Η Μαρλέν Ντίντριχ και ο Τζόζεφ Φον Στέρνμπεργκ στον Γαλάζιο Αγγελο

Ο Γαλάζιος Άγγελος (Der blaue Engel, 1930)

Ο Γαλάζιος Άγγελος (Der blaue Engel, 1930) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ είναι μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες της πρώιμης ομιλούσας περιόδου του κινηματογράφου. Με πρωταγωνίστρια την Μάρλεν Ντίτριχ, η ταινία έχει αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στον γερμανικό εξπρεσιονισμό και στο παγκόσμιο σινεμά αλλά και στη διαμόρφωση του «μύθου» της femme fatale. Ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους γερμανική ταινία με διεθνή φήμη.

Βασίζεται στο μυθιστόρημα Professor Unrat (1905) του Χάινριχ Μαν και αφηγείται την τραγική ιστορία του καθηγητή Ιμάνουελ Ρατ (Έμιλ Γιάνινγκς), ο οποίος πέφτει θύμα της παθιασμένης του έλξης για τη Λόλα Λόλα (Μάρλεν Ντίτριχ), μια αισθησιακή τραγουδίστρια στο καμπαρέ Γαλάζιος Άγγελος. Η ταινία παρουσιάζει την καταστροφική πτώση του Ρατ από σεβαστό ακαδημαϊκό σε ταπεινωμένο γελωτοποιό, συμβολίζοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και το πάθος, αλλά και τη δύναμη του ερωτικού πόθου ως παράγοντα καταστροφής. Ο Ρατ εκπροσωπεί την παλιά, αυστηρή Γερμανία που καταρρέει μπροστά στην ελευθεριότητα της Λόλα Λόλα, μια μεταφορά που συνδέεται με την ίδια την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Ο Στέρνμπεργκ, επίμονος και αυταρχικός, δημιούργησε έναν σκοτεινό, ατμοσφαιρικό κόσμο, με εντυπωσιακές εικαστικές συνθέσεις, πυκνή διακόσμηση, φωτισμό σε στυλ κιαροσκούρο και μια αδιάκοπη κίνηση της κάμερας, που πρόσθεσε στις σκηνές συναισθηματική ένταση. Αν και η ταινία δεν έχει τις ακραίες γωνίες και τις σκιές του εξπρεσιονιστικού σινεμά, η χρήση του φωτός και της σκιάς, καθώς και η εστίαση στη συναισθηματική διάλυση του ήρωα, ενσωματώνουν πολλά από τα στοιχεία αυτού του καλλιτεχνικού ρεύματος.

Η αισθητική της ταινίας βασίζεται σε έντονες αντιθέσεις: οι αυστηροί, κρύοι χώροι του σχολείου συγκρίνονται με την αισθησιακή, καπνισμένη ατμόσφαιρα του καμπαρέ, ενώ η καθαρή, αυστηρή εμφάνιση του Ρατ καταρρέει προοδευτικά σε ένα θέαμα ντροπής. Η κάμερα του Στέρνμπεργκ «λατρεύει» τη Ντίτριχ, δημιουργώντας με τα κοντινά πλάνα της μια αύρα μαγνητισμού γύρω της. Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν κατάφερε να αποτυπώσει τη Ντίτριχ τόσο όμορφη όσο ο Στέρνμπεργκ. Η σκηνή όπου η Ντίτριχ τραγουδά το "Falling in Love Again" φορώντας το περίφημο φράκο και τις διχτυωτές κάλτσες έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο εμβληματικές εικόνες του κλασικού σινεμά. Το βλέμμα της, η κίνηση των χεριών της και η υπόγεια ειρωνεία με την οποία παραδίδεται στο τραγούδι είναι στοιχεία που διαμόρφωσαν το πρότυπο της μοιραίας γυναίκας για δεκαετίες. 

Η ταινία εισήγαγε έναν νέο τύπο γυναικείου χαρακτήρα: την femme fatale, που επηρέασε αμέτρητες ταινίες του Χόλιγουντ, ιδιαίτερα στο φιλμ νουάρ και σηματοδότησε την αρχή του ομιλούντος γερμανικού κινηματογράφου θέτοντας νέα πρότυπα στην αφήγηση, την ηθοποιία και τη σκηνοθεσία. Ο χαρακτήρας της Λόλα Λόλα παραμένει μια από τις πιο διάσημες γυναικείες φιγούρες του κινηματογράφου. Αλλά και ο χαρακτήρας του Ρατ άνοιξε τον δρόμο για πιο περίπλοκες, εσωτερικά βασανισμένες προσωπικότητες στον κινηματογράφο.

Ο Στέρνμπεργκ είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας ανερχόμενος σκηνοθέτης με φίλμ όπως το The Salvation Hunters (1925) που ενθουσίασε τον Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος βοήθησε στο να ανοίξουν κάποιες πόρτες για τον Στέρνμπεργκ, το Underworld -1927-(Οι νύκτες του Σικάγου), ένα σενάριο του Ben Hecht που πέρασε από πολλά χέρια (Charles Furthman, Howard Hawks κ.α.) και σήμερα θεωρείται η πρώτη γκαγκστερική ταινία-φιλμ νουάρ, το The Docks of New York, ένα χρόνο αργότερα και το The Last Command, όπου πρωτοσυνεργάστηκε με τον Emil Jannings, ο οποίος κέρδισε και το πρώτο βραβείο Όσκαρ Α'Ανδρικού ρόλου στην ιστορία του θεσμού.

Η Paramount ζήτησε απο τον Στέρνμπεργκ να ξανασκηνοθετήσει τον Γιάννινγκς σε μια δεύτερη ταινία. Ο ηθοποιός όμως είχε επιστρέψει στην γενέτειρά του, Γερμανία γιατί κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει την προφορά του και δεν κατάφερε να βρει ρόλους στις ΗΠΑ. Έτσι με την βοήθεια της UFA, αδελφή εταιρεία της Paramount στην Γερμανία, ο Στέρνμπεργκ έστεισε την οντισιόν του στο Βερολίνο για να βρει την Λόλα Λόλα. Είχε ζητήσει από όλες τις επίδοξες ηθοποιούς να φέρουν μαζί τους ένα «άσεμνο τραγούδι» και να προετοιμαστούν να το τραγουδήσουν κατά τη διάρκεια της οντισιόν τους. Η Μάρλεν Ντίτριχ αγνόησε τις οδηγίες και εμφανίστηκε στην οντισιόν χωρίς τραγούδι και απροετοίμαστη να τραγουδήσει. Είχε μάλιστα μια βαρετή στάση επειδή ήταν πεπεισμένη ότι δεν επρόκειτο να πάρει το ρόλο. Αυτή ακριβώς η στάση ήταν που κέρδισε τον Στέρνμπεργκ, και έτσι γεννήθηκε όχι μόνο μια σπουδαία συνεργασία, αλλά και ένα από τα πιο διάσημα ειδύλλια στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ο Στέρνμπεργκ είχε σχεδόν εμμονή με τη Ντίτριχ και τη διαμόρφωσε τόσο ως ηθοποιό όσο και ως είδωλο του στυλ, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη μεταμόρφωσή της από μια άσημη Γερμανίδα ηθοποιό στη μυθική προσωπικότητα που γνωρίζουμε σήμερα. Η Ντίτριχ ήταν μια μοιραία, αποστασιοποιημένη και ακαταμάχητη φιγούρα με εμβληματικό και καθηλωτικό ύφος και ο Στέρνμπεργκ είναι αυτός που την καθιέρωσε. Την πήρε μαζί του στην Αμερική και γύρισαν άλλες έξι ταινίες, που θεωρούνται οι καλύτερες της φιλμογραφίας και των δύο.

Η σχέση τους είχε προκαλέσει σκάνδαλο στην Γερμανία και λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας στο Βερολίνο την 1 Απριλίου το 1930, το ζευγάρι έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσουν μαζί μια κινηματογραφική καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύζυγος όμως του Στερνμπεργκ, Ρίζα Ρόις, ανακάλυψε τα σχέδια και έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από το ζευγάρι και μαζί με τον δικηγόρο της τους συνάντησαν στην αποβάθρα με μια μήνυση στο χέρι και ένα μήνα αργότερα, το διαζύγιο. Ο Στέρνμπεργκ και η Ντίντριχ έμειναν μαζί 7 χρόνια, κάνοντας μια ταινία κάθε χρόνο αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ.

Μαζί τελειοποίησαν την κοινή τους φαντασίωση για την ομορφιά, για την απόλαυση και για την υπερβολή. Η ψυχρότητα της Ντίντριχ ταίριαξε απόλυτα με τους προκλητικούς ρόλους στους οποίους την έβαλε ο Στέρνμπεργκ. Αποτύπωσε τη γοητεία της με φωτισμό κιαροσκούρο και πολυτελή σκηνικά σε ονειρικά και εξωτικά μέρη, από το Μαρόκο μέχρι τη Σαγκάη, με κοσμοπολίτικη ειρωνεία και πάντα μια απροκάλυπτη σεξουαλικότητα. 

Η ταινία γυρίστηκε ταυτόχρονα στην γερμανική και στην αγγλική έκδοση. Η αγγλική έκδοση βρέθηκε το 2009, ως τότε ήταν μια χαμένη ταινία. Η γερμανική έκδοση θεωρείται ανώτερη γιατί είναι καταρχήν μεγαλύτερη και κατά δεύτερο δεν κουράζει από την βαριά αγγλική προφορά των ηθοποιών. Το τραγούδι Falling in Love Again του Friedrich Hollaender, ο οποίος  προσάρμοσε ειδικά τη μουσική για τη φωνή της Dietrich που είχε κάπως περιορισμένο εύρος, είναι ένα πολυτραγουδισμένο κομμάτι, αναγνωρίσιμο μέχρι σήμερα. Άλλωστε η Dietrich, είχε παράλληλα και μια μακρά δεύτερη καριέρα ως τραγουδίστρια, ακόμα και μετά το τέλος της κινηματογραφικής της καριέρας.

Η ταινία ήταν μια στιγμιαία διεθνής επιτυχία, αρχικά στην Ευρώπη γιατί στην Αμερική παίχτηκε την επόμενη χρονιά. Μάλιστα οι Αμερικανοί πρωτοείδαν το ζευγάρι στη δεύτερη τους ταινία, το Morocco (1930), το οποίο παίχτηκε πριν τον Γαλάζιο Άγγελο στην χώρα τους. Το 1959 ο σκηνοθέτης Edward Dmytryk γύρισε το remake με τον Curd Jürgens και τη Σουηδή καλλονή May Britt. Το Lola (1981) του Rainer Werner Fassbinder, βασίστηκε και στο βιβλίο του Μαν και στην ταινία του Στέρνμπεργκ. Ο Danny Kaye, που ήταν προσωπικοί φίλοι με την Ντίτριχ, την μιμήθηκε, στην σκηνή της Λόλα Λόλα στο κλαμπ, σε αρκετές εμφανίσεις του, υιοθετώντας τη χαρακτηριστική βαθιά φωνή και το αργό, αισθησιακό της ύφος, ενώ ο Αυστριακός ηθοποιός Helmut Berger, στην ταινία του Luchino Visconti, The Damned (1969), ντυμένος με γυναικεία ρούχα, τραγουδάει το τραγούδι της, Ich bin die Fesche Lola. Έχει γίνει μιούζικαλ από τον Duke Ellington, δεκάδες θεατρικές παραστάσεις και ταινίες σε διάφορες χώρες, από την Ευρώπη και την Ινδία, μέχρι την Ιαπωνία. 

Ο Γαλάζιος Άγγελος δεν είναι απλώς μια ταινία• είναι ένας διαχρονικός θρίαμβος του αισθητικού και συναισθηματικού κινηματογράφου. Με την πρωτοποριακή του αισθητική και τη συγκλονιστική του αφήγηση, το φιλμ παραμένει ένα από τα ισχυρότερα όλων των εποχών, χαράζοντας αιώνια τη μορφή της Μαρλέν Ντίτριχ στο συλλογικό φαντασιακό. Υπό την καθοδήγηση του Στέρνμπεργκ, γεννήθηκε το απόλυτο γυναικείο κινηματογραφικό είδωλο—αιθέριο, αινιγματικό, ακαταμάχητο. Και έτσι, μέσα από σκιές και φώτα, βλέμματα και σιωπές, η Λόλα Λόλα συνεχίζει να μας μαγνητίζει, αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα μας, όπως την πρώτη φορά.

Video Url