκηνές του Βερολίνου και κάποιες του Πήτερ Σέλερς.
Ο σκηνοθέτης Joseph McGrath σκηνοθέτησε τις σουρεαλιστικές σεκάνς και κάποιες σκηνές με τον Πίτερ Σέλερς, την Ούρσουλα Άντρις και τον Όρσον Γουέλς, αλλά απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Robert Parrish. Αυτός με την σειρά του γύρισε κάποιες σκηνές στο καζίνο με τους Σέλερς και Γουέλς. Ο Val Guest, εκτός από κάποιες επιπλέον σκηνές που γύρισε, είχε τον δύσκολο ρόλο να προσπαθήσει να ενοποιήσει το τελικό αποτέλεσμα και να δώσει συνοχή σε ένα συνονθύλευμα διαφορετικών ιδεών, καθώς η ταινία γυρίστηκε ως μια σειρά από ανεξάρτητα τμήματα που συνδέθηκαν αργότερα στο μοντάζ. Τέλος υπάρχει και ο Richard Talmadge, ο οποίος γύρισε λίγες σκηνές για το φινάλε της ταινίας.

Το σενάριο της ταινίας είχε και αυτό τη δική του μακρά και περίπλοκη διαδρομή. Ο Ben Hecht, ένας από τους πιο καταξιωμένους σεναριογράφους του Χόλιγουντ, ανέλαβε αρχικά να γράψει μια σοβαρή εκδοχή του Casino Royale, όμως πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή τον Απρίλιο του 1964, μόλις δύο ημέρες πριν την παρουσίασή του στον παραγωγό Charles Feldman. Τη σκυτάλη πήρε ο σπουδαίος Μπίλι Γουάιλντερ, ο οποίος έγραψε το σενάριο από την αρχή, και λέγεται πως η ιδέα να υπάρχουν πολλοί πράκτορες με το όνομα James Bond προήλθε από αυτόν.
Στη συνέχεια, ο Peter Sellers προσέλαβε τον σεναριογράφο Terry Southern για να αναλάβει τους διαλόγους του, ώστε να ξεχωρίζει απέναντι στον Orson Welles, ενώ ο Woody Allen πρόσθεσε και αυτός τις δικές του πινελιές. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, το σενάριο πέρασε από τουλάχιστον πέντε ακόμα σεναριογράφους, με τον καθένα να προσθέτει ή να αφαιρεί στοιχεία, δημιουργώντας ένα ασταμάτητο δημιουργικό χάος. Το τελικό αποτέλεσμα, που πιθανότατα δεν περιέχει ούτε μία σκηνή από το αρχικό κείμενο του Hecht, μοιάζει περισσότερο με μια συρραφή σουρεαλιστικών σκετς παρά με μια οργανωμένη ιστορία. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές άφησαν πίσω τους μια πλοκή αποσπασματική και χαοτική, διαποτισμένη από μια αίσθηση απόλυτης αναρχίας.

Όλο αυτό το χάος δεν θα μπορούσε να μην έχει αντίκτυπο και στο σετ. Ο Πίτερ Σέλερς, γνωστός για την ασταθή συμπεριφορά του, βρήκε εύφορο έδαφος για να σπείρει τις ιδιοτροπίες του. Η ρήξη του με τον Orson Welles προκλήθηκε εν μέρει από την άφιξη στο πλατό της πριγκίπισσας Margaret, αδελφής της βασίλισσας Ελισάβετ Β'. Ο Sellers την είχε γνωρίσει στο παρελθόν και την χαιρέτησε με τρόπο ώστε να εξασφαλίσει την προσοχή όλων των ηθοποιών και του συνεργείου. Η πριγκίπισσα όμως τον αγνόησε και τον προσπέρασε για να γνωρίσει τον μεγάλο Orson Welles. Ο Sellers το πήρε προσωπικά και από εκείνη τη στιγμή αρνήθηκε να ξαναγυρίσει σκηνές με τον Welles.
Οι σκηνές των δύο ανδρών να συζητάνε γυρίστηκαν ξεχωριστά και διαφορετικές μέρες. Η κακή του συμπεριφορά δεν αφορούσε μόνο τον Γουέλς αλλά όλη την παραγωγή γιατί προκαλούσε συχνά διακοπές φεύγοντας από το σετ για μέρες. Λέγεται μάλιστα ότι έβαλε να γκρεμίσουν ένα ολόκληρο σετ, επειδή είδε το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο του την μητέρα του να του λέει ότι δεν της άρεσε. Τελικά αποχώρησε από την παραγωγή πριν ολοκληρωθούν όλες οι σκηνές του, αναγκάζοντας τους υπεύθυνους να βρουν δημιουργικούς τρόπους για να καλύψουν την απουσία του. Ο Όρσον Γουέλς, από την άλλη πλευρά, ήταν επίσης γνωστός για τις δικές του ιδιοτροπίες και την απροθυμία του να ακολουθήσει τις οδηγίες των σκηνοθετών.
Το καστ της ταινίας είναι φαντασμαγορικό. Ο Ντέιβιντ Νίβεν, κομψός και αεράτος, υποδύεται τον αυθεντικό Σερ Τζέιμς Μποντ, έναν συνταξιούχο πράκτορα που καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα απειλή. Ο Πίτερ Σέλερς υποδύεται τον Έβελιν, έναν από τους πολλούς πράκτορες που λαμβάνουν το όνομα Τζέιμς Μποντ, στο πλαίσιο μιας τακτικής παραπλάνησης των εχθρών. Η Ούρσουλα Άντρες, γνωστή από τον ρόλο της στο Dr. No (1962), εμφανίζεται ως Βέσπερ Λιντ και ο Γούντι Άλεν, ως Τζίμι Μποντ, ανιψιός του Τζέιμς Μποντ. Το καστ συμπληρώνουν οι Daliah Lavi, Deborah Kerr, William Holden, Charles Boyer, George Raft, Jean-Paul Belmondo, Barbara Bouchet, Jacqueline Bisset, Mireille Darc, Peter O'Toole και Geraldine Chaplin της οποίας η σκηνή κόπηκε από την τελική κόπια. Διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Jack Hildyard ενώ ο φωτογράφος-σκηνοθέτης Nicolas Roeg έκανε μερικά επιπλέον γυρίσματα, ως φωτογράφος.
Η μουσική επένδυση της ταινίας αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα στοιχεία της. Ο Burt Bacharach συνέθεσε ένα χαρούμενο και παιχνιδιάρικο σάουντρακ, με αποκορύφωμα το τραγούδι The Look of Love που ερμηνεύει η Dusty Springfield σε στίχους του Hal David. Το κομμάτι έγινε παγκόσμια επιτυχία φτάνοντας μέχρι το Νο 4 του Billboard και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού. Το σάουντρακ έβγαλε και μια δεύτερη επιτυχία, το εξαιρετικό "Casino Royale" των Herb Alpert & The Tijuana Brass, κάνοντας την την μόνη ταινία Τζέιμς Μπόντ με δύο τραγούδια στο Top 40 του Billboard.
Η ταινία ήταν μια εμπορική επιτυχία, δικαιώνοντας τον παραγωγό Τσαρλς Κ. Φέλντμαν και αποφέροντας κέρδη μεγαλύτερα απ' ότι οι δύο πρώτες ταινίες Τζέιμς Μποντ μαζί (Dr.No, From Russia with Love). Βέβαια κόστισε λίγο παραπάνω απ' ότι οι τέσσερις πρώτες ταινίες μαζί και το άγχος της παραγωγής της ταινίας αποδείχθηκε βαρύ για τον Φέλντμαν, που ανέπτυξε καρδιακά προβλήματα που τελικά τον σκότωσαν ένα χρόνο αργότερα.
Το Casino Royale αποτελεί ένα μνημείο κινηματογραφικής υπερβολής και παραγωγικού χάους. Παρά το φαντασμαγορικό καστ, τον εντυπωσιακό προϋπολογισμό και τα εξαιρετικά σκηνικά, η απόφαση να μοιραστεί η σκηνοθεσία σε πέντε διαφορετικά άτομα, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αλλαγές στο σενάριο και τις δημιουργικές συγκρούσεις, οδήγησε σε ένα αποτέλεσμα που μοιάζει περισσότερο με μια αλληλουχία αποσπασματικών σκηνών παρά με μια συνεκτική ιστορία. Η ασυνέχεια στην αφηγηματική ροή, οι έντονες στυλιστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των σκηνών και η ψυχεδελική αισθητική της δεκαετίας του ’60 ενισχύουν την αίσθηση μιας ανεξέλεγκτης δημιουργικής ελευθερίας που διακατέχει την ταινία.
Ωστόσο, παρά το χάος της παραγωγής και την έλλειψη συνοχής, η ταινία έχει αναγνωριστεί ως μια ξεχωριστή και ιδιόρρυθμη ταινία και μία από τις πιο περίεργες αλλά και διασκεδαστικές παρωδίες του είδους. Η υπερβολή της, τόσο σε επίπεδο ύφους όσο και περιεχομένου, σε συνδυασμό με τη σουρεαλιστική, γεμάτη σταρ, προσέγγισή της στη μυστική ζωή του διασημότερου πράκτορα του κόσμου, την καθιστούν μοναδική μέσα στην ιστορία του κινηματογράφου. Σήμερα, η ταινία αντιμετωπίζεται ως μια οπτικά εντυπωσιακή εμπειρία, με σκηνικά και κοστούμια γεμάτα χρώμα και φαντασία, που αποτυπώνουν την εκρηκτική δημιουργικότητα αλλά και τη χαοτική φύση της παραγωγής της.