Ο Γατόπαρδος και η πτώση της αριστοκρατίας, όπως την είδε ο Βισκόντι

The Leopard

Ο Γατόπαρδος, ή The Leopard, ή Il Gattopardo είναι ένα ιστορικό δράμα του σπουδαίου σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι, που αφηγείται την ιστορία ενός από τους τελευταίους ευγενείς πρίγκιπες της Σικελίας, την εποχή των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που έφερε η Ιταλική Ενοποίηση του 1860. Πρόκειται για ένα σπάνιο και βαθύ πορτραίτο της ιταλικής αριστοκρατίας, το οποίο απεικονίζει με ακρίβεια την παρακμή της, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την άνοδο της αστικής τάξης και τη δράση των εθελοντών επαναστατών του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι.

Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους στις 27 Μαρτίου του 1963 στη Ρώμη ενώ είχε παιχτεί τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς στο φεστιβάλ του Ακαπούλκο στο Μεξικό. Τον Μάιο του 63 προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα από φίλμ όπως το Harakiri του Masaki Kobayashi, το This Sporting Life του Lindsay Anderson, το To Kill a Mockingbird του Robert Mulligan, το What Ever Happened to Baby Jane? του Robert Aldrich και δύο ελληνικές ταινίες, Η Άβυσσος του Νίκου Παπατάκη και ο Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου.

Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Burt Lancaster ως ο Πρίγκιπας Ντον Φαμπρίτσιο, δίπλα του οι Alain Delon και Claudia Cardinale, νέοι, ζωντανοί και πανέμορφοι, οι παλέμαχοι Ιταλοί ηθοποιοί  Paolo Stoppa και Romolo Valli, οι Terence Hill, Pierre Clémenti και Giuliano Gemma στην αρχή της καριέρας τους, ενώ η 14χρονη Ottavia Piccolo κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Εξαιρετικοί και οι συνεργάτες του Βισκόντι πίσω από την κάμερα, ο Nino Rota έγραψε την αναγνωρίσημη μουσική, ο Giuseppe Rotunno την όμορφη φωτογραφία και τα έξοχα κουστούμια ήταν του Piero Tosi. Ο σκηνοθέτης Sydney Pollack είχε επιβλέψει την αγγλική μετάφραση της ταινίας, όταν προβλήθηκε στις ΗΠΑ.

Το Leopard έχει κυκλοφορήσει σε τουλάχιστον πέντε διαφορετικές κόπιες. Η αρχική διάρκεια του έργου του Βισκόντι ήταν 205 λεπτά, αλλά τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο παραγωγός θεώρησαν ότι ήταν πολύ μεγάλο, και η ταινία μειώθηκε στα 195 λεπτά για την προβολή της στο Φεστιβάλ των Καννών. Ο Βισκόντι στη συνέχεια μείωσε περαιτέρω την ταινία σε 185 λεπτά και θεώρησε αυτή την έκδοση ως την προτιμώμενή του. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ταινία κυκλοφόρησε ακόμα μικρότερη, στα 171 λεπτά.

Η 20th Century Fox, αυθαίρετα και χωρίς τη συγκατάθεση του Βισκόντι, κυκλοφόρησε την ταινία στις ΗΠΑ σε μια κομμένη εκδοχή των 161 λεπτών. Ο σκηνοθέτης εξοργίστηκε και αποκήρυξε το έργο του σε αυτήν την κόπια. Σαν να μην έφτανε αυτό, η ταινία δεν προβλήθηκε σε Technicolor, όπως στην ιταλική εκδοχή, αλλά στη φθηνότερη διαδικασία χρωματισμού DeLuxe, που ξεθώριασε τα πλούσια χρώματα του Giuseppe Rotunno. Όλα αυτά συνέβαλαν στην αποτυχία της ταινίας στις ΗΠΑ, ενώ στην Ευρώπη αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Τελικά, η πλήρης εκδοχή των 185 λεπτών κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1983.
Η κόντρα του Βισκόντι με την Fox, ξεκίνησε από την αρχή της παραγωγής με αφορμή το θέμα του πρωταγωνιστή. Ο Βισκόντι ήθελε τον Nikolay Cherkasov, τον πρωταγωνιστή του Sergei Eisenstein στην ταινία του, Ιβάν ο τρομερός (1944), ο οποίος δεν μπορούσε, όπως και ο Laurence Olivier που ήταν η δεύτερη επιλογή.

Η Fox πλάσαρε τον Λάνκαστερ και τους Άντονι Κουίν, Σπένσερ Τρέισι, Γκρέγκορι Πεκ ως δεύτερη επιλογή. Ο Βισκόντι θεωρούσε τον Λάνκαστερ έναν "καουμπόι" και ένιωθε ότι δεν ήταν σωστός για το ρόλο. Αυτό προκάλεσε ένταση μεταξύ των δύο ανδρών κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων των γυρισμάτων με τον Βισκόντι να μεταχειρίζεται σκληρά τον Λάνκαστερ και τον έμπειρο ηθοποιό να αντιμετωπίζει τον σκηνοθέτη δημόσια στο πλατό. Όμως το πάθος και η ειλικρίνεια που επέδειξε ο Λάνκαστερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εντυπωσίασαν τον αρχικά σκεπτικιστή Βισκόντι και οι δύο άντρες ανέπτυξαν μια στενή και φιλική σχέση για το υπόλοιπο της ταινίας και μάλιστα ξανασυνεργάστηκαν στο Gruppo di famiglia in un interno (Η Γοητεία Της Αμαρτίας), 11 χρόνια μετά.

Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ως Δον Φαμπρίτσιο Σαλίνα, αποδίδει με μοναδική δεξιοτεχνία τη σοβαρότητα, την αυστηρότητα και την επιβλητικότητα του χαρακτήρα, προσδίδοντάς του κύρος και δύναμη. Μέσα από αυτή την ερμηνεία, αποκαλύπτει μια νέα πτυχή του υποκριτικού του ταλέντου, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την καλλιτεχνική του ευελιξία. Άλλωστε, ο Λάνκαστερ υπήρξε ένας σπουδαίος ηθοποιός, ικανός να ενσαρκώσει με απόλυτη πειστικότητα τους πιο διαφορετικούς και απαιτητικούς ρόλους. Στην ταινία, οι σκηνές του γυρίστηκαν στα αγγλικά και ντουμπλαρίστηκαν στα ιταλικά για την ιταλική εκδοχή της ταινίας, ενώ οι περισσότερες από τις άλλες σκηνές γυρίστηκαν στα ιταλικά και ντουμπλαρίστηκαν στα αγγλικά για την αγγλική εκδοχή της ταινίας.

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Giuseppe Tomasi di Lampedusa, το οποίο αφηγείται την πραγματική ζωή του προπάππου του, του πρίγκιπα της Λαμπεντούζα. Ο Λουκίνο Βισκόντι, προερχόμενος και ο ίδιος από αριστοκρατική καταγωγή, ταυτίστηκε με την ιστορία και, σε συνεργασία με τη μόνιμη σεναριογράφο του Suso Cecchi D'Amico και άλλους συντελεστές, μετέφερε το έργο στη μεγάλη οθόνη με απόλυτο σεβασμό στην ουσία και την ατμόσφαιρά του.  

Με το μοναδικό σκηνοθετικό του ύφος, ο Βισκόντι δημιούργησε μια ταινία γεμάτη ομορφιά, με αργά, προσεγμένα και πλούσια κάδρα που αφηγούνται την ιστορία όχι μόνο μέσα από τους διαλόγους, αλλά και μέσω των λεπτομερειών που αποκαλύπτονται σε δεύτερο πλάνο. Κάθε σκηνή είναι προσεκτικά σχεδιασμένη, με διακριτικές αλλά ουσιαστικές πληροφορίες που εμπλουτίζουν την αφήγηση και προσθέτουν ρεαλισμό στον κόσμο της ταινίας.  

Η τελειομανία του Βισκόντι στη σκηνογραφία και τη λεπτομέρεια ήταν θρυλική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η Claudia Cardinale είχε ένα περίτεχνα κεντημένο μαντήλι δεμένο στην τσάντα της – μια μικρή, αλλά ενδεικτική λεπτομέρεια που δεν φάνηκε ποτέ στην ταινία, αποδεικνύοντας πόσο σχολαστικός ήταν ο σκηνοθέτης στη δημιουργία μιας αυθεντικής και πειστικής αναπαράστασης της εποχής.

Η σκηνή του χορού στο φινάλε της ταινίας αποτελεί ένα αριστούργημα κινηματογραφικής τέχνης, μια πανδαισία εικόνων, συναισθημάτων και λεπτομερειών που αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο το τέλος μιας εποχής. Ο Λουκίνο Βισκόντι, με τη χαρακτηριστική του δεξιοτεχνία, στήνει ένα οπτικοακουστικό ποίημα όπου η λάμψη, η μελαγχολία και η παρακμή της αριστοκρατίας συνυπάρχουν στην ίδια αίθουσα χορού.

Ο πρίγκιπας Φαμπρίτσιο, Μπαρτ Λάνκαστερ, κινείται με αργά, βαριά βήματα ανάμεσα στους νεαρούς αριστοκράτες που διασκεδάζουν ανέμελα, συμβολίζοντας έτσι έναν κόσμο που χάνεται, παραχωρώντας τη θέση του σε μια νέα εποχή. Ο χορός του με την πανέμορφη Αντζέλικα, Claudia Cardinale, μέσα στη χρυσαφένια αίγλη της βραδιάς, δεν είναι απλώς μια κοινωνική επίδειξη, αλλά ένας τελευταίος αποχαιρετισμός στη νεότητα, στην εξουσία και στη ζωή όπως την ήξερε.

Η σκηνή, η οποία γυρίστηκε στο Palazzo Valguarnera-Gangi στο Παλέρμο, γεμάτη με πλούσια κοστούμια, υπέροχη μουσική και επιβλητική σκηνογραφία, διαρκεί 45 λεπτά, δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να βυθιστεί στην ατμόσφαιρα του μεγαλείου και της θλίψης που τη διαπερνά. Με κάθε στροφή του χορού, κάθε βλέμμα και κάθε παύση, ο Βισκόντι δεν αποτυπώνει μόνο μια κοινωνική εκδήλωση, αλλά έναν μελαγχολικό στοχασμό πάνω στη φθορά, τον χρόνο και την αναπόφευκτη αλλαγή.

Video Url